30 June 2006

Ευπαλίνειο Όρυγμα

....
Κοντά στο Πυθαγόρειο της Σάμου, υπάρχει το
Όρυγμα του Ευπαλίνειου Υδραγωγείου, ένα
από τα σημαντικότερα έργα υποδομής της ελ-
ληνικής Αρχαιότητας.

Ευπαλίνειο Όρυγμα


(click)


Πληροφορίες για το έργο εδώ!

24 June 2006

Ludwig van Beethoven (1770-1827)

(Στέλιος Φραγκόπουλος)
Γεννήθηκε στη Βόννη της Γερμανίας και πέθανε στη Βιέννη της Αυστρο-Ουγγαρίας σε ηλικία 57 ετών. Είναι ο σημαντικότερος συμφωνικός συνθέτης και ένα κορυφαίο πνεύμα του παγκόσμιου πολιτισμού. Ολοκλήρωσε το «βιεννέζικο κλασικισμό» και εισήγαγε στην εποχή του ρομαντισμού.

Είχε καταγωγή από οικογένεια μουσικών και διδάχθηκε τη μουσική από τον πατέρα του (τενόρος στην αυλική χορωδία της Βόννης) και μερικούς οικογενειακούς φίλους. Περίπου από το 1780 σπούδασε δίπλα στον αυλικό οργανίστα Νέεφε. Από το 1784 αναφέρεται ο Μπετόβεν στις μισθολογικές καταστάσεις της αυλικής ορχήστρας, στην οποία όμως συμμετείχε ήδη από το 1783 ευκαιριακά ως αντικαταστάτης του δασκάλου του. Πρώτες συνθέσεις του δημοσιεύτηκαν ήδη αυτή την εποχή στη Βόννη.

Το 1787 επισκέφτηκε ο Μπετόβεν για πρώτη φορά τη Βιέννη για να σπουδάσει ως μαθητής του Μότσαρτ. Μετά από 14 ημέρες αναγκάστηκε όμως να επιστρέψει στη Βόννη, λόγω βαριάς ασθένειας της μητέρας του. Όταν επανήλθε μετά από 5 χρόνια στη Βιέννη, ο Μότσαρτ είχε πεθάνει...
Το Δεκέμβριο 1790 πέρασε ο Χάυντν από τη Βόννη, κατά το πρώτο ταξίδι του στο Λονδίνο και συναντήθηκε με τον νεαρό Μπετόβεν, ο οποίος επέστρεψε το Νοέμβριο 1792 στη Βιέννη για να συνεχίσει τις σπουδές του, αυτή τη φορά ως μαθητής του Χάυντν. Ο μαικήνας τού Μπετόβεν, κόμης Βάλντστάιν, τού έγραψε σε ένα σημείωμα: «Με την αδιάκοπη εργατικότητά σας θα παραλάβετε το πνεύμα του Μότσαρτ από τα χέρια του Χάυντν».

O Μπετόβεν σπούδασε με τον Χάυντν μέχρι που αναχώρησε αυτός για το δεύτερο ταξίδι του στην Αγγλία το 1794 και συνέχισε πιο συγκροτημένες σπουδές με τους Αλμπρεχτσμπέργκερ και Ζαλιέρι. Οι συστατικές επιστολές που είχε ο συνθέτης από τους κηδεμόνες και φίλους του, με προεξάρχοντα τον κόμη Βάλντστάιν, άνοιξαν στο μεγάλο συνθέτη τις πόρτες της βιεννέζικης κοινωνίας, στην οποία άρχισε να αναγνωρίζεται, παρά τις ανατρεπτικές αντιολιγαρχικές απόψεις του και μία εμφανώς εκκεντρική συμπεριφορά, σαν αξιόλογος πιανίστας και βιρτουόζος αυτοσχεδιαστής. Το 1795 έδωσε ο Μπετόβεν το πρώτο δημόσιο κοντσέρτο του στο Burgtheater της Βιέννης. Οι στενές σχέσεις του συνθέτη με την κοινωνία ευγενών της Βιέννης εκφράστηκε και με τις πολυάριθμες αφιερώσεις έργων του (Μπρόινινγκ, Μπρούνσβιγκ, Κίνσκυ, Λιχνόσβσκυ, Λόμπκοβιτς, Ραζουμόφσκυ, Ρούντολφ).




Ήδη το έτος 1794 εκδηλώθηκε στο μεγάλο συνθέτη ένα πρόβλημα βαρηκοΐας, το οποίο χειροτέρευε προοδευτικά και άρχισε να του δημιουργεί σημαντικές δυσκολίες επικοινωνίας από το 1801, σε ηλικία 31 ετών. Υπό την επήρεια αυτού του γεγονότος έγραψε ο Μπετόβεν το έτος 1802 τη συχνά αναφερόμενη στις βιογραφίες του διαθήκη τού Heiligenstadt. Το έτος 1815 έδωσε ο μεγάλος συνθέτης το τελευταίο δημόσιο κοντσέρτο του και περί το έτος 1818 ήταν ήδη τελείως κουφός. Τα «τετράδια επικοινωνίας» που άρχισε να χρησιμοποιεί ο Μπετόβεν από αυτή περίπου την εποχή, πολλά από τα οποία έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα, αποτελούν σημαντικά στοιχεία για τη ζωή και τις συνομιλίες του μέχρι το θάνατό του.

Η κηδεία του Μπετόβεν στη Βιέννη αποτέλεσε αφορμή για την προσέλευση μεγάλου αριθμού καλλιτεχνών, πολλών διάσημων προσώπων και πλήθους απλών ανθρώπων, οι οποίοι συνόδευσαν το μεγάλο νεκρό στην τελευταία του κατοικία.


O Μπετόβεν αποτελεί ένα ορόσημο στην ιστορία της μουσικής και του πολιτισμού γενικότερα. Η συμφωνική μουσική αυτού του εξαιρετικού ανθρώπου και ιδιαίτερα η 9η συμφωνία του, διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στην παγκόσμια πολιτιστική αυτογνωσία και συχνά ταυτίζεται με τους πιο ετερόκλητους εθνικούς και κοινωνικούς στόχους. Σε διάφορες ιστορικές στιγμές η 9η συμφωνία απετέλεσε μέσο εμψύχωσης και ανάτασης, μέσο παρηγοριάς και ελπίδας. Το 1915 ορίστηκε αυτή η συμφωνία, ενός Γερμανού συνθέτη, ως ο ύμνος των συμμαχικών δυνάμεων του α' παγκοσμίου πολέμου ενάντια στις λεγόμενες «κεντρικές δυνάμεις», Γερμανία και Αυστρο-Ουγγαρία. Στη συνέχεια υιοθετήθηκε δε η «Ωδή στη Χαρά» που συμβολίζει την ελευθερία και την αδελφοσύνη των λαών (...seid umschlungen, Millionen...), ως ύμνος της Κοινωνίας των Εθνών, προδρόμου οργανισμού του ΟΗΕ. Απ' την άλλη πλευρά όμως, και τα συνέδρια του γερμανικού ναζιστικού κόμματος άρχιζαν με την εκτέλεση αυτού του έργου! Τέλος, η 9η συμφωνία αποτελεί τον «ύμνο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν αυτή εκπροσωπείται επίσημα σε διεθνείς διοργανώσεις και τελετές.

Η 9η συμφωνία αποτελεί όμως σημείο αναφοράς ακόμα και λαών που δεν σχετίζονται με την ευρωπαϊκή μουσική και τη γενικότερα πολιτισμική παράδοση της Ευρώπης, όπως του ιαπωνικού και του κινέζικου. Ιάπωνες αξιωματικοί, αιχμάλωτοι πολέμου ζήτησαν το 1918 να παιχτεί για ψυχαγωγία τους στο στρατόπεδο Bando που είχαν απομονωθεί, η 9η συμφωνία του Μπετόβεν, η οποία στα γιαπωνέζικα έχει ιδιαίτερο όνομα, Νταϊκού. Επίσης στην Ιαπωνία το 1944, ζήτησαν φοιτητές που είχαν επιστρατευτεί, να ακούσουν πριν αναχωρήσουν για το μέτωπο την 9η συμφωνία για να διατηρήσουν στο μυαλό τους κάτι που θα τους «θυμίζει την πατρίδα»! Θεωρείται δε παράδοση σ' αυτή τη χώρα να τραγουδιέται το χορωδιακό μέρος της 9ης συμφωνίας από τεράστιες χορωδίες 3, 5 και 7 χιλιάδων ατόμων, με αποτέλεσμα ένας εντυπωσιακός αριθμός Ιαπώνων ερασιτεχνών χορωδών να εξασκείται κάθε χρόνο για πολλούς μήνες στη μελέτη και απόδοση αυτού του έργου.


