Τατιάνα Ν., 20 ετών, Φοιτήτρια Διοίκησης Επιχειρήσεων
Στα 20 μου χρόνια δεν έχω πολλές εμπειρίες που να με οδήγησαν στην αθεΐα, ούτε πολλές ιστορίες αμφιταλαντεύσεων ή εσωτερικών συγκρούσεων. Γεννήθηκα στη Μολδαβία, γόνος χωρισμένων γονιών, και μέχρι τα 7 μου ζούσα ως επί το πλείστον με τη γιαγιά μου. Ζώντας σε χώρα της πρώην ΕΣΣΔ, τα πρώτα μου χρόνια, ο... θεός δεν είχε ιδιαίτερη θέση στη ζωή μου. Στα 7 μετακόμισα στην Ελλάδα μαζί με τη μητέρα μου, η οποία ξαναπαντρεύτηκε.
Η σχέση και των δύο γονιών μου με τη θρησκεία ήταν πάντα περισσότερο τυπική. Εκκλησία κάθε Μεγάλη Παρασκευή και Ανάσταση, και κάποια «πρώτα ο θεός» από τον πατέρα-πατριό μου. Το πλέον θρησκευόμενο άτομο της οικογένειας ήταν η γιαγιά μου-μητέρα του πατριού μου. Εκείνη προσπαθούσε να με μάθει να κάνω τον σταυρό μου κάθε φορά που περνούσα έξω από εκκλησία, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας μου.
Η σχέση και των δύο γονιών μου με τη θρησκεία ήταν πάντα περισσότερο τυπική. Εκκλησία κάθε Μεγάλη Παρασκευή και Ανάσταση, και κάποια «πρώτα ο θεός» από τον πατέρα-πατριό μου. Το πλέον θρησκευόμενο άτομο της οικογένειας ήταν η γιαγιά μου-μητέρα του πατριού μου. Εκείνη προσπαθούσε να με μάθει να κάνω τον σταυρό μου κάθε φορά που περνούσα έξω από εκκλησία, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας μου.
Γύρω στα 10 μου, κι ενώ εξελισσόμουν σε μικρό βιβλιοφάγο, ο πατέρας μου μού αγόρασε μία «Βίβλο για παιδιά». Τη διάβαζα με μεγάλη ευλάβεια, όχι τόσο θρησκευτική, αλλά επειδή είχα πειστεί ότι αυτό ήταν το σωστό. Ανέπτυξα λοιπόν μια παιδική μεν, αλλά αρκετά καλή σχέση με τη θρησκευτική πίστη. Έκανα τον σταυρό μου πριν το φαγητό, πρόσεχα τι σκεφτόμουν για να μη «βλασφημήσω», έκανα «τάματα» στον Χριστούλη όταν έπαιρνα κακό βαθμό στο σχολείο, για να μην το μάθουν οι γονείς μου. Παρ' όλα αυτά, δε θα χαρακτήριζα την πίστη μου βαθιά. Η μοναδική φορά που προσευχήθηκα «με όλη μου την ψυχή» ήταν όταν η μητέρα μου μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο λόγω προβλήματος στη μέση.
Παρ’ότι δεν ήταν κάτι σοβαρό, τελικά, είχα κατατρομάξει και είχα αποφασίσει ότι το μόνο που μπορώ να κάνω εγώ -και πίστευα με πάσα ειλικρίνεια ότι με αυτόν τον τρόπο συμβάλλω κάπως- είναι να προσευχηθώ. Φυσικά, ο γιατρός έκανε τη δουλειά του και δεν χρειάστηκε θεία επέμβαση.
