Σε συζητήσεις επιστημολογικού περιεχομένου τίθεται συχνά το ερώτημα, A) αν η θεολογία είναι επιστήμη και B) αν αυτή έχει θέση στα πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Επιπλέον αυτών, κάθε θρησκεία, στα πλαίσια της οποίας καλλιεργείται η θεολογία, έχει ιερά βιβλία διαφορετικής εποχής και διαφορετικού περιεχομένου, με αποτέλεσμα να έχουν κωδικοποιηθεί σε μια μακρόχρονη πορεία διαφορετικοί θεμελιώδεις κανόνες (δόγματα) και διαφορετικοί στόχοι κάθε θρησκείας, οι οποίοι είναι αντιφατικοί με αυτούς άλλων θρησκειών. Έτσι, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να ευσταθούν ταυτόχρονα όλα τα πορίσματα και οι διδασκαλίες των επιμέρους θεολογιών. Τελικά, κάθε άτομο ακολουθεί συνειδητά ή αποδέχεται παθητικά μία θρησκεία, όχι επειδή κρίνεται αυτή ως ορθότερη ή καταλληλότερη, αλλά επειδή το συγκεκριμένο άτομο έτυχε να γεννηθεί σε μία κοινωνία, στην οποία επικρατεί παραδοσιακά αυτή η θρησκεία.
Στο πλαίσιο της θεολογίας όλων των θρησκειών δεν είναι δυνατόν να μελετηθούν και πιθανόν να αμφισβητηθούν θεμελιώδεις αρχές (δόγματα), να διατυπωθούν προβλέψεις για εξελίξεις φυσικών φαινομένων και κοινωνικών γεγονότων και άλλες διεργασίες που είναι γνωστές από την καλλιέργεια των επιστημών. Όλες οι θεολογικές μελέτες αποβλέπουν στην επιβεβαίωση ιδεοληψιών που διατυπώθηκαν ως πάγιες αρχές πριν από πολλούς αιώνες και φυσικά δεν είναι δυνατόν να αντιπαρατεθούν με τα πορίσματα των επιστημών. Αποτέλεσμα είναι να μεθοδεύεται, ήδη από τους πρώτους αιώνες διάδοσης κάθε θρησκείας, η αποσιώπηση, παραποίηση ή εξαφάνιση ευρημάτων και πληροφοριών από πρωτογενείς πηγές που θα οδηγούσαν σε διαφορετικά συμπεράσματα από τα αναμενόμενα και επιθυμητά.
Δεν επιτρέπεται όμως να δημιουργηθεί παρανόηση ως προς τη δυνατότητα μερικών θεολόγων να διατυπώσουν επιστημονικά δεκτές απόψεις σε καθιερωμένους τομείς, όπως η φιλοσοφία, η κοινωνιολογία, η ιστορία κλπ. Αυτό προφανώς δεν διαφέρει από την ικανότητα των αρχαίων και σύγχρονων αστρολόγων να διατυπώνουν σωστές απόψεις για αστρονομικά φαινόμενα, παρότι η ίδια η αστρολογία απαρτίζεται από ένα σύνολο βαβυλωνικών ιδεοληψιών.
Σε άρθρο του αντιδιαστέλει ο Χρ. Γιανναράς (βλέπε Καθημερινή, 18-9-2005) την επιστήμη, ως ερμηνεία της αισθητής πραγματικότητας, από τη θεολογία, ως χώρο καλλιέργειας μεταφυσικών ιδεών: «Μία επιστημονική πρόταση προκύπτει από την παρατήρηση, το πείραμα και τη μαθηματική επεξεργασία των αποτελεσμάτων τους. Φιλοδοξεί να ερμηνεύσει δεδομένα της αισθητής πραγματικότητας...» Και στη συνέχεια: «Μία μεταφυσική πρόταση αρχίζει από εκεί που τελειώνει η δυνατότητα επιστημονικών πιστοποιήσεων, γι' αυτό και δεν έχει ποτέ υποχρεωτικό χαρακτήρα, έστω κι αν είναι χτισμένη με άψογη λογική μέθοδο». Από τη στιγμή λοιπόν που κάποιες παραδοχές και τα πορίσματα δεν προκύπτουν υποχρεωτικά από παρατήρηση, δοκιμή, επιβεβαίωση και απόρριψη, αλλά σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις και επιφοιτήσεις, δεν αποτελούν επιστημονικές πειθαρχίες.