Στην Κίνα, το καθεστώς έχει την επίσημη θέση ότι η 9η συμφωνία εκφράζει τη «νίκη μέσα από την πάλη» του λαού ενάντια στους καταπιεστές του. Έτσι η εκτέλεση αυτής της συμφωνίας αποτελεί σ' αυτή τη χώρα αποκορύφωμα πολλών εθνικών και πολιτικών εκδηλώσεων, όπου τραγουδούν την «Ωδή της Χαράς» και πάλι πολυπληθέστατες χορωδίες. Είναι λοιπόν εντυπωσιακό, πώς ένα ευρωπαϊκό μουσικό έργο των αρχών του 19ου αιώνα υιοθετείται από άσχετες μεταξύ τους πολιτισμικές παραδόσεις, αξιοποιείται διαχρονικά από τόσο ετερόκλητους κοινωνικούς και πολιτιστικούς φορείς και εντάσσεται στην προσπάθεια για επίτευξη τελείως αντιφατικών στόχων.

O Μπετόβεν αποτελεί, έτσι, έναν από τους λίγους συνδετικούς κρίκους της ποικιλομορφίας των πολιτισμών του πλανήτη μας. Στο πρόσωπο και στο έργο του έχει υλοποιηθεί η παγκοσμιοποίηση του πολιτισμού, πολύ πριν τεθεί σε κοινή χρήση αυτός ο όρος. Είναι προφανές ότι η σημασία του κορυφαίου αυτού μουσικού σχετίζεται και με τη μεταβατική εποχή που έζησε και δημιούργησε: Είχαν προηγηθεί ο Μπαχ, ο Χαίντελ και ο Μότσαρτ και ζούσε ακόμα ο Χάυντν. Αυτών το έργο (και βέβαια όλων των σύγχρονων και προγενέστερών τους) οδήγησε ο Μπετόβεν με την ιδιοφυΐα του στην αποκορύφωση. Όλοι οι μεταγενέστεροι μουσικοί μέτρησαν τις δυνάμεις τους με σημείο αναφοράς το έργο αυτού του εξαίρετου ανθρώπου και η μεγαλύτερη τιμή γι' αυτούς ήταν να θεωρηθούν συνεχιστές του.

O Βάγκνερ είχε αυτοανακηρυχθεί συνεχιστής του έργου του Μπετόβεν, έκανε τροποποιήσεις σε έργα του μεγάλου συνθέτη και ήταν πολύ εχθρικός σε όποιον του αμφισβητούσε αυτό το ρόλο. Με ιδιαίτερο ζήλο έκανε τροποποιήσεις στην 9η συμφωνία, την οποία εκτύπωσε σε νέες παρτιτούρες και την εκτέλεσε με αυτές τις «βελτιώσεις» ως μαέστρος. Σε μερικά δημοσιεύματά του αυτοπαρουσιάζεται μάλιστα να συζητάει με τον Μπετόβεν θέματα μουσικής περίπου σαν παλιός καλός συνάδελφος (κατά το έτος θανάτου του Μπετόβεν, ο Βάγκνερ ήταν μόλις 13 ετών). Ο Μπραμς, πιο σεμνός σε όλη τη ζωή του, έγραψε ότι συνέθετε τις συμφωνίες του, κάτω από τη συντριπτική σκιά τού Μπετόβεν, «ακούγοντας πίσω μου τα βαριά βήματα ενός γίγαντα». 


18 June 2006

Ναός Ολυμπίου Διός, Αθήνα

.....
Έχετε επισκεφτεί ποτέ τους στύλους
του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα ή τους
έχετε δει μόνο από το λεωφορείο?


(click)

14 June 2006

Ψευδοεπιστήμες-Παραεπιστήμες

Παράλληλα με τις επιστήμες επιβιώνουν και οι λεγόμενες ψευδο-επιστήμες. Στην επικεφαλίδα ενός συνόλου ισχυρισμών προστίθεται το πρόθεμα ψευδο- όταν εκείνοι που προβάλλουν τους ισχυρισμούς, πρώτον διεκδικούν επιστημονική αναγνώριση και δεύτερον οι ισχυρισμοί τους δεν πληρούν τα αναγνωρισμένα κριτήρια για τις επιστήμες. Βασικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό ενός συνόλου ισχυρισμών ως ψευδοεπιστημονικών είναι η διαπίστωση εσωτερικών και εξωτερικών αντιφάσεων και, παράλληλα, η έλλειψη δυνατότητας ελέγχου των υποθέσεων και η ανύπαρκτη ή ελλιπής επαναληψιμότητα των παρατηρήσεων. Ειδικότερα, ψευδο-επιστημονικός είναι κάθε ισχυρισμός που διεκδικεί τίτλο επιστημονικότητας και ταυτόχρονα ενσωματώνει διαδικασίες ενόρασης, επιφοίτησης, πίστης, εσωτερικής φώτισης κλπ., οι οποίες δεν επιδέχονται έλεγχο και επιβεβαίωση ή διάψευση.

Οι λόγοι που συντηρούνται ψευδοεπιστημονικά θέματα και διαδίδονται τα «συμπεράσματά» τους είναι πολλαπλοί. Αν εξαιρέσουμε τις περιπτώσεις ανθρώπων που διεκδικούν επιστημονική αναγνώριση από αλαζονεία ή ευήθεια, χωρίς να εφαρμόζουν τις επιστημονικές μεθόδους, καθώς και περιπτώσεις παραπλάνησης για ιδιοτελείς λόγους, η συνηθέστερη αιτία προβολής ψευδοεπιστημονικών θεωριών σχετίζεται με την επαναφορά δοξασιών που έχουν ήδη απορριφθεί - τώρα όμως με το μανδύα της δήθεν επιστημονικής επιβεβαίωσης. Τέτοιες παραπλανητικές προσπάθειες έχουν πολιτικό, θρησκευτικό ή κερδοσκοπικό υπόβαθρο, συχνά και ένα συνδυασμό τους. Συγκεκριμένα, οι κύκλοι που αποβλέπουν σε ανομολόγητους στόχους, δηλώνουν μεν ότι υιοθετούν την επιστημονικό μέθοδο, εισάγουν όμως ψευδοεπιστημονικές πρακτικές και αυθαίρετους ισχυρισμούς, οι οποίοι αφενός δεν αποδεικνύονται από τους εισηγητές τους, αφετέρου δεν είναι δυνατόν να διαψευσθούν, εφόσον δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες και στοιχεία για αναζήτηση της αλήθειας.

Στην περίπτωση που μια πολιτική ή θρησκευτική δοξασία δεν διεκδικεί η ίδια την αναγνώρισή της ως επιστημονική, δηλαδή δεν δραστηριοποιείται με βάση την επιστημονική μέθοδο, τότε αυτή η δοξασία δεν χαρακτηρίζεται ψευδο-επιστημονική. Εφόσον υπάρχουν δε αιτιολογημένες αμφιβολίες για την επιστημονικότητα ενός κύκλου γνώσεων, θεωρούνται αυτές οι γνώσεις ότι εμπίπτουν στην προσωρινή κατηγορία των παρα-επιστημών, μέχρι να διαπιστωθεί οριστικά αν πρόκειται για επιστήμη ή για ψευδο-επιστήμη.

Τα ακόλουθα χαρακτηριστικά αποτελούν ισχυρές ενδείξεις για ψευδο-επιστημονικούς ισχυρισμούς:

• διατύπωση πορισμάτων χωρίς πειραματικά στοιχεία ή εμπειρικά δεδομένα,

• διατύπωση πορισμάτων που αντίκεινται σε αποδεδειγμένα επιστημονικά συμπεράσματα,

• επιλεκτική παρουσίαση δεδομένων που στηρίζουν ένα ισχυρισμό και εξαφάνιση άλλων που τον ανατρέπουν,

• παραπομπή σε πηγές, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν ή στις οποίες επίσης διατυπώνονται αναπόδεικτοι ισχυρισμοί,

• απουσία δυνατοτήτων ελέγχου προέλευσης των δειγμάτων για πραγματοποίηση πειραμάτων ή για σφυγμομετρήσεις,

• ασαφής ή ανύπαρκτη περιγραφή της συγκρότησης και μεθόδου αξιολόγησης των πειραμάτων ή σφυγμομετρήσεων,

• παράβαση του «κανόνα οικονομίας του Occam», σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση πολλών, καταρχάς ισοδύναμων εξηγήσεων, πρέπει να επιλέγεται πάντα η απλούστερη.


