(Στέλιος Φραγκόπουλος)
Γεννήθηκε στη Βόννη της Γερμανίας και πέθανε στη Βιέννη της Αυστρο-Ουγγαρίας σε ηλικία 57 ετών. Είναι ο σημαντικότερος συμφωνικός συνθέτης και ένα κορυφαίο πνεύμα του παγκόσμιου πολιτισμού. Ολοκλήρωσε το «βιεννέζικο κλασικισμό» και εισήγαγε στην εποχή του ρομαντισμού.
Είχε καταγωγή από οικογένεια μουσικών και διδάχθηκε τη μουσική από τον πατέρα του (τενόρος στην αυλική χορωδία της Βόννης) και μερικούς οικογενειακούς φίλους. Περίπου από το 1780 σπούδασε δίπλα στον αυλικό οργανίστα Νέεφε. Από το 1784 αναφέρεται ο Μπετόβεν στις μισθολογικές καταστάσεις της αυλικής ορχήστρας, στην οποία όμως συμμετείχε ήδη από το 1783 ευκαιριακά ως αντικαταστάτης του δασκάλου του. Πρώτες συνθέσεις του δημοσιεύτηκαν ήδη αυτή την εποχή στη Βόννη.
Το 1787 επισκέφτηκε ο Μπετόβεν για πρώτη φορά τη Βιέννη για να σπουδάσει ως μαθητής του Μότσαρτ. Μετά από 14 ημέρες αναγκάστηκε όμως να επιστρέψει στη Βόννη, λόγω βαριάς ασθένειας της μητέρας του. Όταν επανήλθε μετά από 5 χρόνια στη Βιέννη, ο Μότσαρτ είχε πεθάνει... Το Δεκέμβριο 1790 πέρασε ο Χάυντν από τη Βόννη, κατά το πρώτο ταξίδι του στο Λονδίνο και συναντήθηκε με τον νεαρό Μπετόβεν, ο οποίος επέστρεψε το Νοέμβριο 1792 στη Βιέννη για να συνεχίσει τις σπουδές του, αυτή τη φορά ως μαθητής του Χάυντν. Ο μαικήνας τού Μπετόβεν, κόμης Βάλντστάιν, τού έγραψε σε ένα σημείωμα: «Με την αδιάκοπη εργατικότητά σας θα παραλάβετε το πνεύμα του Μότσαρτ από τα χέρια του Χάυντν».
O Μπετόβεν σπούδασε με τον Χάυντν μέχρι που αναχώρησε αυτός για το δεύτερο ταξίδι του στην Αγγλία το 1794 και συνέχισε πιο συγκροτημένες σπουδές με τους Αλμπρεχτσμπέργκερ και Ζαλιέρι. Οι συστατικές επιστολές που είχε ο συνθέτης από τους κηδεμόνες και φίλους του, με προεξάρχοντα τον κόμη Βάλντστάιν, άνοιξαν στο μεγάλο συνθέτη τις πόρτες της βιεννέζικης κοινωνίας, στην οποία άρχισε να αναγνωρίζεται, παρά τις ανατρεπτικές αντιολιγαρχικές απόψεις του και μία εμφανώς εκκεντρική συμπεριφορά, σαν αξιόλογος πιανίστας και βιρτουόζος αυτοσχεδιαστής. Το 1795 έδωσε ο Μπετόβεν το πρώτο δημόσιο κοντσέρτο του στο Burgtheater της Βιέννης. Οι στενές σχέσεις του συνθέτη με την κοινωνία ευγενών της Βιέννης εκφράστηκε και με τις πολυάριθμες αφιερώσεις έργων του (Μπρόινινγκ, Μπρούνσβιγκ, Κίνσκυ, Λιχνόσβσκυ, Λόμπκοβιτς, Ραζουμόφσκυ, Ρούντολφ).
Ήδη το έτος 1794 εκδηλώθηκε στο μεγάλο συνθέτη ένα πρόβλημα βαρηκοΐας, το οποίο χειροτέρευε προοδευτικά και άρχισε να του δημιουργεί σημαντικές δυσκολίες επικοινωνίας από το 1801, σε ηλικία 31 ετών. Υπό την επήρεια αυτού του γεγονότος έγραψε ο Μπετόβεν το έτος 1802 τη συχνά αναφερόμενη στις βιογραφίες του διαθήκη τού Heiligenstadt. Το έτος 1815 έδωσε ο μεγάλος συνθέτης το τελευταίο δημόσιο κοντσέρτο του και περί το έτος 1818 ήταν ήδη τελείως κουφός. Τα «τετράδια επικοινωνίας» που άρχισε να χρησιμοποιεί ο Μπετόβεν από αυτή περίπου την εποχή, πολλά από τα οποία έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα, αποτελούν σημαντικά στοιχεία για τη ζωή και τις συνομιλίες του μέχρι το θάνατό του.
