28 August 2007

«ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ» - Ντοκουμέντο από το Πατριαρχείο Ιεροσολήμων

Οπως όλοι οι πλούσιοι γαιοκτήμονες, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων δυσκολεύεται να καταγράψει την ακίνητη περιουσία του, να αποκαλύψει το «πόθεν έσχες» και -κυρίως- τις αγοραπωλησίες που επιχειρεί σ' όλη την έκταση του Ισραήλ και των κατεχομένων.


Οσο κι αν αυτό ξενίζει όσους συνδέουν τη χριστιανική τους πίστη με όσα συμβαίνουν στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, η κρίση που σοβεί εδώ και χρόνια σ' αυτό το «παλαίφατο ίδρυμα της Ορθοδοξίας και του Γένους» αφορά κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, τη διεκδίκηση ακίνητης περιουσίας.

Η πηγή της δύναμης και ταυτόχρονα η αιτία της μόνιμης αδυναμίας του Πατριαρχείου είναι αυτή η τεράστια ακίνητη περιουσία του. Αυτή που του δίνει την πρωτοκαθεδρία απέναντι σε όλα τα άλλα χριστιανικά δόγματα, αλλά ταυτόχρονα αυτή είναι που το καθιστά μέρος της διένεξης στη Μέση Ανατολή, «μήλο της Εριδος» μεταξύ Ισραήλ και Αράβων, και το φέρνει σε σύγκρουση ακόμα και με το ποίμνιό του.

Ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης Αρίσταρχος, αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, μιλώντας σε συνέδριο στη Χάιφα, με θέμα την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία στη σύγχρονη περίοδο, έδωσε το επίσημο στίγμα για την ακίνητη περιουσία του Πατριαρχείου:

«Η ιδιοκτησία του Πατριαρχείου σε εκκλησίες, μοναστήρια, κτίρια και γη έχει καταστεί σοβαρό αντικείμενο μελέτης, ενδιαφέροντος, διαφωνιών, επικρίσεων και σφετερισμού. Αυτή η ιδιοκτησία που αγοράστηκε σιγά σιγά από το ίδιο το Πατριαρχείο ή κληρονομήθηκε από τους μοναχούς του, χρησιμοποιείται για το βιοπορισμό των ιερέων, των διδασκάλων και του υπόλοιπου προσωπικού, καθώς και για τη συντήρηση των εκκλησιών, των σχολείων και των άλλων ιδρυμάτων» (3/3/03).

Τα πράγματα δεν είναι, βέβαια, τόσο απλά. Η κρίση του 2005 και οι αποκαλύψεις για την υπόθεση Βαβύλη, σε συνδυασμό με την εξαφάνιση του «μάνατζερ» Νίκου Παπαδήμα, έφεραν στο φως τόσο την τεράστια οικονομική διάσταση της υπόθεσης, όσο κυρίως την πολιτική ισχύ που απορρέει από τη διαχείριση γης σε μια περιοχή, όπου κάθε σπιθαμή εδάφους διεκδικείται με ποταμούς αίματος.

Η κρίση ξέσπασε μόλις μαθεύτηκε ότι ο πατριάρχης Ειρηναίος και ο ταμίας του είχαν νοικιάσει ή πουλήσει ακίνητα στους Ισραηλινούς, διαταράσσοντας το στάτους κβο στην περιοχή.

Η αλήθεια είναι ότι μέσα από την ιστορική του διαδρομή, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων έχει φτάσει να είναι σήμερα ο δεύτερος σε μέγεθος ιδιοκτήτης γης στην περιοχή. Το ξεπερνά μόνο το ίδιο το κράτος του Ισραήλ. Αλλά οι ακριβείς διαστάσεις αυτής της περιουσίας δεν είναι γνωστές.

Ο χάρτης των ιδιοκτησιών

Η καταγραφή της ιδιοκτησίας του Πατριαρχείου είναι ένα από τα αιτήματα του ποιμνίου του και ένας από τους λόγους που ανακλήθηκε η επικύρωση της εκλογής του Θεόφιλου από την κυβέρνηση της Ιορδανίας. Μπορεί αυτή η ανάκληση να ακυρώθηκε πριν από λίγες μέρες, μετά την παρέμβαση της υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας, αλλά το αίτημα παραμένει.