Ο λεγόμενος κανόνας του Wilhelm von Occam ή Ockham (Όκαμ, 1280-1349) χρησιμοποιήθηκε μεν από το συγκεκριμένο σχολαστικό διανοούμενο του Μεσαίωνα στα γραπτά του, δεν διατυπώθηκε όμως ποτέ ρητά από αυτόν, αλλά ανάγεται στον Αριστοτέλη. Ο συσχετισμός του κανόνα με τον Όκαμ έγινε το 19ο αιώνα από το μαθηματικό William Rowan Hamilton (Χάμιλτον, 1805-1865) και έκτοτε διατηρήθηκε στην Επιστημολογία με τις ονομασίες Occam's Razor (ή επίσης parsimony), λατινικά Novacula Occami και γερμανικά Ockhams Skalpell.
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)
Στον πίνακα που ακολουθεί έχουν καταγραφεί οι γνωστότεροι επιστημονικοί τομείς αλλά και διάφορες ψευδοεπιστήμες που καλλιεργούνται και διαδίδονται:
Επιστήμες:Ψευδοεπιστήμες:

για αφηρημένα αντικείμενα:
  • Μαθηματικά
  • Πληροφορική
  • Επιστημολογία
  • Φιλοσοφία
για φυσικά αντικείμενα:
  • Αστρονομία
  • Βιολογία
  • Γεωλογία
  • Ιατρική
  • Φυσική
  • Χημεία
για τις ανθρώπινες δραστηριότητες:
  • Νομικές
  • Κοινωνικές
  • Οικονομικές
  • Πολιτισμικές
  • Τεχνικές
και άλλες. 
  • Αλχημεία
  • Αμφισβήτηση προσσελήνωσης.
  • Ανθρωποσοφία
  • Ανύπαρκτος Μεσαίωνας
  • Αριθμολογία
  • Αρχαιο-αστροναυτική
  • Αστρολογία
  • Βελονισμός
  • Γεωμαντία
  • Γήινη ακτινοβολία
  • Δημιουργισμός
  • Ελεύθερη ενέργεια
  • Θεολογία
  • Ιατρική κυτταρική
  • Ιατρική ομοιοπαθητική
  • Ιατρική ορθομοριακή
  • Κούφιοι πλανήτες
  • Κρυπτοζωολογία
  • Μετεμψύχωση
  • Μορφογενετικά πεδία
  • Ουφολογία
  • Πυραμιδολογία
  • Ραβδοσκόπηση
  • Σινδονολογία
  • Φενγκ Σούι
  • Χειρομαντική
  • Ψυχοκινητισμός
και άλλες.

11 June 2006

Βιβλία του sfrang







  • Εισαγωγή στη Λειτουργία και τις Εφαρμογές των Η.Υ. - Οι Υπολογιστές IBM-PC και οι συμβατοί (με τον Γ. Πατέστο) ε΄ έκδοση, σελ. 466, Αθήνα 1987 κ.ε. 





  • Τα βοηθήματα Norton Utilities, Εκδόσεις 3.1-4.5, β΄ έκδοση, Σειρά Εφαρμοσμένης Ηλεκτρονικής & Πληροφορικής, σελ. 192, Αθήνα 1988 κ.ε.





  • Εντολές και Συναρτήσεις της dBASE III+, Σειρά Εφαρμοσμένης Ηλεκτρονικής & Πληροφορικής, σελ. 120, β΄ έκδοση, Αθήνα 1988 κ.ε.





  • Εντολές και Συναρτήσεις του Lotus 1-2-3, σελ. 136, Σειρά Εφαρμοσμένης Ηλεκτρονικής & Πληροφορικής, β' έκδοση, Αθήνα 1989 κ.ε.





  • Oι Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές ALTEC - Εγχειρίδιο Λειτουργίας (με τον Γ. Πατέστο), γ΄ έκδοση, σελ. 248, Αθήνα 1988 κ.ε. 





  • Lotus 1-2-3 for Windows - Μία Εισαγωγή με Παραδείγματα, σελ. 124, Αθήνα 1994.





  • Εισαγωγή στην Πληροφορική και τις Εφαρμογές της (με τον Γ. Πατέστο) σελίδες 283, Αθήνα 1994,





  • Λειτουργικά Συστήματα - Τα περιβάλλοντα DOS και Windows  (με τον Γ. Πατέστο) σελίδες 253, Αθήνα 1994.





  • Βασική Ηλεκτροτεχνία Ι - Ηλεκτρικά Κυκλώματα και το Ηλεκτρομαγνητικό Πεδίο, σελ. 560, β΄ έκδοση, Αθήνα 1990 κ.ε.





  • Βασική Ηλεκτροτεχνία ΙΙ - Μαθηματική Περιγραφή και Εφαρμογές των Εναλλ. Ρευμάτων, σελ. 530, δ΄ έκδοση, Αθήνα 1985 κ.ε.





  • Βασική Ηλεκτροτεχνία - Ηλεκτρικά Κυκλώματα (με τον Δ. Ναυπακτίτη), σελ. 278, Αθήνα 1990.





  • Τυπολόγιο Βασικής Ηλεκτροτεχνίας, σελ. 38, Αθήνα 1990 κ.ε.





  • Ηλεκτρικά Κυκλώματα Συνεχούς και Εναλλασσόμενου Ρεύματος, σελ. 544, Εκδόσεις "Νέων Τεχνολογιών





  • Ηλεκτρομαγνητισμός, Από το νόμο του Coulomb στις εξισώσεις Maxwell (με τον Ευ. Βαλαμόντε), σελ. 590, Εκδόσεις "Νέων Τεχνολογιών", Αθήνα 2005.





  • Ιστορία της Τεχνολογίας, σελ. 500, υπό έκδοση στο εμπόριο, Αθήνα.





  • Σημαντικά Παραλειπόμενα Ι - Από την Ιστορία της επιστήμης, της τεχνολογίας, του πολιτισμού, σελ. 268, Εκδόσεις "Νέων Τεχνολογιών", Αθήνα 2007.





  • Σημαντικά Παραλειπόμενα, τεύχος ΙΙ, τεύχος ΙΙΙ, τεύχος IV - Από την Ιστορία της επιστήμης, της τεχνολογίας, του πολιτισμού, (μόνο ηλεκτρονικές εκδόσεις), Αθήνα 2009 κ.ε.





  • Αποχαιρετισμός στη Θρησκευτική Πίστη - Εγκατάλειψη του θρησκεύματος που μας έχει επιβληθεί (Συντονιστής 45 συγγραφέων), σελ. 278, Εκδόσεις "Βερέττα", Ρόδος 2012.

  • 09 June 2006

    Θεολογία και επιστήμη

    Σε συζητήσεις επιστημολογικού περιεχομένου τίθεται συχνά το ερώτημα, A) αν η θεολογία είναι επιστήμη και B) αν αυτή έχει θέση στα πανεπιστημιακά ιδρύματα.


    A) Η θεολογία δηλώνει δια των μελετητών της (θεολόγοι) ότι είναι μια επιστήμη, η οποία ασχολείται με την ύπαρξη, τη φύση και τις δραστηριότητες ενός όντος, το οποίο ονομάζεται θεός. Το ον αυτό ορίζεται καταρχάς αντιφατικά, π.χ. ο θεός της χριστιανικής θρησκείας είναι πάνσοφος, πανάγαθος, παντογνώστης και παντοδύναμος, ιδιότητες που αντιβαίνουν σε κάθε πραγματική ανθρώπινη εμπειρία, από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα. Επειδή δε για την ύπαρξη αυτού του όντος δεν έχουν διατυπωθεί και, κατά τα φαινόμενα, δεν είναι δυνατόν να διατυπωθούν αποδείξεις, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η θεολογία ασχολείται με ένα υποθετικό ον, για το οποίο καθένας μπορεί να εικάσει ό,τι θέλει ή ό,τι τον εξυπηρετεί.

    Επιπλέον αυτών, κάθε θρησκεία, στα πλαίσια της οποίας καλλιεργείται η θεολογία, έχει ιερά βιβλία διαφορετικής εποχής και διαφορετικού περιεχομένου, με αποτέλεσμα να έχουν κωδικοποιηθεί σε μια μακρόχρονη πορεία διαφορετικοί θεμελιώδεις κανόνες (δόγματα) και διαφορετικοί στόχοι κάθε θρησκείας, οι οποίοι είναι αντιφατικοί με αυτούς άλλων θρησκειών. Έτσι, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να ευσταθούν ταυτόχρονα όλα τα πορίσματα και οι διδασκαλίες των επιμέρους θεολογιών. Τελικά, κάθε άτομο ακολουθεί συνειδητά ή αποδέχεται παθητικά μία θρησκεία, όχι επειδή κρίνεται αυτή ως ορθότερη ή καταλληλότερη, αλλά επειδή το συγκεκριμένο άτομο έτυχε να γεννηθεί σε μία κοινωνία, στην οποία επικρατεί παραδοσιακά αυτή η θρησκεία.