Η κηδεία του Μπετόβεν στη Βιέννη αποτέλεσε αφορμή για την προσέλευση μεγάλου αριθμού καλλιτεχνών, πολλών διάσημων προσώπων και πλήθους απλών ανθρώπων, οι οποίοι συνόδευσαν το μεγάλο νεκρό στην τελευταία του κατοικία.
Γεννήθηκε στη Βόννη της Γερμανίας και πέθανε στη Βιέννη της Αυστρο-Ουγγαρίας σε ηλικία 57 ετών. Είναι ο σημαντικότερος συμφωνικός συνθέτης και ένα κορυφαίο πνεύμα του παγκόσμιου πολιτισμού. Ολοκλήρωσε το «βιεννέζικο κλασικισμό» και εισήγαγε στην εποχή του ρομαντισμού.
Είχε καταγωγή από οικογένεια μουσικών και διδάχθηκε τη μουσική από τον πατέρα του (τενόρος στην αυλική χορωδία της Βόννης) και μερικούς οικογενειακούς φίλους. Περίπου από το 1780 σπούδασε δίπλα στον αυλικό οργανίστα Νέεφε. Από το 1784 αναφέρεται ο Μπετόβεν στις μισθολογικές καταστάσεις της αυλικής ορχήστρας, στην οποία όμως συμμετείχε ήδη από το 1783 ευκαιριακά ως αντικαταστάτης του δασκάλου του. Πρώτες συνθέσεις του δημοσιεύτηκαν ήδη αυτή την εποχή στη Βόννη.
Το 1787 επισκέφτηκε ο Μπετόβεν για πρώτη φορά τη Βιέννη για να σπουδάσει ως μαθητής του Μότσαρτ. Μετά από 14 ημέρες αναγκάστηκε όμως να επιστρέψει στη Βόννη, λόγω βαριάς ασθένειας της μητέρας του. Όταν επανήλθε μετά από 5 χρόνια στη Βιέννη, ο Μότσαρτ είχε πεθάνει... Το Δεκέμβριο 1790 πέρασε ο Χάυντν από τη Βόννη, κατά το πρώτο ταξίδι του στο Λονδίνο και συναντήθηκε με τον νεαρό Μπετόβεν, ο οποίος επέστρεψε το Νοέμβριο 1792 στη Βιέννη για να συνεχίσει τις σπουδές του, αυτή τη φορά ως μαθητής του Χάυντν. Ο μαικήνας τού Μπετόβεν, κόμης Βάλντστάιν, τού έγραψε σε ένα σημείωμα: «Με την αδιάκοπη εργατικότητά σας θα παραλάβετε το πνεύμα του Μότσαρτ από τα χέρια του Χάυντν».
O Μπετόβεν σπούδασε με τον Χάυντν μέχρι που αναχώρησε αυτός για το δεύτερο ταξίδι του στην Αγγλία το 1794 και συνέχισε πιο συγκροτημένες σπουδές με τους Αλμπρεχτσμπέργκερ και Ζαλιέρι. Οι συστατικές επιστολές που είχε ο συνθέτης από τους κηδεμόνες και φίλους του, με προεξάρχοντα τον κόμη Βάλντστάιν, άνοιξαν στο μεγάλο συνθέτη τις πόρτες της βιεννέζικης κοινωνίας, στην οποία άρχισε να αναγνωρίζεται, παρά τις ανατρεπτικές αντιολιγαρχικές απόψεις του και μία εμφανώς εκκεντρική συμπεριφορά, σαν αξιόλογος πιανίστας και βιρτουόζος αυτοσχεδιαστής. Το 1795 έδωσε ο Μπετόβεν το πρώτο δημόσιο κοντσέρτο του στο Burgtheater της Βιέννης. Οι στενές σχέσεις του συνθέτη με την κοινωνία ευγενών της Βιέννης εκφράστηκε και με τις πολυάριθμες αφιερώσεις έργων του (Μπρόινινγκ, Μπρούνσβιγκ, Κίνσκυ, Λιχνόσβσκυ, Λόμπκοβιτς, Ραζουμόφσκυ, Ρούντολφ).