Εδώ και λίγες μέρες δημοσιεύθηκε η μελέτη των Itamar Katz και Ruth Kark με τίτλο «Η Εκκλησία και η ακίνητη ιδιοκτησία: το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων».

Το ενδιαφέρον είναι ότι έπειτα από πολύχρονες μελέτες οι δύο συγγραφείς έχουν επιχειρήσει τη χαρτογράφηση αυτής της περιουσίας, μελετώντας ιστορικά ντοκουμέντα, αλλά και τα σύγχρονα αρχεία του Ισραήλ.

Επικοινωνήσαμε με τους συγγραφείς και μας έστειλαν σε ψηφιακή μορφή τους χάρτες που έχουν συντάξει. Σημείο εκκίνησης της μελέτης τους ήταν η καταγραφή του 1921 από την Επιτροπή που διόρισε ο βρετανός αρμοστής. Σύμφωνα με το πόρισμα της Επιτροπής, το Πατριαρχείο κατείχε τότε 631 ιδιοκτησίες στην περιοχή της Βρετανικής Εντολής στην Παλαιστίνη. Σ' αυτές δεν περιλαμβάνονται ιδιοκτησίες στην Ιορδανία και τη Χερσόνησο του Σινά, καθώς και η σεβαστή περιουσία του Πατριαρχείου στο εξωτερικό (Κύπρος, Ελλάδα, Τουρκία, Ανατολική Ευρώπη, ΗΠΑ).

Οι δύο μελετητές κατόρθωσαν να εντοπίσουν περίπου 355 ιδιοκτησίες του Πατριαρχείου στην Παλαιστίνη, από αυτές που αναφέρονται στο πόρισμα της Επιτροπής. Η συνολική έκταση των 176 ιδιοκτησιών απ' αυτές ήταν τουλάχιστον 36.779 ντουνάμ (1 ντουνάμ = 1 στρέμμα). Αυτός ο αριθμός δεν περιλαμβάνει μια άλλη έκταση 7.000 ντουνάμ, την οποία διεκδίκησε αργότερα ως δική του το πατριαρχείο, κατά τη διάρκεια της Βρετανικής Εντολής.

«Εφόσον η έκταση των ιδιοκτησιών του Πατριαρχείου δεν έχει μειωθεί σημαντικά μέχρι σήμερα, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους μη κρατικούς ιδιοκτήτες γης στο κράτος του Ισραήλ», παρατηρούν οι Katz και Kark. «Πρέπει να σημειωθεί ότι μπορέσαμε να ταυτίσουμε μόνο τις μισές ιδιοκτησίες, αλλά απ' αυτό δεν μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η πραγματική σημερινή έκταση της ιδιοκτησίας του Πατριαρχείου είναι διπλάσια από τα παραπάνω νούμερα. Τα τρία τέταρτα των γνωστών οικοπέδων του Πατριαρχείου είναι μικρότερα από δύο στρέμματα, ενώ οκτώ από τις γνωστές ιδιοκτησίες γης έχουν συνολική έκταση 30.508 ντουνάμ».

Στο χάρτη που δημοσιεύουμε καταγράφονται τα αποτελέσματα της έρευνας των δύο συγγραφέων για τις ιδιοκτησίες του Πατριαρχείου το 1921.

Το γράφημα επιβεβαιώνει το γεγονός ότι σε ένα μικρό αριθμό περιοχών το Πατριαρχείο κατείχε μεγάλες εκτάσεις. Αυτές οι μεγάλες ιδιοκτησίες εντοπίζονται στην Ιερουσαλήμ, κοντά στον Ιορδάνη, στη Γαλιλαία και σε ορισμένα σημεία κοντά στην πόλη Βεθ Σεμές (Μπετ Σεμές). Οι μεσαίες και μικρές ιδιοκτησίες συγκεντρώνονται κυρίως στη Βόρεια Γαλιλαία και τη Σαμάρεια, καθώς και στις πόλεις Γάζα και Βερσεβά (Μπερ Σέμπα).