Τα προεφηβικά μου χρόνια απομακρύνθηκα κάπως από την ιδέα του θεού. Ίσως λόγω ηλικίας. Με απασχολούσαν διάφορα «υπαρξιακά ερωτήματα» και ο θεός ήταν απλώς ένα από αυτά, χωρίς όμως και να τολμώ να τον απομυθοποιήσω. Την ώρα της πρωινής προσευχής στο σχολείο, ή κατά τις επισκέψεις στην εκκλησία, έδειχνα πάντα μέγιστο σεβασμό και σοβαρότητα. Ιδιωτικά όμως, δεν προέβαινα σε κάποια εκδήλωση λατρείας. Δεν απευθυνόμουν πλέον στον θεό, αλλά παρ’όλα αυτά αισθανόμουν τύψεις αν έπιανα τον εαυτό μου να τον αμφισβητεί, σε περίπτωση που άκουγε τις σκέψεις μου.
Το μεγάλο «σχίσμα» συνέβη στην Α’ Λυκείου και αφορμή αποτέλεσε το μάθημα των θρησκευτικών. Σε αυτό, υπήρχε μια ενότητα με τον τίτλο «Πίστη και λατρεία», που έλεγε με λίγα λόγια, πως ο πιστός πρέπει να συμμετέχει στα μυστήρια της εκκλησίας για να αποδείξει την πίστη του, αλλιώς, είναι αμφίβολη η σωτηρία της ψυχής του. Έχοντας ήδη απομακρυνθεί από τον θεσμό της εκκλησίας, αλλά όχι και από την ιδέα του θεού, δεν μουάρεσε καθόλου αυτό. Έκανα μεγάλες συζητήσεις (μονολόγους μάλλον) με τη μητέρα μου για το πόσο λάθος είναι «να ορίζουν αυθαίρετα κάποιοι μουσάτοι παππούδες, αν θα σωθώ εγώ ή όχι».
Το χειρότερο ήταν η ανάγνωση αποσπασμάτων από το βιβλίο του γέροντα Παΐσιου. Κάνοντας μία έρευνα, ανακάλυψα πως η πλειοψηφία των συμμαθητών μου πίστευε στα λεγόμενα του πάνσοφου γέροντα. Λεγόμενα που περιέγραφαν δαίμονες πάνω από τα κεφάλια των πιστών, που προσπαθούν να τους παρασύρουν στον κακό τον δρόμο. Ήταν ίσως από τις πιο απογοητευτικές στιγμές στη σχολική μου εμπειρία. Παιδιά 16 ετών να πιστεύουν σε τόσο εξωφρενικά πράγματα.
Κάπου εκεί πέρασα την πρώτη φάση αγνωστικισμού, αφού θυμάμαι τον εαυτό μου να χρησιμοποιεί συχνά τη φράση «είτε υπάρχει ο θεός είτε όχι». Και από εκεί πέρασα στον αντιθεϊσμό. Αποφάσισα ότι αν τελικά υπάρχει αυτό το πλάσμα, τότε είναι κακόβουλο και άδικα επιλεκτικό. Γιατί να ακούσει τις δικές μου προσευχές, να εκπληρώσει τις δικές μου ματαίοδοξες ευχές αντί να σώσει τη ζωή του Αχμούτ στην Αφρική; Και φυσικά το μάθημα των θρησκευτικών δεν βοηθούσε καθόλου. «Ο Θεός έχει σχέδιο, γι’αυτό κάποιους τους βοηθάει και κάποιους φαινομενικά όχι».
Μέχρι την Γ’ Λυκείου, είχα κατασταλάξει και είχα σταματήσει να ακούω. Δεν σταμάτησα να έχω τις «σωστές» απαντήσεις, γιατί φυσικά δε θα θυσίαζα το άριστα που είχα πάντα σε αυτό το μάθημα. Μάλιστα, καθώς σε όλη τη Β’ Λυκείου έλεγα σχεδόν κάθε πρωί το Πάτερ Ημών-είχα κάνει το λάθος μία φορά και μετά μου το ζητούσαν συνέχεια-ο καθηγητής των θρησκευτικών μου είχε μεγάλη συμπάθεια. Όμως δεν έχανα πλέον την ευκαιρία να δείξω την αδιαφορία μου και την απαξίωσή μου, έστω και σιωπηλά.
