03 December 2014

Αρσένιος Μέσκος: Αποχαιρετισμός στην πίστη (56)

˜
του Βασίλη Καλαμαρά, Ελευθεροτυπία, 24/4/2009

«Η θεολογική διδασκαλία αναφορικά με τον Χριστό καταρρέει, καθώς και θέματα που έμεναν έξω από το πεδίο της επιστημονικής γνώσης και ήταν αποκλειστικότητα του θεολογικού και φιλοσοφικού στοχασμού αποκαλύπτουν πια τα μυστικά της». Αυτά υποστηρίζει ο Γεώργιος Αρσένιος Μέσκος στο τελευταίο του βιβλίο «Σοκ και δέος» («Αρμός», σελ. 332, ευρώ 14).
Ο συγγραφέας, αφού σπούδασε μηχανολόγος-μηχανικός και Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, εκάρη μοναχός, και το 1991 ίδρυσε την Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος στον Νομό Θεσσαλονίκης - τελικά αποχώρησε από την Εκκλησία, το καλοκαίρι του 2006. Ηδη, από το 1989, έθεσε στο κέντρο τού ενδιαφέροντός του τη μελέτη της θρησκείας σε σχέση με τη σύγχρονη επιστήμη. Προηγούμενα βιβλία του: «Το μέλλον και η προσευχή» («Τροχαλία»), «Ο πλανήτης της θεολογίας», «Η υπόθεση των λογικών κβάντων» («Αρμός»).
Κύριε Μέσκο, αφού σπουδάσατε θετικές επιστήμες, Θεολογία, γίνατε μοναχός και κληρικός. Εχετε πλέον εγκαταλείψει τον εκκλησιαστικό χώρο και διδάσκετε Θεολογία στη Μέση Εκπαίδευση. Εκ των υστέρων, αντιλαμβάνεσθε αυτές τις μεταβάσεις-περάσματα ότι αποτελούν την έκφραση μίας και αδιαιρέτου περιπέτειας;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΜΕΣΚΟΣ (Γ.Α.Μ.): Όταν βλέπει κανείς την πορεία μου, ίσως θεωρήσει ότι οι σταθμοί αυτοί σηματοδοτούν αλλαγές της προσωπικότητάς μου. Η δική μου αντίληψη είναι ότι σ' όλη αυτή την πορεία παρέμεινα θεμελιωδώς ο ίδιος και αντέδρασα στις περιστάσεις των καιρών. Δηλαδή, συγκεκριμένες συνθήκες μιας συγκεκριμένης εποχής με ώθησαν προς τον μοναχισμό - θα γράψω σύντομα γι' αυτό. Η αλλαγή λοιπόν στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμουν τα πράγματα με οδήγησε στην απόφαση ν' αλλάξω πορεία.
Κάποια στιγμή σάς προκάλεσαν ασφυξία τα μαύρα ρούχα του μοναχού;
Γ.Α.Μ.: Οχι. Παρ' όλο που ίσως αυτό πιστεύουν μερικοί. Προσωπικά χάρηκα πολύ τα χρόνια, τα οποία έζησα ως μοναχός, γι' αυτό δεν έχω καμία δυσκολία να μιλώ γι' αυτά.
Ποιες είναι οι χαρές της μοναστικής ζωής;
Γ.Α.Μ.: Η χαρά της πνευματικής ζωής είναι η προσευχή. Επί είκοσι χρόνια ήταν η χαρά μου.
Υπάρχει διαφορά ως προς την ενεργειακή ένταση από προσευχή σε προσευχή;
Γ.Α.Μ.: Βεβαιότατα. Υπάρχουν πολλοί τρόποι προσευχής, ανάλογα με την ποικιλία των καταστάσεων και την ποικιλότητα των προσώπων.
Έχει όρια; Κι αν ναι, πότε αυτά ξεπερνιούνται;
Γ.Α.Μ.: Κατά τη γνώμη μου, περιορίζεται από τα ψυχοσωματικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου.
Η μυστική εμπειρία μπορεί να περιγραφεί με λόγια ή δεν πρέπει να μιλάμε γι' αυτήν;
Γ.Α.Μ.: Πιστεύω ότι αυτός που τη βιώνει, δεν την περιγράφει ως δικό του βίωμα, αλλά επειδή είναι μία ανθρώπινη εμπειρία μιλάμε και συζητάμε γι' αυτήν.