Ήδη το έτος 1794 εκδηλώθηκε στο μεγάλο συνθέτη ένα πρόβλημα βαρηκοΐας, το οποίο χειροτέρευε προοδευτικά και άρχισε να του δημιουργεί σημαντικές δυσκολίες επικοινωνίας από το 1801, σε ηλικία 31 ετών. Υπό την επήρεια αυτού του γεγονότος έγραψε ο Μπετόβεν το έτος 1802 τη συχνά αναφερόμενη στις βιογραφίες του διαθήκη τού Heiligenstadt. Το έτος 1815 έδωσε ο μεγάλος συνθέτης το τελευταίο δημόσιο κοντσέρτο του και περί το έτος 1818 ήταν ήδη τελείως κουφός. Τα «τετράδια επικοινωνίας» που άρχισε να χρησιμοποιεί ο Μπετόβεν από αυτή περίπου την εποχή, πολλά από τα οποία έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα, αποτελούν σημαντικά στοιχεία για τη ζωή και τις συνομιλίες του μέχρι το θάνατό του.
Η κηδεία του Μπετόβεν στη Βιέννη αποτέλεσε αφορμή για την προσέλευση μεγάλου αριθμού καλλιτεχνών, πολλών διάσημων προσώπων και πλήθους απλών ανθρώπων, οι οποίοι συνόδευσαν το μεγάλο νεκρό στην τελευταία του κατοικία.
O Μπετόβεν αποτελεί ένα ορόσημο στην ιστορία της μουσικής και του πολιτισμού γενικότερα. Η συμφωνική μουσική αυτού του εξαιρετικού ανθρώπου και ιδιαίτερα η 9η συμφωνία του, διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στην παγκόσμια πολιτιστική αυτογνωσία και συχνά ταυτίζεται με τους πιο ετερόκλητους εθνικούς και κοινωνικούς στόχους. Σε διάφορες ιστορικές στιγμές η 9η συμφωνία απετέλεσε μέσο εμψύχωσης και ανάτασης, μέσο παρηγοριάς και ελπίδας. Το 1915 ορίστηκε αυτή η συμφωνία, ενός Γερμανού συνθέτη, ως ο ύμνος των συμμαχικών δυνάμεων του α' παγκοσμίου πολέμου ενάντια στις λεγόμενες «κεντρικές δυνάμεις», Γερμανία και Αυστρο-Ουγγαρία. Στη συνέχεια υιοθετήθηκε δε η «Ωδή στη Χαρά» που συμβολίζει την ελευθερία και την αδελφοσύνη των λαών (...seid umschlungen, Millionen...), ως ύμνος της Κοινωνίας των Εθνών, προδρόμου οργανισμού του ΟΗΕ. Απ' την άλλη πλευρά όμως, και τα συνέδρια του γερμανικού ναζιστικού κόμματος άρχιζαν με την εκτέλεση αυτού του έργου! Τέλος, η 9η συμφωνία αποτελεί τον «ύμνο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν αυτή εκπροσωπείται επίσημα σε διεθνείς διοργανώσεις και τελετές.
Η 9η συμφωνία αποτελεί όμως σημείο αναφοράς ακόμα και λαών που δεν σχετίζονται με την ευρωπαϊκή μουσική και τη γενικότερα πολιτισμική παράδοση της Ευρώπης, όπως του ιαπωνικού και του κινέζικου. Ιάπωνες αξιωματικοί, αιχμάλωτοι πολέμου ζήτησαν το 1918 να παιχτεί για ψυχαγωγία τους στο στρατόπεδο Bando που είχαν απομονωθεί, η 9η συμφωνία του Μπετόβεν, η οποία στα γιαπωνέζικα έχει ιδιαίτερο όνομα, Νταϊκού. Επίσης στην Ιαπωνία το 1944, ζήτησαν φοιτητές που είχαν επιστρατευτεί, να ακούσουν πριν αναχωρήσουν για το μέτωπο την 9η συμφωνία για να διατηρήσουν στο μυαλό τους κάτι που θα τους «θυμίζει την πατρίδα»! Θεωρείται δε παράδοση σ' αυτή τη χώρα να τραγουδιέται το χορωδιακό μέρος της 9ης συμφωνίας από τεράστιες χορωδίες 3, 5 και 7 χιλιάδων ατόμων, με αποτέλεσμα ένας εντυπωσιακός αριθμός Ιαπώνων ερασιτεχνών χορωδών να εξασκείται κάθε χρόνο για πολλούς μήνες στη μελέτη και απόδοση αυτού του έργου.