Πέρα από αυτό, η εμπειρία των τελευταίων 3-4 αιώνων διδάσκει ότι η «αισθητή πραγματικότητα» έχει διευρυνθεί προς κάθε κατεύθυνση και αναπότρεπτα ο χώρος της μεταφυσικής, ο οποίος αποτελεί προνομιακό αντικείμενο της θεολογίας, έχει συρρικνωθεί και συνεχίζει να περιορίζεται. Με την πάροδο των αιώνων και των χιλιετιών είναι προφανές λοιπόν ότι κάθε μεταφυσική πρόταση θα αναφέρεται σε ένα όλο και περισσότερο συρρικνωμένο αντικείμενο, το οποίο -μπορούμε να εκτιμήσουμε- θα ελαχιστοποιηθεί οριακά σε ένα απολίθωμα κάποιων εκτιμήσεων και παμπάλαιων συλλογικών αναμνήσεων.
Κατόπιν αυτών, η θεολογία υπάγεται κατ' εξοχήν στις ψευδο-επιστήμες και μοναδικός της ομολογημένος στόχος είναι η επιβεβαίωση των αναφερομένων στα εκάστοτε ιερά βιβλία που έχουν συγγραφεί πολύ πριν από την επιστημονική εποχή.
Οι ίδιοι οι θεολόγοι διαφοροποιούν τη θεολογία σε φυσική και ακαδημαϊκή και δέχονται ότι η φυσική θεολογία προκύπτει εξ αποκαλύψεως, άρα πράγματι δεν είναι επιστήμη. Η ακαδημαϊκή θεολογία αποτελεί όμως επιστήμη, επειδή εξετάζει την «εξωτερική πορεία» μιας θρησκείας, τις συνθήκες δημιουργίας της, τον πολιτισμό που την προκαλεί και τις πολιτισμικές επιρροές που προκαλεί η ίδια, τα φιλολογικά κείμενα και η μουσική που δημιουργεί κατά την εξέλιξή της κλπ. Προφανώς, αυτά τα θέματα υπάγονται αντίστοιχα στην κοινωνιολογία, την εθνολογία, την ιστορία, τη φιλολογία, τη μουσικολογία κ.ο.κ., με εστίαση σε θρησκευτικού ενδιαφέροντος ζητήματα και φυσικά αποτελούν αντικείμενα επιστημονικής μελέτης και έρευνας.
B) Όσον αφορά τη θέση της θεολογίας σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, πρέπει να σημειώσουμε εισαγωγικά ότι τα σύγχρονα πανεπιστημιακά ιδρύματα είναι δυτικο-ευρωπαϊκής προέλευσης και δημιουργήθηκαν κατά τον ύστερο Μεσαίωνα ως φορείς εκπαίδευσης, καταρχήν για θεολογικά και φιλοσοφικά θέματα εκείνης της εποχής. Σταδιακά αποδεσμεύτηκαν όμως και απέκτησαν το προνόμιο του πανεπιστημιακού ασύλου, δηλαδή ανεξαρτησία στη διδασκαλία και έρευνα έναντι Κράτους και Εκκλησίας.
Για να απαντηθεί, τώρα, το δεύτερο ερώτημα αυτού του άρθρου, πρέπει να υποδιαιρεθούν τα διδασκόμενα θεολογικού ενδιαφέροντος αντικείμενα σε κατηγορίες και να εξεταστεί, αν αυτές οι κατηγορίες ικανοποιούν τα κριτήρια επιστημονικότητας που αναφέρθηκαν στα προηγούμενα. Οι κατηγορίες διδακτικών και ερευνητικών αντικειμένων είναι λοιπόν:
- Ιστορικά και νομικά αντικείμενα (Θρησκειολογία, Εκκλησιαστική ιστορία, Κανονικό Δίκαιο κ.ά.),
- Αντικείμενα προβολής και επικοινωνίας θεολογικού μηνύματος (Κατήχηση, Αγωγή, Διαποίμανση, Ρητορική κ.ά.)
- Αμιγώς θεολογικά αντικείμενα (Δογματική, Ηθική, Λατρεία κ.ά.).
Η πρώτη κατηγορία διδακτικών αντικειμένων αποτελεί υποκατηγορία πανεπιστημιακών τομέων με φιλοσοφικό, ιστορικό, νομικό, φιλολογικό ή συναφή προσανατολισμό, οι οποίοι πληρούν σαφώς τα κριτήρια επιστημονικότητας. Η δεύτερη κατηγορία υπάγεται επίσης σε άλλους ευρύτερους πανεπιστημιακούς τομείς που πληρούν τα επιστημονικά κριτήρια, π.χ. με φιλολογικό, κοινωνιολογικό αντικείμενο ή σε τομείς που καλύπτουν δημόσιες σχέσεις και άλλα συναφή.
Για την τρίτη κατηγορία θεμάτων όμως, τα αναφερόμενα αμιγώς θεολογικά αντικείμενα αποτελούν μέρος της φυσικής θεολογίας και δεν υπάρχει δυνατότητα ένταξής τους σε υπάρχοντες επιστημονικούς τομείς, αλλά και δεν θα ήταν δυνατόν να ενταχθούν σε άλλους, νέους τομείς, αφού δεν καλύπτουν τις απαιτήσεις που θέτει η επιστημολογία, όπως αυτή διαμορφώθηκε επίπονα από την εποχή του Διαφωτισμού και εντεύθεν.