Αυτή η εμπειρία ξεφεύγει από την πραγματική πραγματικότητα;
Γ.Α.Μ.: Οχι. Η μυστική εμπειρία είναι στοιχείο της πραγματικής φυσικής πραγματικότητας. Δηλαδή, μιλώντας φιλοσοφικά, πιστεύω ότι ερμηνεύεται νατουραλιστικά.
Είναι σαν ένα φως φωτεινότατο;
Γ.Α.Μ.: Εχει την αίσθηση του φωτός, αλλά προσωπικά δεν πιστεύω ότι προκαλείται από εκπομπή φωτονίων ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.
Η ερμηνεία αυτής της αίσθησης είναι πέρα από τη Φυσική και πέρα από τη Θεολογία;
Γ.Α.Μ.: Ερμηνεύεται με τη σύνθεση της Φυσικής με τη Θεολογία. Αυτή η σύνθεση καταλήγει στο να αποδοθεί φυσική υπόσταση στην πληροφορία. Δηλαδή, η πληροφορία να συνιστά ένα μη αναγώγιμο σε κάτι άλλο φυσικό στοιχείο του Σύμπαντος, όπως είναι η ύλη και η ενέργεια.
Με την επιστήμη της Κβαντομηχανικής καταργήθηκε ο Θεός;
Γ.Α.Μ.: Δεν θα πω μόνον όχι, αλλά θα πω ότι κάθε άμεση ανάμειξη της Κβαντικής Φυσικής με θεολογικά θέματα συνιστά βιασμό και της Κβαντικής Φυσικής και της Λογικής.
Τον Θεό έχουμε τη δυνατότητα να τον σκεφτόμαστε με τη Λογική;
Γ.Α.Μ.: Η Λογική έχει ένα πεδίο εφαρμογής. Κάποιο τμήμα της έννοιας του Θεού εμπίπτει στον χώρο αυτό, με συνέπεια οι λογικές κατασκευές των θεολογιών και των θρησκειών να εμπίπτουν στα όρια και στον έλεγχο της Λογικής.
Στο βιβλίο σας «Σοκ και δέος» υποστηρίζετε ότι η πίστη στη θεότητα του Χριστού σβήνει, όπως κάποτε έσβησε η πίστη στο λάλον ύδωρ του Απόλλωνος;
Γ.Α.Μ.: Η φράση «Ο Χριστός είναι Θεός» έχει χάσει όλο το αρχαίο περιεχόμενό της, και επομένως αυτό έχει ήδη συμβεί. Απλώς η κοινωνία μας δυσκολεύεται και θα δυσκολευτεί ακόμη να το χωνέψει.
Γιατί όμως;
Γ.Α.Μ.: Σ' αυτή την πίστη υπάρχουν εθνικές και πολιτικές επενδύσεις από πολύ παλιά. Αυτός είναι ο λόγος που δυσκολευόμαστε να ομολογήσουμε αυτά τα οποία στην πραγματικότητα καταλαβαίνουμε.
Ο χριστιανισμός που γνωρίζουμε είναι ο χριστιανισμός του Αποστόλου Παύλου;
Γ.Α.Μ.: Νομίζω ότι αυτό η βιβλική επιστήμη το θεωρεί δεδομένο, με την έννοια ότι ο Παύλος διαμόρφωσε την εικόνα που επικράτησε σχετικά με τον Χριστό.
Η επιστροφή στην θρησκεία είναι συγκυριακό φαινόμενο; Οι «προφητείες» του Σάμιουελ Χάντιγκτον περί σύγκρουσης των πολιτισμών θα δικαιωθούν;
Γ.Α.Μ.: Οι θρησκείες επιστρέφουν στο προσκήνιο και για συγκυριακούς λόγους, δηλαδή κοινωνικοπολιτικούς, αλλά πιστεύω ότι υπάρχουν βαθύτεροι υπαρξιακοί λόγοι που ευνοούν αυτή την επιστροφή. Η επιστήμη η οποία προσπάθησε να αντικαταστήσει τη θρησκεία δίνει πολλές απαντήσεις, αλλά αφήνει και καίρια κενά, όσον αφορά τα υπαρξιακά ερωτήματα των ανθρώπων. Ένας ώριμος άνθρωπος μπορεί να ζήσει χωρίς να έχει «τελικές» λύσεις στα υπαρξιακά του ερωτήματα. Ο μέσος άνθρωπος έχει ανάγκη «τελικών» απαντήσεων, τις οποίες μόνον η θρησκεία μπορεί να υποσχεθεί.