Στην Κίνα, το καθεστώς έχει την επίσημη θέση ότι η 9η συμφωνία εκφράζει τη «νίκη μέσα από την πάλη» του λαού ενάντια στους καταπιεστές του. Έτσι η εκτέλεση αυτής της συμφωνίας αποτελεί σ' αυτή τη χώρα αποκορύφωμα πολλών εθνικών και πολιτικών εκδηλώσεων, όπου τραγουδούν την «Ωδή της Χαράς» και πάλι πολυπληθέστατες χορωδίες. Είναι λοιπόν εντυπωσιακό, πώς ένα ευρωπαϊκό μουσικό έργο των αρχών του 19ου αιώνα υιοθετείται από άσχετες μεταξύ τους πολιτισμικές παραδόσεις, αξιοποιείται διαχρονικά από τόσο ετερόκλητους κοινωνικούς και πολιτιστικούς φορείς και εντάσσεται στην προσπάθεια για επίτευξη τελείως αντιφατικών στόχων.
Στην Κίνα, το καθεστώς έχει την επίσημη θέση ότι η 9η συμφωνία εκφράζει τη «νίκη μέσα από την πάλη» του λαού ενάντια στους καταπιεστές του. Έτσι η εκτέλεση αυτής της συμφωνίας αποτελεί σ' αυτή τη χώρα αποκορύφωμα πολλών εθνικών και πολιτικών εκδηλώσεων, όπου τραγουδούν την «Ωδή της Χαράς» και πάλι πολυπληθέστατες χορωδίες. Είναι λοιπόν εντυπωσιακό, πώς ένα ευρωπαϊκό μουσικό έργο των αρχών του 19ου αιώνα υιοθετείται από άσχετες μεταξύ τους πολιτισμικές παραδόσεις, αξιοποιείται διαχρονικά από τόσο ετερόκλητους κοινωνικούς και πολιτιστικούς φορείς και εντάσσεται στην προσπάθεια για επίτευξη τελείως αντιφατικών στόχων.
O Μπετόβεν αποτελεί, έτσι, έναν από τους λίγους συνδετικούς κρίκους της ποικιλομορφίας των πολιτισμών του πλανήτη μας. Στο πρόσωπο και στο έργο του έχει υλοποιηθεί η παγκοσμιοποίηση του πολιτισμού, πολύ πριν τεθεί σε κοινή χρήση αυτός ο όρος. Είναι προφανές ότι η σημασία του κορυφαίου αυτού μουσικού σχετίζεται και με τη μεταβατική εποχή που έζησε και δημιούργησε: Είχαν προηγηθεί ο Μπαχ, ο Χαίντελ και ο Μότσαρτ και ζούσε ακόμα ο Χάυντν. Αυτών το έργο (και βέβαια όλων των σύγχρονων και προγενέστερών τους) οδήγησε ο Μπετόβεν με την ιδιοφυΐα του στην αποκορύφωση. Όλοι οι μεταγενέστεροι μουσικοί μέτρησαν τις δυνάμεις τους με σημείο αναφοράς το έργο αυτού του εξαίρετου ανθρώπου και η μεγαλύτερη τιμή γι' αυτούς ήταν να θεωρηθούν συνεχιστές του.
O Βάγκνερ είχε αυτοανακηρυχθεί συνεχιστής του έργου του Μπετόβεν, έκανε τροποποιήσεις σε έργα του μεγάλου συνθέτη και ήταν πολύ εχθρικός σε όποιον του αμφισβητούσε αυτό το ρόλο. Με ιδιαίτερο ζήλο έκανε τροποποιήσεις στην 9η συμφωνία, την οποία εκτύπωσε σε νέες παρτιτούρες και την εκτέλεσε με αυτές τις «βελτιώσεις» ως μαέστρος. Σε μερικά δημοσιεύματά του αυτοπαρουσιάζεται μάλιστα να συζητάει με τον Μπετόβεν θέματα μουσικής περίπου σαν παλιός καλός συνάδελφος (κατά το έτος θανάτου του Μπετόβεν, ο Βάγκνερ ήταν μόλις 13 ετών). Ο Μπραμς, πιο σεμνός σε όλη τη ζωή του, έγραψε ότι συνέθετε τις συμφωνίες του, κάτω από τη συντριπτική σκιά τού Μπετόβεν, «ακούγοντας πίσω μου τα βαριά βήματα ενός γίγαντα».