    Στο πλαίσιο της θεολογίας όλων των θρησκειών δεν είναι δυνατόν να μελετηθούν και πιθανόν να αμφισβητηθούν θεμελιώδεις αρχές (δόγματα), να διατυπωθούν προβλέψεις για εξελίξεις φυσικών φαινομένων και κοινωνικών γεγονότων και άλλες διεργασίες που είναι γνωστές από την καλλιέργεια των επιστημών. Όλες οι θεολογικές μελέτες αποβλέπουν στην επιβεβαίωση ιδεοληψιών που διατυπώθηκαν ως πάγιες αρχές πριν από πολλούς αιώνες και φυσικά δεν είναι δυνατόν να αντιπαρατεθούν με τα πορίσματα των επιστημών. Αποτέλεσμα είναι να μεθοδεύεται, ήδη από τους πρώτους αιώνες διάδοσης κάθε θρησκείας, η αποσιώπηση, παραποίηση ή εξαφάνιση ευρημάτων και πληροφοριών από πρωτογενείς πηγές που θα οδηγούσαν σε διαφορετικά συμπεράσματα από τα αναμενόμενα και επιθυμητά.

    Δεν επιτρέπεται όμως να δημιουργηθεί παρανόηση ως προς τη δυνατότητα μερικών θεολόγων να διατυπώσουν επιστημονικά δεκτές απόψεις σε καθιερωμένους τομείς, όπως η φιλοσοφία, η κοινωνιολογία, η ιστορία κλπ. Αυτό προφανώς δεν διαφέρει από την ικανότητα των αρχαίων και σύγχρονων αστρολόγων να διατυπώνουν σωστές απόψεις για αστρονομικά φαινόμενα, παρότι η ίδια η αστρολογία απαρτίζεται από ένα σύνολο βαβυλωνικών ιδεοληψιών.

    Σε άρθρο του αντιδιαστέλει ο Χρ. Γιανναράς (βλέπε Καθημερινή, 18-9-2005) την επιστήμη, ως ερμηνεία της αισθητής πραγματικότητας, από τη θεολογία, ως χώρο καλλιέργειας μεταφυσικών ιδεών: «Μία επιστημονική πρόταση προκύπτει από την παρατήρηση, το πείραμα και τη μαθηματική επεξεργασία των αποτελεσμάτων τους. Φιλοδοξεί να ερμηνεύσει δεδομένα της αισθητής πραγματικότητας...» Και στη συνέχεια: «Μία μεταφυσική πρόταση αρχίζει από εκεί που τελειώνει η δυνατότητα επιστημονικών πιστοποιήσεων, γι' αυτό και δεν έχει ποτέ υποχρεωτικό χαρακτήρα, έστω κι αν είναι χτισμένη με άψογη λογική μέθοδο». Από τη στιγμή λοιπόν που κάποιες παραδοχές και τα πορίσματα δεν προκύπτουν υποχρεωτικά από παρατήρηση, δοκιμή, επιβεβαίωση και απόρριψη, αλλά σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις και επιφοιτήσεις, δεν αποτελούν επιστημονικές πειθαρχίες.

    Πέρα από αυτό, η εμπειρία των τελευταίων 3-4 αιώνων διδάσκει ότι η «αισθητή πραγματικότητα» έχει διευρυνθεί προς κάθε κατεύθυνση και αναπότρεπτα ο χώρος της μεταφυσικής, ο οποίος αποτελεί προνομιακό αντικείμενο της θεολογίας, έχει συρρικνωθεί και συνεχίζει να περιορίζεται. Με την πάροδο των αιώνων και των χιλιετιών είναι προφανές λοιπόν ότι κάθε μεταφυσική πρόταση θα αναφέρεται σε ένα όλο και περισσότερο συρρικνωμένο αντικείμενο, το οποίο -μπορούμε να εκτιμήσουμε- θα ελαχιστοποιηθεί οριακά σε ένα απολίθωμα κάποιων εκτιμήσεων και παμπάλαιων συλλογικών αναμνήσεων.

    Κατόπιν αυτών, η θεολογία υπάγεται κατ' εξοχήν στις ψευδο-επιστήμες και μοναδικός της ομολογημένος στόχος είναι η επιβεβαίωση των αναφερομένων στα εκάστοτε ιερά βιβλία που έχουν συγγραφεί πολύ πριν από την επιστημονική εποχή.

    Οι ίδιοι οι θεολόγοι διαφοροποιούν τη θεολογία σε φυσική και ακαδημαϊκή και δέχονται ότι η φυσική θεολογία προκύπτει εξ αποκαλύψεως, άρα πράγματι δεν είναι επιστήμη. Η ακαδημαϊκή θεολογία αποτελεί όμως επιστήμη, επειδή εξετάζει την «εξωτερική πορεία» μιας θρησκείας, τις συνθήκες δημιουργίας της, τον πολιτισμό που την προκαλεί και τις πολιτισμικές επιρροές που προκαλεί η ίδια, τα φιλολογικά κείμενα και η μουσική που δημιουργεί κατά την εξέλιξή της κλπ. Προφανώς, αυτά τα θέματα υπάγονται αντίστοιχα στην κοινωνιολογία, την εθνολογία, την ιστορία, τη φιλολογία, τη μουσικολογία κ.ο.κ., με εστίαση σε θρησκευτικού ενδιαφέροντος ζητήματα και φυσικά αποτελούν αντικείμενα επιστημονικής μελέτης και έρευνας.

    B) Όσον αφορά τη θέση της θεολογίας σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, πρέπει να σημειώσουμε εισαγωγικά ότι τα σύγχρονα πανεπιστημιακά ιδρύματα είναι δυτικο-ευρωπαϊκής προέλευσης και δημιουργήθηκαν κατά τον ύστερο Μεσαίωνα ως φορείς εκπαίδευσης, καταρχήν για θεολογικά και φιλοσοφικά θέματα εκείνης της εποχής. Σταδιακά αποδεσμεύτηκαν όμως και απέκτησαν το προνόμιο του πανεπιστημιακού ασύλου, δηλαδή ανεξαρτησία στη διδασκαλία και έρευνα έναντι Κράτους και Εκκλησίας.

    Για να απαντηθεί, τώρα, το δεύτερο ερώτημα αυτού του άρθρου, πρέπει να υποδιαιρεθούν τα διδασκόμενα θεολογικού ενδιαφέροντος αντικείμενα σε κατηγορίες και να εξεταστεί, αν αυτές οι κατηγορίες ικανοποιούν τα κριτήρια επιστημονικότητας που αναφέρθηκαν στα προηγούμενα. Οι κατηγορίες διδακτικών και ερευνητικών αντικειμένων είναι λοιπόν:
    • Ιστορικά και νομικά αντικείμενα (Θρησκειολογία, Εκκλησιαστική ιστορία, Κανονικό Δίκαιο κ.ά.),
    • Αντικείμενα προβολής και επικοινωνίας θεολογικού μηνύματος (Κατήχηση, Αγωγή, Διαποίμανση, Ρητορική κ.ά.)
    • Αμιγώς θεολογικά αντικείμενα (Δογματική, Ηθική, Λατρεία κ.ά.).
    Η πρώτη κατηγορία διδακτικών αντικειμένων αποτελεί υποκατηγορία πανεπιστημιακών τομέων με φιλοσοφικό, ιστορικό, νομικό, φιλολογικό ή συναφή προσανατολισμό, οι οποίοι πληρούν σαφώς τα κριτήρια επιστημονικότητας. Η δεύτερη κατηγορία υπάγεται επίσης σε άλλους ευρύτερους πανεπιστημιακούς τομείς που πληρούν τα επιστημονικά κριτήρια, π.χ. με φιλολογικό, κοινωνιολογικό αντικείμενο ή σε τομείς που καλύπτουν δημόσιες σχέσεις και άλλα συναφή.

    Για την τρίτη κατηγορία θεμάτων όμως, τα αναφερόμενα αμιγώς θεολογικά αντικείμενα αποτελούν μέρος της φυσικής θεολογίας και δεν υπάρχει δυνατότητα ένταξής τους σε υπάρχοντες επιστημονικούς τομείς, αλλά και δεν θα ήταν δυνατόν να ενταχθούν σε άλλους, νέους τομείς, αφού δεν καλύπτουν τις απαιτήσεις που θέτει η επιστημολογία, όπως αυτή διαμορφώθηκε επίπονα από την εποχή του Διαφωτισμού και εντεύθεν.

