05 June 2023

Έτσι αποχαιρέτισα τον Θεόδωρο Πάγκαλο

του Χρήστου Χωμενίδη, capital.gr, 5/6/2023

Αποχαιρετούμε σήμερα ένα θηρίο. Κάποιον που υπήρξε σε όλα του μεγάλος. Στο σώμα, στη διάνοια, στην ψυχή. Κάποιον που έστεκε συνάμα υπεράνω. Πάνω από υπολογισμούς, συναλλαγές, μανούβρες, Που δεν λογάριαζε το προσωπικό του κέρδος, πλήρωνε ίσα-ίσα ευχαρίστως, απολαυστικά, το κόστος της ελευθερίας του. Αυτό ήταν εν τέλει το κυρίαρχο, το πιο ξεχωριστό χαρακτηριστικό του Θεόδωρου Πάγκαλου. Ότι έζησε, πορεύτηκε σε ιδιωτικούς και σε δημόσιους δρόμους, εντελώς ελεύθερος. Μη δίνοντας λογαριασμό παρά μονάχα στη συνείδησή του.

Δεν ξέρω κανέναν που να είχε συναναστραφεί έστω και ελάχιστα με τον Θεόδωρο Πάγκαλο και να μην κρατάει στην μνήμη του κάτι που είπε, κάτι που έκανε μπροστά του. Ένα αστείο. Μία καίρια παρατήρηση. Μια συμβουλή. Θα έπρεπε όλες εκείνες οι αναρίθμητες ψηφίδες να συναρμολογηθούν ώστε να σχηματιστεί η πλήρης, η ακριβής εικόνα του. Για να συντεθεί η βιογραφία του που -σε εμένα τουλάχιστον- αρνιόταν πεισματικά να γράψει.

Τη δύσκολη αυτή ώρα, που ενώ τη βλέπαμε από καιρό να έρχεται, μάς αιφνιδίασε – ο Πάγκαλος νεκρός; πώς γίνεται;- αντί στεφάνου καταθέτω τρεις δικές μου ψηφίδες.

Τον γνώρισα το καλοκαίρι του 1987 υπό συνθήκες ευτράπελες. Φοιτητές της Νομικής, είχαμε πάει με την τότε αγαπημένη μου διακοπές στην Τζιά. Την πέμπτη και τελευταία μέρα, σηκώθηκε μπουρίνι, απαγορεύτηκαν οι πλόες. Ξεμείναμε αναγκαστικά στο νησί. Τα λεφτά μάς είχαν τελειώσει και η σπιτονοικοκυρά μας, ιδιοκτήτρια ενός ταπεινού "room to let”, αρνήθηκε να μας φιλοξενήσει για μια νύχτα ακόμα και ας της ορκιστήκαμε πως θα μας έστελναν οι γονείς μας έμβασμα για να την πληρώσουμε. Μαζέψαμε συνεπώς τα συμπράγκαλά μας και αράξαμε σε ένα παγκάκι, τυλιγμένοι με πετσέτες παραλίας, με ένα μπουκαλάκι κονιάκ, που το πίναμε εναλλάξ. Φυσούσε επαναλαμβάνω, έκανε πολλή ψύχρα. Κατά τις δύο μετά τα μεσάνυχτα, ενώ είχαμε γλαρώσει, πέφτουν επάνω μας προβολείς. Ξυπνάμε και αντικρύζουμε ένα κακοπαθημένο τζιπ, από τα ηχεία του οποίου ακούγεται όπερα στη διαπασών. Από μέσα σαλτάρει ένας τύπος μεγαλόσωμος, με ηγεμονικό ύφος. "Τι είστε εσείς; Αλητοτουρίστες; Πρεζάκια;" μας κάνει, έτοιμος λες να μας αρπάξει από το αυτί. Προφανώς ψαρώσαμε. Ψελλίζοντας εγώ τού εξήγησα τι μας είχε συμβεί. "Να σας δανείσουμε καναδυό χιλιάρικα, να βρείτε κατάλυμα; Μπα, όλοι θα κοιμούνται τέτοια ώρα…" μονολόγησε. "Εμπρός, ελάτε μαζί μας!".