Οπως παρατηρούν οι Katz και Kark, το γράφημα επιβεβαιώνει καταρχήν το αναμενόμενο, δηλαδή την ύπαρξη ακίνητης περιουσίας του Πατριαρχείου σε περιοχές όπου κατοικούν οι ορθόδοξοι Παλαιστίνιοι (Ιερουσαλήμ, Σαμάρεια, Γαλιλαία, Ακρα, Ναζαρέτ, Ράμλη, Γάζα, Γιάφα).

Υπάρχουν επίσης ιδιοκτησίες σε περιοχές που θεωρούνται ιερές από τους χριστιανούς, αλλά δεν έχουν ορθόδοξους κατοίκους, όπως η Καπερναούμ (Κφαρ Ναούμ) στην ακτή της Θάλασσας της Γαλιλαίας και το σημείο του Ιορδάνη όπου πιστεύεται ότι βαπτίστηκε ο Ιησούς.

Αλλά υπάρχουν και ιδιοκτησίες σε σημεία όπου δεν υπάρχει ορθόδοξος πληθυσμός ούτε γειτονεύουν με κάποιο θρησκευτικό ή ιστορικό τόπο. Δύο παραδείγματα είναι οι εκτάσεις που βρίσκονται κοντά στο Μαζρά, νότια της Ακρας και κοντά στη Βεθ Σεμές. Το σίγουρο είναι ότι όλες οι ιδιοκτησίες έχουν πάρει σήμερα μια εξαιρετική οικονομική και κυρίως πολιτική αξία.

Η σύνταξη αυτού του χάρτη από τους δύο μελετητές είναι αποτέλεσμα συστηματικής έρευνας που κράτησε τέσσερα χρόνια. Ως βάση χρησιμοποιήθηκε αρχειακό υλικό, περιλαμβανομένων και των καταλόγων που έχει συντάξει το ίδιο το Πατριαρχείο.

Το υλικό αυτό συμπληρώθηκε με διάφορες πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές, συμπεριλαμβανομένου αρχειακού υλικού από τις περιόδους της οθωμανικής, της βρετανικής και της ισραηλινής κυριαρχίας και πιο συγκεκριμένα, οθωμανικές άδειες οικοδομής, καταλόγους της Βρετανικής Επιτροπής Ερευνας και για τα πιο πρόσφατα δημοσιεύματα εφημερίδων, αποφάσεις δικαστηρίων και μια σειρά από συνεντεύξεις με ιερείς του Πατριαρχείου, καθώς και με τον Χαΐμ Κεχάτι, παλιό υποδιευθυντή στο τμήμα ακίνητης περιουσίας του Πατριαρχείου (1970-73 και 1985-95).

Οι Katz και Kark δεν είχαν άμεση πρόσβαση στο αρχείο του Πατριαρχείου (άλλωστε κανένας δεν έχει), αλλά μπόρεσαν να δουν ορισμένα από τα ντοκουμέντα που φυλάσσονται σ' αυτό, διότι κατατέθηκαν σε ισραηλινά δικαστήρια όταν προέκυψαν ορισμένες περιουσιακές διαφορές με άτομα και υπηρεσίες του κράτους.

Απ' αυτή την άποψη, ο χάρτης που συνέταξαν για την περιουσία του Πατριαρχείου ασφαλώς θα έχει κενά. Αλλά πρόκειται για την πρώτη σοβαρή προσπάθεια να περιγραφεί η έκταση και η γεωγραφική διασπορά της ακίνητης περιουσίας του Πατριαρχείου στην Παλαιστίνη και το Ισραήλ.

Οσον αφορά τον τρόπο πρόσκτησης της τεράστιας ιδιοκτησίας, σύμφωνα με την Βρετανική Εκθεση του 1921, το μεγαλύτερο μέρος της ήταν αποτέλεσμα αγορών του πατριάρχη και των ιερέων κατά «τις δύο τελευταίες γενιές», δηλαδή μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Μέχρι τότε η περιουσία του Πατριαρχείου περιοριζόταν κυρίως εντός της Παλιάς Πόλης στην Ιερουσαλήμ και στα κτήματα γύρω απ' τα μοναστήρια, προσφέροντας ελάχιστα στις προσόδους της Εκκλησίας.