    Εξηγούμε συνοπτικά:
    • Όπως προαναφέρθηκε στην απάντηση του πρώτου ερωτήματος αυτού του άρθρου, η φυσική θεολογία δεν αποτελεί επιστημονική πειθαρχία και ήδη γι' αυτό δεν έχει θέση σε ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα, όπως δεν έχουν επίσης θέση η αστρολογία, η ουφολογία, η χειρομαντική κ.ά. ψευδοεπιστήμες.
    • Για να διδαχθεί ένα επιστημονικό αντικείμενο στο πανεπιστήμιο, πρέπει να έχει εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία του από θεσμικούς παράγοντες, οι οποίοι είναι σε θέση να επηρεάσουν την πορεία της διδασκαλίας και της έρευνας. Όμως, όλοι οι διδάσκοντες και ερευνητές στις θεολογικές σχολές είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν δόγματα, αντιλήψεις και οδηγίες που προκύπτουν από εξωπανεπιστημιακά όργανα, τα οποία έχουν θέσει ή θέτουν ακόμα τη λειτουργία τους έξω και υπεράνω των κανόνων της επιστήμης.
      Ενώ ένας ερευνητής της Νομικής ή ερευνητής της Φυσικής μπορεί να αμφισβητήσει ακόμα και θεμελιώδεις νομικές ή φυσικές αρχές και να προτείνει προς μελέτη και έρευνα νέες, τελείως διαφορετικές αρχές, πράγμα που συνέβη πάμπολλες φορές στην ιστορία των επιστημών, ο καθηγητής και ερευνητής π.χ. της «Δογματικής» θα «εκπαραθυρωθεί» εκπαιδευτικά και κοινωνικά, μόλις αμφισβητήσει κάποιο από τα θρησκευτικά δόγματα, π.χ. ύπαρξη θεού, τριαδικότητα, παρθενογένεση, ανάσταση και άλλα πολλά.
      Αν η θεολογία διεκδικεί επιστημονική αντιμετώπιση, πρέπει να είναι σε θέση να αμφισβητήσει ακόμα και το άγνωστο γι' αυτήν αλλά κεντρικό αντικείμενο μελέτης της, τον ίδιο το θεό. Όπως ο Κοπέρνικος, ο Γαλιλαίος και ο Κέπλερ αμφισβήτησαν το «αυτονόητο» γεωκεντρικό σύστημα και είχαν δίκιο, όπως ο Αϊνστάιν αμφισβητούσε μέχρι το θάνατό του την Κβαντομηχανική και είχε άδικο.
    • Η πρόσβαση στον πλούτο των γνώσεων ενός επιστημονικού τομέα πρέπει να είναι ανοικτή και ελεύθερη σε κάθε ενδιαφερόμενο, κάτι που επιτυγχάνεται με την απόκτηση της κατάλληλης προπαίδειας. Δεν υπάρχουν γνώσεις από τις οποίες αποκλείονται εξ υπαρχής κάποιοι άνθρωποι. Στη χριστιανική παράδοση ισχύει όμως (και αντίστοιχα είναι τα πράγματα πιθανόν και στις άλλες θρησκείες) ότι η ένταξη στον κύκλο των πιστών προϋποθέτει καταρχάς προσωπική θρησκευτική εμπειρία, για την οποία δεν αρκεί βέβαια η όποια ατομική προσπάθεια, αλλά απαιτείται η «χάρις του θεού»: «Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί μόνο με τη βούλησή του... Ο άνθρωπος τελικά σώζεται μόνον αν τον έχει επιλέξει ο θεός» (Αυγουστίνος- Aurelius Augustinus, 354-430 μ.Χ.) Κάποιος, ο οποίος δεν «φωτίστηκε» ή δεν «φωτίστηκε επαρκώς», αποκλείεται λοιπόν από την εμπειρία της πίστης, με την οποία θα επιτύχει και τη συμμετοχή του στον κύκλο των διδασκόντων και ερευνητών της θεολογίας.
    Με αυτό το σκεπτικό είναι προφανές ότι αποτελεί λογική ανωμαλία η ύπαρξη θεολογικών σπουδών σε πανεπιστημιακά ιδρύματα. Αυτό δεν αμφισβητείται μάλιστα και από εκκλησιαστικά στελέχη, τα οποία τοποθετούν όμως ως βάση συζητήσεως ένα διαφορετικό ορισμό της επιστήμης και στηρίζονται σε ιστορικά επιχειρήματα, τα οποία, για ένα ανεπηρέαστο παρατηρητή, είναιι τελείως εξωπραγματικά και προφανώς αντιεπιστημονικά.
    (Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)

    05 June 2006

    Δημιουργισμός


    Δημιουργισμός (Creationism, Kreationismus) ονομάζεται μια ψευδο-επιστημονική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η δημιουργία του σύμπαντος και της ζωής στη Γη οφείλεται σε θεϊκή δημιουργία και ότι τα περιστατικά που σχετίζονται με αυτή τη δημιουργία περιγράφονται στα (χριστιανικά) ιερά βιβλία. Κύρια συστατικά του δημιουργισμού είναι η απόρριψη της εξελικτικής επιστήμης, η άρνηση για ύπαρξη αβιογένεσης και η βεβαιότητα ότι η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη αποτελούν ιστορικά-επιστημονικά συγγράμματα.

    DarwinΜάλιστα οι οπαδοί του δημιουργισμού, οι Δημιουργιστές, διαστρεβλώνουν συστηματικά τα πορίσματα της εξελικτικής επιστήμης, ισχυριζόμενοι, μεταξύ άλλων, ότι ο Δαρβίνος συμπεραίνει, πως ο άνθρωπος κατάγεται π.χ. από τον χιμπαντζή, πράγμα που δεν ευσταθεί σ' αυτή τη μορφή. Η αληθινή διαπίστωση της δαρβινικής θεωρίας είναι ότι ο άνθρωπος και ο χιμπαντζής είχαν στο απώτερο παρελθόν, πριν από 5-7 εκατομμ. χρόνια, κοινό πρόγονο (μάλλον τον ραμαπίθηκο). Έκτοτε εξελίχθηκαν αυτά τα δύο είδη σε διαφορετικές βιολογικές κατευθύνσεις και ο σημερινός χιμπαντζής αποτελεί, ως είδος, επίσης απόγονο του κοινού προγόνου.

    Αυτά όλα προκύπτουν από μακροσκοπική μελέτη, ως συνέπεια της εξελικτικής επιστήμης, επιβεβαιώνονται όμως από τις μελέτες του DNA, οι οποίες δείχνουν ότι ο χιμπαντζής και οι άλλοι ανθρωπόμορφοι πίθηκοι βρίσκονται από πλευράς γονιδίων πολύ κοντά στον άνθρωπο. Μάλιστα, ο πίθηκος Bonobo που αποτελεί μια παραλλαγή του χιμπαντζή, βρίσκεται γονιδιακά πιο κοντά στον άνθρωπο παρά στους άλλους πιθήκους.
    Ενδιαφέρον είναι επίσης ότι, ενώ οι οπαδοί του δημιουργισμού:
    • Είναι υποχρεωμένοι να δεχτούν ότι είναι δυνατή η δημιουργία με κατάλληλες διασταυρώσεις εξειδικευμένων φυλών σε διάφορα είδη (σκύλοι, γάτες, αγελάδες κλπ.), έτσι ώστε μερικοί εκπρόσωποι αυτών των φυλών να έχουν απομακρυνθεί σε τέτοιο βαθμό από τους ομόφυλούς τους με αποτέλεσμα να μην μπορούν πλέον να διασταυρωθούν βιολογικά μαζί τους.
    • Δέχονται τα σύγχρονα πειράματα της Γενετικής, με τα οποία επηρεάζονται σε εργαστηριακές συνθήκες συστηματικά ζώντες οργανισμοί (καταρχάς φυτά και απλά ζωικά είδη) με χρονική προοπτική μερικών ημερών, μηνών ή ετών και εξ αυτού προκύπτουν νέες μορφές που δεν υπήρχαν προηγουμένως στη φύση. Για παράδειγμα, με κατάλληλες εργαστηριακές παρεμβάσεις το φυτό (ζιζάνιο) Arabidopsis thaliana παύει να αντιλαμβάνεται μεταβολές στο φυσικό φωτισμό και συμπεριφέρεται σαν να βρίσκεται διαρκώς στο φως.
    • Δέχονται ότι και σήμερα είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε διαδικασίες εξέλιξης νέων ειδών από ένα προϋπάρχον είδος, όπως π.χ. σε ένα πουλί που ζει σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και έχει το επιστημονικό όνομα Sylvia atricapilla (σταφιδο-τσιροβάκος ή μαυροσκούφης), το οποίο διαχωρίζεται σταδιακά σε δύο ανεξάρτητα είδη, ανάλογα με τις διαδρομές αποδήμησης που ακολουθεί, αλλιώς γίνονται εκείνα που μεταναστεύουν μέσω Ισπανίας και αλλιώς εκείνα μέσω Μικράς Ασίας. Σε μερικούς αιώνες θα είναι δύο διαφορετικά πουλιά.
    Οι ίδιοι αρνούνται όμως πεισματικά ότι παρόμοιες διεργασίες έχουν εξελιχθεί και εξελίσσονται στη φύση στην πορεία χιλιάδων και εκατομμυρίων ετών, λόγω περιβαλλοντικών ή άλλων τυχαίων επιρροών και προ πάντων, ότι αυτές οι διεργασίες είναι δυνατόν να αφορούν τα ανώτερα ζώα και εν τέλει τον άνθρωπο.