Εξηγούμε συνοπτικά:
- Όπως προαναφέρθηκε στην απάντηση του πρώτου ερωτήματος αυτού του άρθρου, η φυσική θεολογία δεν αποτελεί επιστημονική πειθαρχία και ήδη γι' αυτό δεν έχει θέση σε ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα, όπως δεν έχουν επίσης θέση η αστρολογία, η ουφολογία, η χειρομαντική κ.ά. ψευδοεπιστήμες.
- Για να διδαχθεί ένα επιστημονικό αντικείμενο στο πανεπιστήμιο, πρέπει να έχει εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία του από θεσμικούς παράγοντες, οι οποίοι είναι σε θέση να επηρεάσουν την πορεία της διδασκαλίας και της έρευνας. Όμως, όλοι οι διδάσκοντες και ερευνητές στις θεολογικές σχολές είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν δόγματα, αντιλήψεις και οδηγίες που προκύπτουν από εξωπανεπιστημιακά όργανα, τα οποία έχουν θέσει ή θέτουν ακόμα τη λειτουργία τους έξω και υπεράνω των κανόνων της επιστήμης.Ενώ ένας ερευνητής της Νομικής ή ερευνητής της Φυσικής μπορεί να αμφισβητήσει ακόμα και θεμελιώδεις νομικές ή φυσικές αρχές και να προτείνει προς μελέτη και έρευνα νέες, τελείως διαφορετικές αρχές, πράγμα που συνέβη πάμπολλες φορές στην ιστορία των επιστημών, ο καθηγητής και ερευνητής π.χ. της «Δογματικής» θα «εκπαραθυρωθεί» εκπαιδευτικά και κοινωνικά, μόλις αμφισβητήσει κάποιο από τα θρησκευτικά δόγματα, π.χ. ύπαρξη θεού, τριαδικότητα, παρθενογένεση, ανάσταση και άλλα πολλά.Αν η θεολογία διεκδικεί επιστημονική αντιμετώπιση, πρέπει να είναι σε θέση να αμφισβητήσει ακόμα και το άγνωστο γι' αυτήν αλλά κεντρικό αντικείμενο μελέτης της, τον ίδιο το θεό. Όπως ο Κοπέρνικος, ο Γαλιλαίος και ο Κέπλερ αμφισβήτησαν το «αυτονόητο» γεωκεντρικό σύστημα και είχαν δίκιο, όπως ο Αϊνστάιν αμφισβητούσε μέχρι το θάνατό του την Κβαντομηχανική και είχε άδικο.
- Η πρόσβαση στον πλούτο των γνώσεων ενός επιστημονικού τομέα πρέπει να είναι ανοικτή και ελεύθερη σε κάθε ενδιαφερόμενο, κάτι που επιτυγχάνεται με την απόκτηση της κατάλληλης προπαίδειας. Δεν υπάρχουν γνώσεις από τις οποίες αποκλείονται εξ υπαρχής κάποιοι άνθρωποι. Στη χριστιανική παράδοση ισχύει όμως (και αντίστοιχα είναι τα πράγματα πιθανόν και στις άλλες θρησκείες) ότι η ένταξη στον κύκλο των πιστών προϋποθέτει καταρχάς προσωπική θρησκευτική εμπειρία, για την οποία δεν αρκεί βέβαια η όποια ατομική προσπάθεια, αλλά απαιτείται η «χάρις του θεού»: «Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί μόνο με τη βούλησή του... Ο άνθρωπος τελικά σώζεται μόνον αν τον έχει επιλέξει ο θεός» (Αυγουστίνος- Aurelius Augustinus, 354-430 μ.Χ.) Κάποιος, ο οποίος δεν «φωτίστηκε» ή δεν «φωτίστηκε επαρκώς», αποκλείεται λοιπόν από την εμπειρία της πίστης, με την οποία θα επιτύχει και τη συμμετοχή του στον κύκλο των διδασκόντων και ερευνητών της θεολογίας.
Με αυτό το σκεπτικό είναι προφανές ότι αποτελεί λογική ανωμαλία η ύπαρξη θεολογικών σπουδών σε πανεπιστημιακά ιδρύματα. Αυτό δεν αμφισβητείται μάλιστα και από εκκλησιαστικά στελέχη, τα οποία τοποθετούν όμως ως βάση συζητήσεως ένα διαφορετικό ορισμό της επιστήμης και στηρίζονται σε ιστορικά επιχειρήματα, τα οποία, για ένα ανεπηρέαστο παρατηρητή, είναιι τελείως εξωπραγματικά και προφανώς αντιεπιστημονικά.