Μέχρι το 1843 ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων κατοικούσε συνήθως στην Κωνσταντινούπολη, πιο κοντά στη Βλαχία και τη Βεσαραβία, από όπου αντλούσε τα περισσότερα έσοδά του μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (μαζί με τις προσφορές των προσκυνητών). Κάθε φορά που οι ιστορικές περιστάσεις (δηλαδή η παρέμβαση της Ρωσίας) το εμπόδισαν να εισπράξει έσοδα απ' αυτές τις πηγές, το Πατριαρχείο χρεοκοπούσε (μεταξύ 1872 και 1881 και μετά την έναρξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου).

Ο μεγαλοϊδιοκτήτης

Υπάρχουν, βέβαια, και ορισμένες εκτάσεις που αγοράστηκαν ή παραχωρήθηκαν στο Πατριαρχείο πριν από τον 19ο αιώνα, όπως η αγροτική γη κοντά στη Γιάφα, αλλά αποτελούν την εξαίρεση.

Η ιδιαιτερότητα της περιουσίας του Πατριαρχείου οφείλεται στο γεγονός ότι ιδιοκτήτης όλων αυτών των ακινήτων είναι ο ίδιος ο πατριάρχης. Οπως ορίζει ο νόμος 27/1958 του «Χασιμικού Βασιλείου της Ιορδανίας», δηλαδή ο νόμος στον οποίο στηρίζεται ακόμα η παρουσία του Πατριαρχείου στην περιοχή, «Απασα η κινητή και ακίνητος περιουσία, οιονδήποτε και αν η το είδος αυτής, υπαγομένη τω Πατριαρχείω, εμπεπίστευται τω Πατριάρχη και θα καταχωρίζηται επ' ονόματι του Ελληνορθοδόξου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων» (άρθρο 32).

Δεν μπορεί να γίνεται δηλαδή σύγκριση με την Εκκλησία της Ελλάδας, για παράδειγμα, όπου η τεράστια περιουσία μοιράζεται σε μητροπόλεις, μονές κ.λπ. Στα Ιεροσόλυμα αποκλειστικός κάτοχος της περιουσίας είναι ο πατριάρχης. Τα εδάφη που κατέχει το Πατριαρχείο χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Η πρώτη περιλαμβάνει την ακίνητη περιουσία που περιήλθε σ' αυτό με αγορές και κληρονομιές. Η δεύτερη περιλαμβάνει τα βακούφια, δηλαδή τα κτήματα που έχουν παραχωρηθεί στις τοπικές εκκλησίες, μονές και σχολεία.

Από τυπική άποψη τα βακούφια δεν ανήκουν στην κεντρική εκκλησία, αλλά ο πατριάρχης Ιεροσολύμων ασκούσε απόλυτο έλεγχο και σ' αυτά.

Αυτή η υπερεξουσία του πατριάρχη στηρίζεται στις ιστορικές καταβολές της επιβίωσης του Πατριαρχείου από την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι σήμερα. Πολύ πριν απ' την κατάκτηση της Παλαιστίνης από τους Οθωμανούς (1517), ο τότε πατριάρχης Ιεροσολύμων έσπευσε μετά την άλωση της Πόλης να δηλώσει υποταγή στον Μωάμεθ Β' τον Πορθητή (1458), εξασφαλίζοντας έτσι το Χατί Σερίφ (αυτοκρατορικό διάταγμα), στο οποίο διασφαλίζονταν τα προνόμια της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας (και προσωπικά του πατριάρχη) στα Ιεροσόλυμα. Παρόμοιες κινήσεις έγιναν από πολλούς πατριάρχες για να εξασφαλίσουν τον προσωπικό έλεγχο στους Αγίους Τόπους και να αντιμετωπίσουν τα άλλα χριστιανικά δόγματα. Σε όλες αυτές τις διατάξεις των σουλτάνων, αναφερόταν ως δικαιούχος προσωπικά ο πατριάρχης, ο αρχηγός του Ρουμ-μιλέτ.

Τα πράγματα άρχιζαν να αλλάζουν ριζικά μετά την ήττα των Τούρκων από τους Βρετανούς το 1917. Η νόμιμη κατοχή γης αποτελεί τον τελευταίο αιώνα ένα από τα πιο κρίσιμα σημεία της αραβο-ισραηλινής σύγκρουσης στα εδάφη της Παλαιστίνης.