    Οι Δημιουργιστές ζουν σε μια διαρκή, καθημερινή σχιζοφρένεια, την οποία μάλιστα συχνά αποδέχονται, όποτε βρεθούν στην ανάγκη να επιχειρηματολογήσουν δημόσια. Απ' τη μια πλευρά θεωρούν τις (χριστιανικές) ιερές γραφές ακριβέστατα ιστορικά και επιστημονικά κείμενα, άρα δέχονται ως αληθές το γεωκεντρικό σύστημα (έναρξη δημιουργίας του σύμπαντος με διαχωρισμό υδάτων από ξηρά στη Γένεση, που αποτελεί γήινο φαινόμενο ή με την παράκληση «Στήτω ήλιος κατά Γαβαών...» του Ιησού του Ναυή, κ.ά.) κι από την άλλη δεν είναι δυνατόν να αμφισβητήσουν στην καθημερινή επαγγελματική και κοινωνική ζωή τους το ηλιοκεντρικό σύστημα. Οι λόγοι που τους οδηγούν να αποδέχονται ταυτόχρονα τόσο αντίθετα και αντιφατικά πράγματα είναι, αν δεν συντρέχουν λόγοι ιδιοτέλειας, αφενός η χαλαρή γνώση των γεγονότων και αφετέρου κάποιες επίκτητες νηπιακές ή παιδικές φοβίες, οι οποίες τους εμποδίζουν να ξεπεράσουν τις παραδοσιακές ιδεοληψίες. Συνήθως βέβαια εκτελούν απλοϊκά επαγγέλματα με τυπικές δεξιότητες, οπότε δεν χρειάζεται εκεί κάποιος σοβαρότερος προβληματισμός για τη φύση και την κοινωνία.

    DarwinΟι Δημιουργιστές προκάλεσαν στις ΗΠΑ, ήδη στις αρχές του 20ου αιώνα, σημαντικές δίκες με στόχο την καταστολή κάθε προσπάθειας για διδασκαλία της εξελικτικής επιστήμης στα σχολεία. Συγκεκριμένα, το έτος 1925 έγινε στο Ντέιτον του Τενεσί μία δίκη σε βάρος του καθηγητή Γυμνασίου, John Scopes (Σκόουπς, καταδικάστηκε σε πρόστιμο 100 δολαρίων), επειδή δίδαξε την επιστήμη της εξέλιξης. Η λεγόμενη «δίκη του πιθήκου» (Monkey Trial) οδήγησε την Πολιτεία του Τενεσί να κηρύξει παράνομη τη διδασκαλία κάθε αντίληψης που δεν συμβάδιζε με τον δημιουργισμό!

    Παρ' όλο που αργότερα το εφετείο αθώωσε τον Σκόουπς για τυπικούς διαδικαστικούς λόγους, είχε ήδη καταγραφεί επισήμως μια έντονη διαμάχη μεταξύ της φιλελεύθερης και ανεξάρτητης από δεσμεύσεις επιστήμης και της φονταμενταλιστικής ερμηνείας της Βίβλου, γεγονός το οποίο επιβεβαιώθηκε αργότερα και σε άλλες πολιτείες των ΗΠΑ, όπως π.χ. στην πολιτεία Λουιζιάνα, όπου απαγορεύτηκε η διδασκαλία της εξέλιξης στα σχολεία, εκτός αν διδασκόταν συγχρόνως και η «επιστήμη της δημιουργίας». Ανάλογη υπήρξε και η αντίδραση στο Αρκανσό, όπου ψηφίστηκε ένας νόμος, σύμφωνα με τον οποίο έπρεπε τα σχολεία να αντιμετωπίζουν ισορροπημένα το δημιουργισμό και την επιστήμη της εξέλιξης.

    Κι ενώ το ομοσπονδιακό δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάνθηκε το έτος 1982 ότι ο δημιουργισμός δεν είναι επιστήμη, θέση που προκύπτει κι από τη θεώρηση και τα κριτήρια, τα οποία πρέπει να ικανοποιεί μια επιστήμη (π.χ. δεν υπόκειται σε πειραματική διάψευση ή επαλήθευση που αποτελεί προϋπόθεση για να ενταχθεί στον κύκλο των επιστημών), ψηφίστηκε το έτος 1995 νόμος στην πολιτεία Αλαμπάμα, σύμφωνα με τον οποίο επιβάλλεται στα σχολεία να προσθέτουν ένα αυτοκόλλητο στα βιβλία της Βιολογίας για να γνωρίζουν οι μαθητές ότι η εξέλιξη είναι αμφισβητούμενη θεωρία, η οποία παρουσιάζεται από εκείνους που θέλουν να εξηγήσουν την εμφάνιση των ειδών.

    Με τον όρο αμφισβητούμενη επιβεβαιώνεται, φυσικά, η βασική αρχή όλων των επιστημών ότι δεν είναι δογματικά δεδομένες, όπως τα ιερά βιβλία των θρησκειών, αλλά υπόκεινται σε κρίση και πιθανή τροποποίηση, βελτίωση ή αναθεώρηση, εφόσον προκύψουν νεότερα στοιχεία στην πορεία του χρόνου. Με τη λογική αυτής της δικαστικής απόφασης, θα έπρεπε να τοποθετηθεί σε όλα τα επιστημονικά συγγράμματα αυτή η ενημερωτική επιγραφή που αφορά τον ορισμό των επιστημών και τις διαχωρίζει από τις ψευδοεπιστήμες.

    Αυτά τα δικαστικά γεγονότα στις ΗΠΑ συχνά υπερτονίζονται, αφενός επειδή αποτελούν αξιοσημείωτη γραφικότητα στον κόσμο της επιστημονικής έρευνας και της εκπαίδευσης, αφετέρου επειδή οι Δημιουργιστές διαθέτουν μεγάλα χρηματικά ποσά και κινούν προπαγανδιστικούς μηχανισμούς με τους τηλεοπτικούς ευαγγελιστές (προτεστάντες ιεροκήρυκες σε πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές) και άλλα μέσα.


    Πάντως, οι απόψεις για την εξελικτική επιστήμη αναπτύχθηκαν και τεκμηριώθηκαν μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμα και παραδοσιακά συντηρητικοί παράγοντες της Εκκλησίας, των οποίων οι προκάτοχοι σε άλλες εποχές δεν δέχονταν οποιαδήποτε συζήτηση, να αντιμετωπίζουν, δειλά αλλά σταθερά, με κατανόηση και κάποια αποδοχή την εξελικτική επιστήμη. Για παράδειγμα, ο πάπας Πίος ΙΒ' στην εγκύκλιό του Humani Generis το έτος 1950 είχε χαρακτηρίσει την επιστήμη της εξέλιξης ως «μια σοβαρή υπόθεση εργασίας» και ο πάπας Ιωάννης-Παύλος Β' παραδέχτηκε τον Οκτώβριο του 1996 ότι «... οι νεότερες διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η θεωρία της εξέλιξης είναι κάτι περισσότερο από απλή υπόθεση».

    Η Ελλάδα, ενώ υστερεί στην ανάπτυξη και αφομοίωση των επιστημών, βρίσκεται στην ευρωπαϊκή πρωτοπορεία σε θέματα διώξεως επιστημόνων και επιστημονικών ιδεών! Ήδη το έτος 1914 έγινε στο Ναύπλιο μία δίκη κατά των «Δημοτικιστών» Δελμούζου, Σαράτση κ.ά., εκπαιδευτικών στο «Παρθεναγωγείο του Βόλου», οι οποίοι κατηγορούνταν ότι «... προσεπάθησαν διά ζώσης, διά διδασκαλίας και δι' εντύπων φυλλαδίων να ελκύσωσι προσηλύτους εις λεγόμενα θρησκευτικά δόγματα, τουτέστι την αθεΐαν, με τα οποία ενεργούμενα είναι ασυμβίβαστος η διατήρησις της πολιτικής τάξεως, διδάσκοντες ότι δεν υπάρχει Θεός (...), ότι ο άνθρωπος εδημιουργήθη υπό πιθήκων...» Το δικαστικό σύστημα στην υπηρεσία των σκοταδιστών! Βέβαια, οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν 11 χρόνια πριν από τον Σκόουπς, ίσως και από το φόβο για παγκόσμιο διασυρμό της χώρας, η επιστήμη της εξέλιξης παραμένει όμως στο περιθώριο του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος (Ο Ιός: Δαρβίνος και Εκκλησία).

