Κώστας Σ., 68 ετών,
Οικονομολόγος, κάτοικος Βρυξελλών.
Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και μέχρι τα 16 μου
έζησα στη Μανσούρα, μια μικρή πόλη στις όχθες του Νείλου. Από τους 250.000
κατοίκους της, οι 2.500 περίπου ήσαν Έλληνες. Σημειώνω ότι η Μανσούρα είναι η
γενέτειρα του λογοτέχνη Άγγελο Σ. Βλάχου, και όχι η Αλεξάνδρεια, όπως συχνά
αναφέρεται.
Η οικογένειά μου ήταν στην Αίγυπτο από το 1850 τουλάχιστον.
Ορισμένοι πρόγονοί μου ήσαν ελληνόφωνοι ορθόδοξοι από τη Συρία. Σε μια
μαρμάρινη πλάκα στην εκκλησία της πόλης μου, μεταξύ των δωρητών για την
ανέγερση της εκκλησίας συμπεριλαμβανόταν και η οικογένειά μου.
H γιαγιά μου η Μαριγούλα, η μητέρα του πατέρα μου, ήταν
εγγονή ιερέα από τη Σύμη. Ο παππούς της, ο Κων/νος Καντούνιας, υπήρξε ο
πνευματικός του Πατριάρχη Αλεξάνδρειας.
Το ελληνικό σχολείο στη Μανσούρα |
Ήταν πολύ πιστή η γιαγιά μου και κάθε μέρα νωρίς το πρωί,
μετά από περισυλλογή δεκαπέντε λεπτών, τουλάχιστον, μπροστά στο εικονοστάσιο,
άναβε το θυμιατήρι και έπαιρνε γύρα το σπίτι και με μεγάλη συγκέντρωση θυμιάτιζε
όλα τα δωμάτια. Στη διάρκεια της τελετής αυτής δεν έδινε προσοχή σε τίποτα που
συνέβαινε γύρω της.
Είχε τότε μια αγνώριστη έκφραση στο πρόσωπό της. Φαινόταν
απούσα και αυτό δεν μου άρεσε. Όπως στεκόταν μπροστά στο εικονοστάσι, ματαίως
τράβαγα το φουστάνι της για να την κάνω να διακόψει τη συγκέντρωσή της. Τώρα
καταλαβαίνω ότι επρόκειτο για ένα είδος έκστασης.
Μετά από την ιεροτελεστία αυτή έπινε η γιαγιά τον πρωινό καφέ
της και τότε μόνο μου έδινε σημασία. Με το γνώριμο πρόσωπό της, και με
γλυκύτητα, επαναλάμβανε ότι δεν έπρεπε να την διακόπτω. Ήταν, έλεγε, αμαρτία.
Μετά ξαναγινόταν η γιαγιά μου η Μαριγούλα και μου εξιστορούσε τις διάφορες
οικογενειακές ιστορίες.
Μου μίλαγε για τους θείους και τις θειες μου που είχαν πεθάνει
μικρά παιδιά ή σε νεαρή ηλικία. Χάρη στη γιαγιά μου τη Μαριγούλα έμαθα την ιστορία
της οικογένειάς μου!
Αντίθετα, η μητέρα μου και πατέρας μου ήσαν άθεοι. Η μητέρα
μου είχε μεγαλώσει στις γαλλίδες καλόγριες και δεν είχε καθόλου ευχάριστες αναμνήσεις
από το γαλλικό οικοτροφείο. Μου έλεγε ότι είχε υποφέρει τα πάνδεινα στα χέρια
τους. Λόγω των εμπειριών της, είχε βαθιά απέχθεια κατά της θρησκείας και της εκκλησίας.
Ο πατέρας μου απλώς απέρριπτε όλες τις θρησκευτικές δοξασίες επειδή,
νομίζω, κατά τη γνώμη του η θρησκευτική πίστη αντέβαινε στην κοινή λογική. Ωστόσο,
δεν είχαμε ποτέ μεγάλες συζητήσεις πάνω στο θέμα.
Η ιστορία των γονιών ίσως να είναι ο λόγος που δε χρειάστηκα
να αποχαιρετήσω τη θρησκεία και κάποια θρησκευτική πίστη, αφού ήμουν πάντα
εκτός! Γεννήθηκα άθεος και αθεόφοβος. Όμως, αισθανόμουνα ένοχος. Στα μαθήματα
των θρησκευτικών ήμουν ο μόνος που αισθανόταν άθεος στην τάξη.
Σ’ αυτά τα μαθήματα επαναλαμβανόταν διαρκώς σαν τροπάρι η
ανωτερότητα του χριστιανισμού έναντι του μωαμεθανισμού. Εγώ αντίθετα έβλεπα και
τις δύο θρησκείες ως απλές παραλλαγές του Ιουδαϊσμού. Μέχρι και τα ονόματα
μοιάζανε: Αβραάμ Ιμπραήμ, Σολομών Σουλεϊμάν, Ιησούς Γίσα κτλ.
Δυο πράγματα με είχαν σημαδέψει από τις θρησκευτικές
διηγήσεις: πρώτα η θυσία του Αβραάμ. Την έβρισκα μακάβρια! Μια βάρβαρη θρησκευτική
πρακτική. Στα μάτια μου, ο Αβραάμ έμοιαζε στο Σουδανό θυρωρό της απέναντι πολυκατοικίας
που ξυλοφόρτωνε αλύπητα το μικρό γιο του όλη μέρα. Έβρισκα απαράδεκτο ένας υποψήφιος
φρικτός παιδοκτόνος να είναι σεβαστό πρόσωπο, πατριάρχης κτλ.
Το δεύτερο που με σημάδεψε ήταν ο εσταυρωμένος στο εικονοστάσι
της γιαγιάς μου. Μολονότι τότε δεν ήξερα τί σημαίνει σαδομαζοχισμός, ο εξίσου
μακάβριος εσταυρωμένος ήταν η προσωποποίηση αυτής της διαστροφής. Δε καταλάβαινα
γιατί λατρεύανε κάποιον που βρισκότανε σε μια τόσο εφιαλτική θέση. Έμοιαζε στο μικρό
γιο του Σουδανού θυρωρού. Επιπλέον, ήταν αυτός που θα με τιμωρούσε κάθε φορά
που ήμουν ανυπάκουος.
Δε μπορούσα να καταλάβω πώς ήταν δυνατόν ο εσταυρωμένος να γνωρίζει
καθετί που έκανα. Παρά τη μικρή μου ηλικία, δεν μπορούσα να δεχτώ αυτά που μου λέγανε.
Μια μέρα, λοιπόν, θα ήμουνα γύρω εννιά ή δέκα χρόνων, δεν άντεξα
σ’ αυτή την καταπίεση. Έπρεπε να δω αν ήξερε πράγματι ο Χριστούλης όλα όσα κάνω
και αν μπορούσε να με τιμωρήσει. Σκαρφάλωσα στο εικονοστάσι, πήρα το σταυρό με
τον εσταυρωμένο και το έφτυσα. Τον άφησα στη θέση του και μετά κατέβηκα και κάθισα
στο πάτωμα περιμένοντας να μου έρθει η τιμωρία. Ίσως να έμεινα στη θέση αυτή κανένα
τέταρτο, μέχρι που βαρέθηκα. Με την παιδική μου λογική κατάλαβα με το πείραμα ότι,
όσα μου λέγανε, ήταν παραμύθια.
Αυτός είναι λοιπόν ο αποχαιρετισμός μου από τη θρησκευτική
πίστη, την οποία δεν γνώρισα ποτέ.