Από την περίοδο της Βρετανικής Εντολής (μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο) και φυσικά μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, δεν αναγνωρίζεται έγγεια ιδιοκτησία σε Αραβες, παρά μόνο αν είναι σύμφωνη με τα δυτικά νομικά πρότυπα.

Οι νόμοι που τέθηκαν σε ισχύ όλη αυτή την περίοδο ευνοούσαν τους εποίκους και έθεταν ανυπέρβλητα εμπόδια στους ντόπιους κατοίκους, οι οποίοι δεν διέθεταν τους απαιτούμενους τίτλους ιδιοκτησίας.

Πρόκειται για μια αποικιοκρατική μέθοδο που χρησιμοποιείται σε κάθε περίπτωση που χρειάζεται να μεταβιβαστεί η γη από έναν πληθυσμό σε έναν άλλο, με την τήρηση κάποιας κατασκευασμένης νομιμότητας.

Σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη του, ο Alexandre Kedar υποστηρίζει ότι το νομικό σύστημα του Ισραήλ «χρησιμοποιεί κανόνες και διαδικασίες που εξασφαλίζουν την ελαχιστοποίηση των πιθανοτήτων των αράβων γαιοκτημόνων να διατηρήσουν τη γη τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι νόμοι που καθορίζουν την ιδιοκτησία στο Ισραήλ τροποποιούνται έτσι ώστε να διευκολύνεται η αγορά αραβικών γαιών, αλλά το νομικό σύστημα που καθορίζει αυτές τις τροποποιήσεις τούς δίνει ένα άρωμα φυσικότητας και αναπόφευκτης λύσης» («The legal transformation of ethnic Geography: Israeli law and the Palestinian Landholder, 1948-1967», International Law and Politics, vol. 33, Dec. 2001).

Η στρατηγική του μεσίτη

Εγινε πολύς λόγος για το γεγονός ότι ακόμα και το κτίριο της βουλής του Ισραήλ, της Κνεσέτ, βρίσκεται σε χώρο του Πατριαρχείου που έχει νοικιαστεί μέχρι το 2051. Αλλά υπάρχουν και πολλά άλλα σημαντικά ακίνητα του Πατριαρχείου στο οικοδομικό συγκρότημα της Ιερής Πόλης.

Η κρίση που οδήγησε στην πτώση του Ειρηναίου προήλθε από την αποκάλυψη της εφημερίδας «Ma'ariv» (18/5/05) ότι εκπρόσωποι του Πατριαρχείου διαπραγματεύονται με εταιρείες ισραηλινών συμφερόντων για την πώληση ιδιοκτησίας στην Πύλη της Γιάφας, εντός της Παλιάς Πόλης. Από την έκθεση της Επιτροπής που συγκρότησε το Παλαιστινιακό Υπουργικό Συμβούλιο («The Palestinian Commission to probe the facts and realities of the so-called Baab Al-Khalil and the Greek Orthodox Patriarchate») μαθαίνουμε ότι:

- Στις 16/8/04 ο Παπαδήμας υπέγραψε εκ μέρους του Ειρηναίου τη σύμβαση μίσθωσης για 99 χρόνια του Ξενώνα Αγίου Ιωάννου στην Παλιά Πόλη στην εταιρεία Humberstone S.A. με έδρα τα βρετανικά Virgin Islands, έναντι 400.000 δολ.

- Την ίδια μέρα ο Παπαδήμας πάλι εκ μέρους του πατριάρχη υπέγραψε μίσθωση για 99 χρόνια του ξενοδοχείου «Imperial» στην εταιρεία Richards με έδρα τα βρετανικά Virgin Islands, έναντι 1.250.000 δολ.

- Στις 23/8/04 ο Παπαδήμας εκ μέρους του πατριάρχη υπέγραψε μίσθωση για 99 χρόνια του ξενοδοχείου «Πέτρα» στην εταιρεία Petra Ford Investment Ltd, έναντι 500.000 δολ.

Ακόμα και σήμερα, η τύχη των δικαιοπραξιών παραμένει άγνωστη.