* * *
Από το βιβλίο «Σοκ και Δέος», του θεολόγου-συγγραφέα Αρσένιου Μέσκου, Εκδόσεις Αρμός.
Οι ορθόδοξοι θεολόγοι της γενιάς του 60 θέλοντας να είναι πιο προοδευτικοί, χωρίς πολλές κουβέντες απαγκιστρώθηκαν από την κυριολεκτική κατανόηση της Γένεσης, κυρίως όσον αφορά το θέμα της «Εξέλιξης των Ειδών» και τον Δαρβινισμό.
Ήταν πολύ περήφανοι που μπορούσαν να βρουν κάποια χωρία σε πατερικά κείμενα που ευνοούσαν μια εξελικτική κατανόηση της δημιουργίας (και να τα παντρέψουν). Ήταν τόσο σημαντικό γι αυτούς να παρουσιάζονται σύγχρονοι, ώστε αυτό από μόνο του τους αρκούσε και ποτέ δεν προβληματίστηκαν αν αυτό δημιουργούσε παράπλευρα θεολογικά προβλήματα.
Μάλλον κανένας από αυτούς δεν ασχολήθηκε σοβαρά με την εξέλιξη και τη φανταζόταν σαν μια χαρωπή διαδικασία, στην οποία ξεδιπλωνόταν το μεγαλόπνοο σχέδιο του Θεού, ο οποίος εποίησε τα πάντα εν σοφία.
Κανένας από αυτούς δεν θέλησε -και πιστεύω ότι σκοπίμως δεν θέλησε- να δει την καταστροφικότητα, τη βαρβαρότητα και βιαιότητα αυτής της διαδικασίας, που αν την αποδώσει κάποιος στο Θεό, τότε συνομολογεί δημοσίως ότι πιστεύει σ ένα τερατώδη Θεό.
Και αυτό τη στιγμή, κατά την οποία πλείστα θεολογικά πατερικά κείμενα περιγράφουν γλαφυρά ότι ο Θεός δεν κάνει ατελή όντα και ότι τον εμπνέει η αγαθότητα και η σοφία, μια αγαθότητα και μια σοφία που καταπατούνται με τον πλέον βίαιο τρόπο από τις διαδικασίες της εξέλιξης.
Μια διαδικασία η οποία διατηρεί τη σκληρότητα της μέχρι σήμερα. Σήμερα όμως κατά τους θεολόγους αυτή η σκληρότητα δικαιολογείται καθότι είναι... μεταπτωτική.
Και ο αγαθός Θεός των θεολόγων κάθεται αφ’ υψηλού και την παρατηρεί απαθώς, καθότι δεν φταίει Αυτός, αλλά ο Αδάμ και η ελευθερία του.

Νομίζω όπως έχω ξαναπεί ότι, δεν βάζουν απλά το κεφάλι στην άμμο, αλλά ρίχνουν και τσιμέντο γύρω γύρω για να μην ακούν, να μη βλέπουν και να μην καταλαβαίνουν· δεν είναι υπερβολή.


Ένα κείμενο για τη «Βιβλιοθήκη»
Αντί να υπάρξει μια σύγκλιση ανάμεσα στην πραγματικότητα της ζωής και των θεολογικών διδασκαλιών και αναλύσεων, υπάρχει μια πιο ολοκληρωμένη και γενικευμένη απόκλιση.