    DarwinΔεν είναι πάντως αμελητέο ότι και στην ορθόδοξη Εκκλησία έχουν γίνει από μεμονωμένους διανοητές, χωρίς ευρύτερες τυμπανοκρουσίες, βήματα προς συμβολική ερμηνεία της Βίβλου, όσον αφορά το θέμα της δημιουργίας και της ηλικίας του κόσμου και γενικότερα, προς μία συμφιλίωση με την επιστήμη. Συγκεκριμένα, στη συνέχεια του κειμένου του Χ. Γιανναρά που προαναφέραμε, αναγράφεται: «Μια μετα-φυσική ερμηνευτική πρόταση δεν μπορεί να φιλοδοξήσει επιστημονική ερμηνεία των φυσικών γεγονότων. Aφορά μόνο στο "νόημά" τους (ή στην απουσία «νοήματος»), μόνο στην υπαρκτική αιτία και στο υπαρκτικό τέλος-σκοπό τους...» Και ακόμα: «Tο βιβλίο της Γένεσης, π.χ., στην Παλαιά Διαθήκη, είναι αμέσως φανερό ότι δεν γράφτηκε για να λειτουργήσει σαν επιστημονική ερμηνεία της καταγωγής του σύμπαντος. O στόχος του είναι, σαφέστατα, να προτείνει "νόημα" του κόσμου, να μιλήσει για την "αιτία" και τον "σκοπό" της λογικής ύπαρξης του ανθρώπου...» (βλέπε εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 18-9-2005)

    Η ερμηνεία των φυσικών φαινομένων είναι λοιπόν υποχρεωτική για τους επιστήμονες, εφόσον είναι διαθέσιμα αποτελέσματα παρατηρήσεων και μετρήσεων, αφού αυτή η ερμηνεία περιγράφει την «αισθητή πραγματικότητα». Αντίθετα, η ανίχνευση του «νοήματος» της φύσης αποβλέπει στην αναζήτηση του αίτιου και της κατάληξης της ύπαρξης, δεν χρησιμοποιεί την επιστημονική μεθοδολογία και έχει, κατά την άποψη του Χ. Γιανναρά, ως προς την αποδοχή της, προαιρετικό χαρακτήρα.

    Παρ' όλη τη σαφήνεια και προφανή ορθότητα αυτών των απόψεων, η θέση της επίσημης ορθόδοξης Εκκλησίας παραμένει ακόμα τελείως οπισθοδρομική: στα λεγόμενα «Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος», μία ετήσια έκδοση της Αποστολικής Διακονίας με θεολογικά, ιστορικά και οργανωτικά θέματα, αναφέρεται ότι έχουν παρέλθει 7.513 χρόνια (για το έτος 2005) από «κτήσεως κόσμου», δηλαδή το σύμπαν δημιουργήθηκε το έτος 5508 π.Χ.!

    Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αποσπαστεί από τους Δημιουργιστές μερικές ομάδες, επίσης οπισθοδρομικών παραγόντων οι οποίοι, απ' τη μια πλευρά αποδέχονται τις γενικές και μη ανατρέψιμες πλέον θεμελιώδεις παραδοχές της επιστήμης, όπως ότι η ηλικία του πλανητικού μας συστήματος είναι μερικά δισεκατομμύρια χρόνια και όχι μόνο 8-10 χιλιάδες χρόνια, ισχυρίζονται όμως ότι, μερικά όργανα και ορισμένες λειτουργίες των έμβιων οργανισμών (π.χ. το μάτι των θηλαστικών, η κυκλοφορία του αίματος κ.ά.) είναι τόσο περίπλοκα, ώστε μόνο ένας νους ανώτερης ευφυΐας, δηλαδή ένας θεός, μπορεί να τα έχει σχεδιάσει.

    Μάλιστα, μία νεότερη εκδοχή αυτής της «βελτιωμένης» έκδοσης του δημιουργισμού δέχεται ότι ο θεός δημιούργησε ορισμένα πρωταρχικά είδη, όπως το αρχικό κυνοειδές, το αρχικό αιλουροειδές κ.ο.κ., τα οποία εφοδίασε με ένα βιολογικό μηχανισμό εξέλιξης. Έκτοτε εξελίχθηκαν αυτά τα είδη τυχαία και σε πολλαπλές κατευθύνσεις κι έτσι προέκυψαν, αφενός το τσακάλι, ο λύκος, η ύαινα, ο σκύλος και αφετέρου το λεοντάρι, η τίγρη, η γάτα κ.ο.κ., ανάλογα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες, στις οποίες βρέθηκαν τα πρωταρχικά είδη και οι απόγονοί τους.

    Αυτή η κατεύθυνση επιχειρηματολογίας ονομάζεται θεωρία του ευφυούς σχεδιασμού (intelligent design), είναι επίσης ψευδο-επιστημονική, γιατί εμπλέκει στις εξηγήσεις της αναπόδεικτους θρησκευτικούς ισχυρισμούς, δεν παρουσιάζει συγκροτημένες επιστημονικές δημοσιεύσεις σύμφωνα με την γενικώς παραδεκτή δεοντολογία, όμως οι εκπρόσωποί της βρίσκονται στις αρχές του 21ου αιώνα στο μέτωπο των αντιπαραθέσεων με την επιστημονική κοινότητα και ταυτόχρονα στην κορυφή των χρηματοδοτούμενων από διάφορες πηγές εξω-επιστημονικών προσώπων και φορέων.

    DarwinΠέρα από το γεγονός ότι όλες οι υποθέσεις των Δημιουργιστών δεν επιβεβαιώνονται επιστημονικά, το πλέον αξιοσημείωτο στην ύπαρξη της ομάδας του ευφυούς σχεδιασμού είναι ότι έχει δοθεί το μήνυμα για εγκατάλειψη της κατά γράμμα εξήγησης των (χριστιανικών) ιερών γραφών και για υποχώρηση από τα ψευδο-επιστημονικά επιχειρήματα. Έτσι αναμένεται ότι, με την πάροδο του χρόνου και όσο διαρκούν οι χρηματοδοτήσεις, οι ενστάσεις θα περιορίζονται όλο και περισσότερο και θα αφορούν λιγότερο σημαντικά θέματα. Πάντως, το Βατικανό παίρνει όλο και συχνότερα αποστάσεις από αυτές τις κινήσεις, πιθανόν ενθυμούμενο ότι σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν, αναγκάστηκε κάποια στιγμή να κάνει τη μεγάλη στροφή και να ακολουθήσει με καθυστέρηση ως ουραγός τις εξελίξεις της επιστήμης και των αντιλήψεων.

    Σε άρθρο της επίσημης εφημερίδας του Βατικανού, L' Osservatore Romano, αναφέρεται στις αρχές του 2006 ότι, «Aν δεν θεωρείται επαρκής η θεωρία του Δαρβίνου, πρέπει να αναζητηθεί κάποια άλλη» και «δεν είναι μεθοδολογικά ορθό να αποκλίνει κανείς από την επιστήμη, ενώ υποκρίνεται ότι κάνει επιστήμη». Προς το παρόν, οι εκκλησιαστικοί κύκλοι παραβλέπουν, βέβαια, τις συνέπειες στο χριστιανικό θεολογικό οικοδόμημα από μια αποδοχή εκ μέρους της Εκκλησίας, της εξελικτικής επιστήμης του Δαρβίνου. Δεν φαίνεται όμως να είναι μακριά η στιγμή όπου θα γίνει συνολικά αποδεκτή αυτή η επιστημονική θεωρία με όλες τις επιπτώσεις της, όπως συνέβη παλαιότερα με τις απόψεις του Κοπέρνικου και του Γαλιλαίου για το ηλιοκεντρικό σύστημα.

    (Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)

    02 June 2006

    Albert Einstein

    Γεννήθηκε στην πόλη Ulm της νότιας Γερμανίας το 1879 και πέθανε στο Princeton των ΗΠΑ το έτος 1955. Οι γονείς του μετακόμισαν για επαγγελματικούς λόγους στο Μόναχο, όπου έμενε ένας αδελφός του πατέρα του, μηχανικός και από εκεί σύντομα στο Μιλάνο για καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές. Ο μικρός Αλβέρτος έμεινε οικότροφος σε σχολείο του Μονάχου. Στα 15 χρόνια του σταμάτησε το σχολείο, παραιτήθηκε από τη γερμανική υπηκοότητα, διέκοψε κάθε σχέση με την εβραϊκή κοινότητα και αναχώρησε στο Μιλάνο για να συναντήσει τους γονείς του.

    Μετά από 1-2 χρόνια απραξίας σκέφτηκε να δώσει εξετάσεις στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης, ως αυτοδίδακτος χωρίς απολυτήριο Λυκείου. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε και κάποιος καθηγητής τού συνέστησε να παρακολουθήσει μαθήματα Λυκείου στο Aarau. Εκεί παρακολούθησε στα έτη 1895 - 1896 την τρίτη και τέταρτη τάξη (για μαθητές 18 και 19 ετών)! Τελικά, μετά την ολοκλήρωση των σχολικών μαθημάτων, γράφτηκε ο 'Αινστάιν το 1896 στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης για να σπουδάσει εκπαιδευτικός τεχνικής παγγελματικής σχολής με φυσικομαθηματική κατεύθυνση.