Ομως υπάρχουν και άλλα σημεία εκτός Ιερουσαλήμ, εξίσου κρίσιμα για τη διαμάχη των δύο πλευρών. Πολύ μεγάλη γεωπολιτική αξία έχουν, για παράδειγμα, τα εδάφη μεταξύ Ιερουσαλήμ και Βηθλεέμ, όπου κρίνεται η τύχη παλιών κατοίκων, εποίκων και των ορίων μεταξύ τους.

Στις 1/10/99 η εφημερίδα «Yerushalim» αποκαλύπτει ότι το Πατριαρχείο και μια βρετανική εταιρεία συμφώνησαν να ανεγείρουν ένα οικιστικό και εμπορικό κέντρο συνολικής αξίας 150 εκατ. δολ., σε έκταση 150 στρεμ., μεταξύ των δύο οικισμών Γκίλο και Χαρ Χομά, κοντά στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, στα προάστια της Ιερουσαλήμ.

Το πρόγραμμα προέβλεπε την κατασκευή ενός οικιστικού δακτυλίου στα νότια της πόλης. Επειτα από τρεις μήνες (25/2/00) η εφημερίδα «Kol Ha'ir» αναφέρει ότι το πρόγραμμα δεν θα πραγματοποιηθεί, διότι το Πατριαρχείο απέσυρε την πρόταση. Είχε μεσολαβήσει αντίδραση των Παλαιστινίων και προσωπική διακριτική μεσολάβηση του Αραφάτ προς την ελληνική πλευρά.

Αλλά υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να περνούν ιδιοκτησίες του Πατριαρχείου στα χέρια του ισραηλινού κράτους. Το 2004 ο υπουργός Αμυνας του Ισραήλ απαλλοτρίωσε 20 στρέμματα εδαφών του Πατριαρχείου στην ίδια ακριβώς περιοχή για να χτιστεί το διαχωριστικό τείχος. Ο τελικός στόχος του Ισραήλ είναι να συνδέσει τους δύο οικισμούς (Γκίλο και Χαρ Χομά) για να δημιουργήσει μια εδαφική συνέχεια στα εδάφη όπου έχουν εγκατασταθεί έποικοι στα νότια της Ιερουσαλήμ.

Και εκεί που έχουν προλάβει να οικοδομηθούν παλαιστινιακοί οικισμοί σε οικόπεδα του Πατριαρχείου κινητοποιούνται μηχανισμοί «κατεδάφισης για στρατιωτικούς λόγους». Συνέβη τον περασμένο Ιανουάριο, όταν εκδόθηκαν αποφάσεις κατεδάφισης για κτίρια στο συγκρότημα Orthodox Housing Complex Project, που άρχιζε να κτίζεται το 1995 κοντά στο χωριό «των βοσκών της Γέννησης» Μπετ Σαχούρ. Παρόμοιες διαταγές κατεδάφισης εκδίδονται στην περιοχή από το 2002.

Ο νέος πατριάρχης, Θεόφιλος, σε συνέντευξή του στην αραβική εφημερίδα της Ιερουσαλήμ «Al Quds» ένα χρόνο μετά την κρίση (18/5/06), δεν ήταν σε θέση να απαντήσει για την τύχη των επίμαχων ακινήτων της Παλιάς Πόλης και απάντησε εκνευρισμένος: «Αυτό είναι το πρόβλημα, οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι σκέφτονται το Πατριαρχείο ως ιδιοκτησία μόνο. Αυτό είναι αρκετό; Είναι Ιερός Οργανισμός. Δεν σέβεστε το Πατριαρχείο; Ιερουσαλήμ σημαίνει Πατριαρχείο και Πατριαρχείο σημαίνει Ιερουσαλήμ». Στην ίδια συνέντευξη ο δημοσιογράφος ρωτά τον Θεόφιλο για άλλα 20 στρέμματα γης στην πόλη Ακρα. Ο πατριάρχης δηλώνει ότι δεν γνωρίζει τίποτα σχετικό αλλά παραδέχεται ότι το Πατριαρχείο διαθέτει εκεί κάποια κτήματα «και ο κόσμος προσπαθεί να τα εκμεταλλευτεί. Αλλά δεν θα τα παραχωρήσουμε».

Το παράπονο του κ. Θεόφιλου είναι ότι «οι περισσότεροι δεν θεωρούν το Πατριαρχείο ένα πνευματικό ίδρυμα, αλλά ένα μεσιτικό γραφείο. Καταλαβαίνετε; Ολοι αναζητούν τα ακίνητα και δεν νοιάζονται για το Πατριαρχείο».