Ο λόγος που αυτός ο διαχωρισμός είναι δημοφιλής, είναι εύλογος. Μπορεί κανείς να λέει εντυπωσιακά λόγια, λόγια εύηχα, περί αγάπης, ελευθερίας, σχέσης και άλλων συναφών χωρίς να κινδυνεύει να τον ελέγξει κάποιος, γιατί, βέβαια, στον χώρο της φαντασίας μπορεί να δώσει στις λέξεις ό,τι νόημα θέλει, αλλά και να το αλλάζει κατά βούληση. Ταυτόχρονα, έχει έτοιμη την απάντηση για οποιαδήποτε κριτική προκύψει σχετικά με την ιστορική ύπαρξη της Εκκλησίας. Αν πρόκειται για σκάνδαλα, η απάντηση είναι ότι οι κακοί χριστιανοί δεν εφαρμόζουν την καλή χριστιανική διδασκαλία. Αν πάλι πρόκειται για απόψεις που διατυπώνουν άνθρωποι της πραγματικής - ιστορικής Εκκλησίας και είναι εξόφθαλμα παράλογες, η απάντηση είναι ότι αυτοί δεν είναι η όντως πραγματική Εκκλησία.
Σύμφωνα λοιπόν με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν την Εκκλησία οι απολογητές, αυτή αποτελείται από δύο τμήματα: ένα υλικό, ορατό, ψηλαφητό και απίστευτα κακό· και ένα άλλο, το οποίο έχει όλα τα χαρακτηριστικά του άυλου, δεν φαίνεται, δεν πιάνεται, δεν μετριέται, κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται και ταυτόχρονα είναι η πραγματοποίηση, η υλοποίηση της χριστιανικής τελειότητας. Αυτή η τελευταία βέβαια νοείται σύμφωνα με τις προτιμήσεις του εκάστοτε απολογητή· άλλοτε ως μη μεταφυσική αλλά ως εμπειρική πραγματικότητα, άλλοτε ως χώρος σχέσης, άλλοτε ως χώρος θεοφάνειας και ούτω καθεξής. Αυτός ο δυαλισμός όμως δεν θα πρέπει να νομισθεί ότι άπτεται μόνο του ηθικού χώρου. Οχι, άπτεται και της διδασκαλίας. Για πολλούς απολογητές οι δύο Εκκλησίες δεν διαφέρουν μόνον ηθικά, αλλά και ως προς τα πιστεύω τους.
Η διδασκαλία της κακιάς Εκκλησίας είναι νομικιστική, ηθικιστική, πλατωνίζουσα, εκκοσμικευμένη και ό,τι άλλο, ενώ η καλή Εκκλησία είναι πιστή στην αληθινή διδασκαλία. Ποια είναι αυτή η αληθινή διδασκαλία; Για χρόνια ήταν η πατερική διδασκαλία.
Τώρα που οι Πατέρες φαίνεται ότι παρεξήγησαν την αλήθεια και ότι θεολόγησαν με τη δημιουργική φαντασία τους, την αληθινή διδασκαλία την εκφράζει πια μόνον ο Χριστός, και τα Ευαγγέλια. Πάντα όμως μένω με την απορία: Εχουν άραγε το θάρρος και την ειλικρίνεια να πούνε ότι ένα μεγάλο μέρος της μεσαιωνικής θεολογικής παραγωγής είναι προϊόν φαντασίας και χρήζει δραστικής αναθεώρησης; Οχι, αυτό το κρίσιμο ερώτημα το θάβουν άλλοτε εντέχνως και άλλοτε ατέχνως, γιατί βέβαια δεν μπορούν να διαχειρισθούν το άλλο ερώτημα που ακολουθεί: Αυτοί με τίνος τη φαντασία θεολογούν;
Αυτός ο δυαλισμός προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα στους απολογητές. Τους δίνει έναν σάκο του μποξ, στον οποίο μπορούν να εκτονώσουν την απογοήτευση και τον προβληματισμό που προκαλεί η εκκλησιαστική πραγματικότητα, ικανοποιώντας τόσο τον δικό τους ψυχισμό όσο και των ακροατών τους. Ταυτόχρονα τους ενδύει με τον μανδύα της ειλικρίνειας και της γνησιότητας, γιατί εκφράζουν με αυθεντικό τρόπο το δημόσιο αίσθημα. Αλλά, όπως ξέρουμε και από την ψυχολογία, τέτοιες δημόσιες αυτοκριτικές συνήθως χρησιμεύουν για να σκεπάζουν τα πραγματικά προβλήματα. Στρέφουν την προσοχή στις συνέπειες, με σκοπό να αφήσουν στο σκοτάδι τις αιτίες που παράγουν τα προβλήματα.
Αρσένιος Μέσκος