    Ένας από τους καθηγητές του, ο Πέρνετ, του δήλωσε μετά από λίγο καιρό ότι, έχει μεν ενδιαφέρον και θέληση, αλλά του λείπει το μυαλό! Ο βοηθός Ζάουτερ έγραψε αργότερα ότι ο φοιτητής 'Αινστάιν ήταν μοναχικός, δεν υπάκουγε στις οδηγίες των εκπαιδευτικών και πέταγε τα φυλλάδια με τις οδηγίες λύσης των προβλημάτων στα σκουπίδια. Όταν σε κάποιο εργαστηριακό πείραμα προκλήθηκε έκρηξη και τραυματίστηκε ελαφρά ο 'Αινστάιν στο χέρι, ρώτησε ο καθηγητής Πέρνετ το βοηθό του «Τί γνώμη έχετε για τον 'Αινστάιν, πάλι δεν υπάκουσε στις οδηγίες μου». Ο δε βοηθός απάντησε «Δεν έχετε άδικο κ. καθηγητά, πάντως οι λύσεις που δίνει είναι πάντα σωστές και η μέθοδος πολύ ενδιαφέρουσα». Επίσης, ο μεγάλος μαθηματικός Μινκόβσκι, ο οποίος αργότερα έμελλε να συμβάλει αποφασιστικά στη μαθηματική τεκμηρίωση της «Θεωρίας της Σχετικότητας», δεν είχε εκτίμηση για τις γνώσεις του νεαρού σπουδαστή της Φυσικής.

    Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του βρήκε ο 'Αινστάιν μία θέση ως βοηθητικός δάσκαλος στο Winterthur, απολύθηκε όμως μετά από λίγο, λόγω ανεπάρκειας. Ο ίδιος έλεγε στους γνωστούς του «Με προσέλαβαν ως βοηθητικό δάσκαλο και περίμεναν ένα Σωκράτη.» Ένας φίλος τον συνέστησε κάποια στιγμή στο διευθυντή του ελβετικού γραφείου ευρεσιτεχνιών στη Βέρνη. Δουλειά του ήταν να ετοιμάζει τα έγγραφα αναγνωρίσεως των ευρεσιτεχνιών και για το σκοπό αυτό έπρεπε να περιγράφει σ' αυτά κάθε εφεύρεση σύντομα, κατανοητά και περιεκτικά. Οι ίδιοι οι εφευρέτες δεν ήταν συνήθως σε θέση να περιγράψουν την εφεύρεσή τους. Εδώ αναδείχθηκε μια ικανότητα του 'Αινστάιν, να εμβαθύνει σε ξένες ιδέες και να αναγνωρίζει την ουσία μιας διαδικασίας ή ενός μηχανισμού, εντοπίζοντας ταυτόχρονα τυχόν σφάλματα. Ο ίδιος εξομολογήθηκε αργότερα ότι αυτή η δουλειά τον είχε συναρπάσει και αποτελούσε και το χόμπι του, αντί να δημοσιεύει σε περιοδικά απανωτά επιστημονικές εργασίες χωρίς ενδιαφέρον.

    Κι όμως, κάποια στιγμή δημοσίευσε το 1905 μία εργασία με τίτλο «Μία υπόθεση για τα κβάντα του φωτός», με την οποία επεκτείνει την ανακάλυψη του Πλανκ από το έτος 1900. Τυπικά γι' αυτή την εργασία του έλαβε ο 'Αινστάιν μετά από 16 χρόνια το βραβείο Νόμπελ. Και πάλι το έτος 1905 δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά η «Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας». Με αυτή την εργασία διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει απόλυτος χώρος και χρόνος, αλλά όλα εξαρτώνται από τον εκάστοτε παρατηρητή, είναι σχετικά ως προς τη θέση και την κίνησή του. Αυτή η εργασία προκάλεσε τεράστια εντύπωση στον επιστημονικό κόσμο! Έκτοτε άρχισαν να επισκέπτονται τη Βέρνη σημαντικοί επιστήμονες από όλο τον κόσμο για να γνωρίσουν τον παράξενο δημόσιο υπάλληλο. Η φήμη του 'Αινστάιν προέκυψε όμως κυρίως από το γεγονός ότι ασχολήθηκαν με τις εργασίες του κορυφαίοι επιστήμονες.

    Το 1911 έγινε ο 'Αινστάιν καθηγητής στο γερμανικό Πανεπιστήμιο της Πράγας και μετά στο Βερολίνο, όπου παράλληλα με τα διδακτικά καθήκοντα ολοκλήρωσε και τη «Γενική Θεωρία της Σχετικότητας». Η θεωρία αυτή επιβεβαιώθηκε πειραματικά από 'Αγγλους επιστήμονες στη διάρκεια του α' παγκόσμιου πολέμου, με τη μέτρηση της απόκλισης του φωτός αστέρων, όταν αυτό περνάει από το βαρυτικό πεδίο μεγάλων μαζών, όπως αυτής του ήλιου. Αυτή η επιβεβαίωση έκανε τον 'Αινστάιν διάσημο και είναι περίεργο ότι η θεωρία της σχετικότητας, παρότι δυσνόητη ακόμα και για Φυσικούς, έγινε δημοφιλές ανάγνωσμα μεγάλου αριθμού μορφωμένων ανθρώπων, οι οποίοι μελετούσαν εκλαϊκευμένες περιγραφές, καλύτερη από τις οποίες ήταν για πολλές δεκαετίες αυτή του Μπ. Ράσελ.

    Το 1933, όταν οι ναζί είχαν ήδη εκλεγεί στην κυβέρνηση της Γερμανίας, άρχισαν να συκοφαντούν τον 'Αινστάιν ως πράκτορα των Αμερικανών και των Αγγλογάλλων, ενοχλημένοι από το γεγονός ότι ως σημαντικότερος εκπρόσωπος της γερμανικής επιστήμης φαινόταν εκείνη την εποχή ένας εβραίος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αναγκαστεί να αποχωρήσει ο μεγάλος ερευνητής από τη Γερμανική Ακαδημία Επιστημών, στην οποία είχαν κυριαρχήσει, όπως συμβαίνει πάντα στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, μετριότητες και αναρριχητές. Εγκατέλειψε επίσης της Γερμανία, αυτή τη φορά οριστικά, με προορισμό την Αμερική.

    Με την εγκατάσταση του 'Αινστάιν στο Princeton, αρχίζει μια νέα περίοδος της ζωής του. Εκείνη την εποχή έκανε μεγάλη εντύπωση στην επιστημονική κοινότητα η ανακοίνωση του Μπορ ότι ο Χαν και ο Στράσμαν είχαν πετύχει σε εργαστήριό τους στη Γερμανία την πρώτη διάσπαση του ατόμου. Αμέσως άρχισαν οι ερευνητές να επαναλαμβάνουν αυτά τα πειράματα, βομβαρδίζοντας πυρήνες ουρανίου με ουδετερόνια. Αποτέλεσμα ήταν να απελευθερώνεται μια τεράστια ποσότητα ενέργειας, ανακάλυψη που οδήγησε στην κατασκευή της ατομικής βόμβας. Ο 'Αινστάιν πείστηκε από συναδέλφους του επιστήμονες, κυρίως από τον Τέλλερ, να συμβάλει στον αγώνα για την κατασκευή της βόμβας, φοβούμενος ότι οι ναζί θα κυρίευαν όλο τον πολιτισμένο κόσμο, αν προλάβαιναν αυτοί να αποκτήσουν το καταστροφικό όπλο. Για το σκοπό αυτό έστειλε μία επιστολή στον πρόεδρο Ρούσβελτ και του παρουσίαζε τις δυνατότητες της ατομικής βόμβας και τους κινδύνους που δημιουργούσε η κατοχή της. Τελικά οι φόβοι της επιστημονικής κοινότητας για κατάχρηση επαληθεύτηκαν από την αντίθετη πλευρά, αφού η ατομική βόμβα που κατασκευάστηκε υπό τη διεύθυνση του Οπενχάιμερ χρησιμοποιήθηκε από τις ΗΠΑ εναντίον της Ιαπωνίας, μετά την ουσιαστική λήξη του πολέμου.

    Στη συνέχεια και μέχρι τέλος της ζωής του δραστηριοποιήθηκε ο 'Αινστάιν στις κινητοποιήσεις για αφοπλισμό, αφού είχε καταστεί και η Σοβιετική Ένωση πυρηνική δύναμη και είχε αρχίσει ο «ψυχρός πόλεμος», υπογράφοντας συχνά διακηρύξεις με άλλους επιστήμονες, κυρίως με τον Μπ. Ράσελ που ήταν ο κατεξοχήν ηγέτης των κινημάτων για την ειρήνη και τον αφοπλισμό.
    (Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)