Αλλά ποιοι είναι αυτοί που μετέτρεψαν το Πατριαρχείο σε μεσιτικό γραφείο;

Το μοναστήρι να 'ν' καλά

Η τεράστια έγγεια ιδιοκτησία του Πατριαρχείου θα είχε μεγάλη σημασία για το ποίμνιό του, το οποίο αποτελείται κατά συντριπτική πλειοψηφία από Αραβες. Ομως το ποίμνιο των Αράβων παραμένει αποκλεισμένο από την ιδιοκτησία, όπως και από κάθε άλλη άμεση σχέση με τη λήψη αποφάσεων στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων.

Ο τρόπος που έχει επιτευχθεί αυτή η αποξένωση του ποιμνίου από την κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας είναι η διπλή λειτουργία του πατριάρχη ως κεφαλής μιας Ιεράς Συνόδου (κατά τα γνωστά) και ταυτόχρονα ηγουμένου μιας ομάδας μοναχών, δηλαδή της Αγιοταφικής Αδελφότητας. Ο αριθμός των πιστών υπολογίζεται σήμερα σε 71.000, χωρίς να περιλαμβάνονται οι κάτοικοι της Ιορδανίας. Από αυτούς οι 45.500 κατοικούν στο Ισραήλ και οι 25.500 στα εδάφη που διοικεί η Παλαιστινιακή Αρχή.

Για ιστορικούς λόγους που δεν είναι δυνατόν να αναλυθούν εδώ, η Αγιοταφική Αδελφότητα είναι ένα «μοναστήρι» με πολλές ιδιοτυπίες. Μέσω της Αδελφότητας (η οποία φέρεται ως συνέχεια του Τάγματος των Σπουδαίων, ελλήνων μοναχών που βρίσκονταν στους Αγίους Τόπους από τον 4ο αιώνα) εξασφαλίζεται ο έλεγχος του Πατριαρχείου από Ελληνες. Οι πιέσεις του αραβικού ποιμνίου που κορυφώθηκαν μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908 οδήγησαν σε κάποια τυπική συμμετοχή Αράβων, αλλά μέχρι σήμερα υπάρχουν ασφαλιστικές δικλίδες που περιορίζουν τα αραβικής καταγωγής μέλη της Ιεράς Συνόδου σε δύο. Με τα δεδομένα αυτά δεν υπάρχει τρόπος να εκλεγεί άραβας πατριάρχης.

Το μόνο επιχείρημα του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων προς τους πιστούς του γι' αυτή την υποχρεωτική επιβολή κάποιων ξένων στην κεφαλή της Εκκλησίας τους είναι η ιστορικότητα αυτής της διαδικασίας και κυρίως το στάτους κβο στα προσκυνήματα, που αν διαταραχθεί, θα οδηγήσει μαθηματικά στην αποπομπή των ορθοδόξων και στην απώλεια της πρωτοκαθεδρίας τους.

Αλλά όταν πιέζονται από τους Αραβες, οι άνθρωποι του Πατριαρχείου προχωρούν ακόμα και σε ανοιχτές αντιαραβικές τοποθετήσεις. Ο ίδιος ο Πατριάρχης Θεόφιλος στη συνέντευξή του στην εφημερίδα «Al Quds» δεν δίστασε να προβάλει με άκομψο τρόπο τα εθνικά (εκκλησιαστικά) δίκαια: «Εμείς έχουμε ιστορία εδώ. Εσείς ως μουσουλμάνοι, πότε ήρθατε σε αυτά τα εδάφη; Στον έβδομο αιώνα. Ποιος ήταν πριν από σας; Ηταν η Εκκλησία... Ναι, ήταν η Εκκλησία. Το Πατριαρχείο ήταν εδώ παρόν. Από πού ήλθατε εσείς σ' αυτές τις χώρες;»

Φυσικά, αυτό το «επιχείρημα» δεν είναι δυνατόν να πείσει τους Παλαιστίνιους. Πολύ περισσότερο που συγκρούεται και με την επίσημη θεωρία του Πατριαρχείου ότι το ποίμνιό του αποτελείται από «εξαραβισμένους Ελληνες», γι' αυτό και αναφέρεται σε «αραβόφωνους».