Η απόφαση ότι τελικά θεός δεν υπάρχει πάρθηκε αρκετά αβίαστα και με αυτόνομη σκέψη. Η ενημέρωση και ο Richard Dawkins ήρθαν αργότερα, για να επιβεβαιώσουν τα συμπεράσματα στα οποία είχα ήδη καταλήξει από μόνη μου. Παρ’όλα αυτά, για αρκετό καιρό δεν χρησιμοποιούσα τον όρο «άθεη» για να περιγράψω τον εαυτό μου και μοιραζόμουν τις ανησυχίες μου μόνο με την καλύτερή μου φίλη. Πρώτη φορά δήλωσα άθεη μιλώντας με άγνωστο (τότε) στο internet, εντυπωσιάζοντας ακόμη και τον εαυτό μου.
Είχα την τύχη τότε να δημιουργήσω σχέση με «συνάθεο», ο οποίος ήταν και αυτός που μού «σύστησε» τον Richard Dawkins και με εξέθεσε σε άλλες σχετικές πληροφορίες. Με όλα αυτά, αλλά και με τις συζητήσεις μας, οι σκέψεις στο κεφάλι μου απέκτησαν μια πιο συγκεκριμένη δομή, με αποτέλεσμα να αρχίσω να αισθάνομαι καλά με τον τρόπο που θεωρούσα πλέον τον κόσμο. Τότε ήταν που αποφάσισα να μιλήσω και στους γονείς μου.
Θεωρώντας τον πατέρα μου πιο ανεκτικό και ανοικτόμυαλο σε θέματα κοσμοθεωρίας και δη θρησκείας, αποφάσισα να μιλήσω πρώτα σε εκείνον. Η πρώτη του αντίδραση ήταν να μού πει «να το σκεφτώ πολύ καλά» και στη συνέχεια εξέφρασε τους φόβους του, ότι χωρίς την πίστη στο θεό, θα ζήσω με τους νόμους του χάους (χωρίς τον θεό, όλα επιτρέπονται και δεν υπάρχουν συνέπειες για τις πράξεις μας). Φυσικά, οι προσπάθειές μου να εξηγήσω απέβησαν εντελώς μάταιες. Η μητέρα μου, αντέδρασε πολύ ψύχραιμα, εκφράζοντας την πεποίθησή της ότι «επαναστατώ» λόγω ηλικίας και πως μεγαλώνοντας και ζώντας «κάποιες εμπειρίες» θα αλλάξω γνώμη, κάτι που πιστεύει και σήμερα.
Γενικότερα, οι γονείς μου δεν προσπάθησαν ποτέ ιδιαίτερα να με μεταπείσουν. Μάλιστα δεν με πίεσαν και να τους ακολουθήσω στην εκκλησία από τότε, ακόμη και στην Ανάσταση. Ωστόσο, και ποτέ δεν ενέκριναν τη στάση μου και το πλέον δυσάρεστο για εμένα, δεν έλαβαν σοβαρά υπόψιν τα επιχειρήματά μου. Περισσότερο από ανησυχία και φόβο, πιστεύω, όμως δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο, ένα χάσμα, πράγμα πρωτόγνωρο για τη σχέση μου με τους γονείς μου.
Από τότε δεν έχει χρειαστεί να «υπερασπιστώ την... απιστία μου». Η καλύτερή μου φίλη τείνει προς την αθεΐα, και οι φίλοι μου που διατηρούν κάποια θρησκευτική πίστη δεν προσπαθούν να με προσηλυτίσουν. Η αλήθεια είναι, ούτε εγώ αισθάνθηκα ποτέ την ανάγκη να τους «ανοίξω τα μάτια». Μπορεί η θρησκευτική πίστη να μην αξίζει κάποιον ιδιαίτερο σεβασμό, αλλά οι φίλοι μου τον έχουν, άσχετα με τις πεποιθήσεις τους. Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να προστατέψω τον αδερφό μου (8 ετών), από την πλύση εγκεφάλου και από τις τύψεις, που έστω και για λίγο, έζησα εγώ ως παιδί, «καλλιεργώντας» ένα ενδιαφέρον για την επιστήμη και τη γνώση.