Ακόμα και έλληνες μελετητές διαπιστώνουν ότι τα πράγματα δεν μπορούν να συνεχιστούν έτσι και επιχειρούν να εφεύρουν λύση. Ο εκλιπών καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου Π. Βατικιώτης, διακρίνοντας ότι η επιμονή στον ελληνικό χαρακτήρα του Πατριαρχείου είναι «μη ρεαλιστική και ενδεχομένως επικίνδυνη», προτείνει μια μεσοβέζικη διέξοδο: να διαχωριστεί η Αγιοταφική Αδελφότητα από την υπόλοιπη Ελληνορθόδοξη Εκκλησία. Να περιοριστεί η Αδελφότητα στα καθήκοντα του προστάτη των Αγίων Τόπων και να αναλάβουν ο Πατριάρχης και η Σύνοδος τα καθήκοντα της διαποίμανσης, «επιτρέποντας στον Πατριαρχικό θρόνο να αντανακλά περισσότερο τη φύση του τοπικού ποιμνίου και των δύο πλευρών του Ιορδάνη». Ο συγγραφέας καταλήγει: «Η αλλοδαπή (Ελληνική) Αδελφότητα θα μπορούσε να διατηρήσει την αυτοδιοικούμενη αυτονομία της και την αποκλειστικά εθνική της διάσταση, αλλά να χάσει το μονοπώλιο της πρόσβασης στη Σύνοδο και τον Πατριαρχικό θρόνο».

Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η «προστασία των Αγίων Τόπων» είναι συνδεδεμένη με τα οικονομικά του Πατριαρχείου. Τόσο τα έξοδα όσο και τα έσοδα του ιδρύματος στηρίζονται σ' αυτήν ακριβώς τη λειτουργία. Στο προτεινόμενο σχήμα δεν ξεκαθαρίζεται ποιος θα έχει την ευθύνη γι' αυτά. Και ευλόγως. Αν αυτά παραμείνουν στο πλαίσιο της Αδελφότητας, το Πατριαρχείο δεν θα έχει κανένα λόγο ύπαρξης.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Itamar Katz, Ruth Kark
«The Greek Orthodox Patriarchate of Jerusalem and Its Congregation: Dissent over Real Estate» («International Journal of Middle East Studies», Vol. 37, 2005)
Η πρώτη προσπάθεια χαρτογράφησης της περιουσίας του πατριαρχείου.

Itamar Katz, Ruth Kark
«The Church and Landed Property: The Greek Orthodox Patriarchate of Jerusalem» («Middle Eastern Studies», Vol. 43, Νο. 3, May 2007)
Η ολοκλήρωση της πρώτης μελέτης των δύο ερευνητών με πολλά στοιχεία για τον τρόπο απόκτησης της τεράστιας περιουσίας.

Sotiris Roussos «Eastern Orthodox Perspectives on Church-State Relations and Religion and Politics in Modern Jerusalem» («International Journal for the Study of the Christian Church», Vol. 5, Νο. 2, July 2005)
Ανάλυση των τριών μεγάλων κρίσεων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων (1872, 1908-20 και 2005) και περιγραφή της ενδοεκκλησιαστικής αντιπαράθεσης, του ρόλου των αράβων ορθοδόξων και της κρατικής παρέμβασης.

Ρ. J. Vatikiotis «The Greek Orthodox Patriarchate of Jerusalem between Hellenism and Arabism» («Middle Eastern Studies», October 1, 1994)
Η σύγκρουση της ελληνικής παράδοσης με την αραβική προοπτική του πατριαρχείου και οι αντιφάσεις της σημερινής κατάστασης.

Glenn Bowman «Nationalising the Sacred: Shrines and Shifting Identities in the Israeli-Occupied Territories» («Journal of the Royal Anthropological Institute», XXVIII, 1993)
Συγκριτική μελέτη του τρόπου με τον οποίο τιμούν δύο ιερούς τόπους στη Δυτική Οχθη οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι παλαιστίνιοι κάτοικοι. Ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για το πατριαρχείο και την αδελφότητα.

Ελευθεροτυπία, 1/7/2007

www,iospress.gr