Πήγαμε σε ένα σπίτι από το οποίο καμιά εικόνα δεν συγκρατώ, ίσως επειδή έχουν περάσει τόσα χρόνια, ίσως επειδή με είχε απορροφήσει η παρουσία του Πάγκαλου. Μας τάισαν, μας πότισαν ωραίο κρασί. Κουβεντιάζαμε ώσπου χάραξε. Από όσα είπε, ένα μού εντυπώθηκε. "Η χειρότερη κατάντια για τον πολιτικό; Όποτε αποτυγχάνει στις εκλογές να τα ρίχνει στον λαό. Να λέει ότι οι ψηφοφόροι τον αδίκησαν ή εξαπατήθηκαν και θα το μετανοιώσουν…" "Δεν αδικούν οι ψηφοφόροι;" ρώτησα. "Δεν εξαπατώνται;" "Προφανώς! Συχνότατα! Αλοίμονο όμως εάν μπαίνεις στο παιχνίδι αγνοώντας τον βασικό του κανόνα. Αλοίμονο σου, μικρέ, άμα δεν ξέρεις να χάνεις. Στην πολιτική, στον έρωτα, παντού…"

Καμιά δεκαπενταριά χρόνια αργότερα, ενώ πλέον γνωριζόμασταν αρκετά, μού τηλεφωνεί ένα απόγευμα. "Σε μισή ώρα να στέκεσαι στη γωνία Πατησίων και Στουρνάρη" με διατάζει. "Θα περάσω να σε πάρω." Φαντάζεστε την έκπληξη μου. Ήταν τότε υπουργός Εξωτερικών – τι μπορεί να με ήθελε; Μπήκα στο άμαξι, δίπλα του. Φορούσε -θυμάμαι- ένα μαύρο παλτό με βελούδινα πέτα κι ένα πλατύγυρο καπέλο. Βγαλμένος έμοιαζε από άλλη εποχή, από ταινία έστω εποχής. Μπήκαμε στην πλατεία Ομονοίας, κατεβήκαμε την Πειραιώς, ενώ φτάναμε πιά στα Καμίνια, κοίταξε το ρολόι του και είπε στον οδηγό να κάνει αναστροφή. "Μα πού πάμε;" ρώτησα. "Σε επιστρέφω στο σημείο που σε παρέλαβα. Είχα ένα κενό κι είπα να το περάσω φλυαρώντας ευχάριστα μαζί σου…" Τον κοίταξα άναυδος. "Σου χάλασα μήπως το πρόγραμμα; Θα συναντούσες κανένα κορίτσι;". Έμοιαζε έτοιμος να απολογηθεί. Εγώ αντιθέτως ένοιωθα πολύ κολακευμένος.

Την τελευταία φορά που βγήκαμε έξω μαζί, με πήγε στα μέρη του, στη Μάντρα. Ήθελε να με μυήσει στην αρβανίτική κουζίνα, στην προβατίνα και στις πίττες και στις γκόγλιες. Χειμώνας και ο καιρός ήταν αντίστοιχος του πολιτικού κλίματος που επικρατούσε. 2012, η εποχή των μνημονίων και των αγανακτισμένων. Από αδιαφιλονίκητος Αττικάρχης, ο Θεόδωρος Πάγκαλος είχε γίνει για αρκετούς μισητό πρόσωπο. Κυρίως για όσους είχαν πιο προκλητικά ωφεληθεί τις καλές εποχές. Μπαίνοντας στην ταβέρνα, σηκώθηκε από δυό-τρία τραπέζια σούσουρο, ίσως και να τον έβρισαν μέσα απ’τα δόντια τους. "Μην ιδρώνει το αυτί σου" μου λέει. "Εγώ έχω συνηθίσει… Με έχουν κάνει αποδιοπομπαίο τράγο - στάσου στη δεύτερη λέξη, στο "τράγος” – λίγο το έχεις, στα εβδομηνταπέντε σου, να σε θεωρούν ακόμα τράγο; Θυμάσαι το ποιήμα του Ανδρέα Εμπειρίκου για τον Αίγαγρο;"

Βεβαίως και το θυμάμαι, Θεόδωρε. Και με τους στίχους του σε αποχαιρετώ. 

"Πήδηξε ο Αίγαγρος και στάθηκε σε μια ψηλή κορφή. Στητός και ρουθουνίζοντας κοιτάζει τον κάμπο κι αφουγκράζεται πριν άλλο σκίρτημα σε άλλη κορφή τον πάει… Έπειτα, ξαφνικά, υψώνει το κεφάλι του και αφήνει μέγα βέλασμα, που αντηχεί επάνω και πέρα απ’τα φαράγγια σαν γέλιο λαγαρό, και μονομιάς, με πήδημα γοργό, σαν βέλος θεόρατο ή σαν διάττων, ακόμα πιο ψηλά πετιέται. 

Γειά και χαρά σου, Αίγαγρε! Γιατί να σου φαντάξουν τα λόγια του κάμπου και οι φωνές του; Γιατί να προτιμήσεις του κάμπου τα κατσίκια; Έχεις ό,τι χρειάζεσαι εδώ και για βοσκή και για οχείες και κάτι παραπάνω, κάτι που, μα τον Θεό, δεν ήκμασε ποτέ κάτω στους κάμπους – έχεις εδώ τη Λευτεριά!

Ο ήλιος εδώ, κάθε πρωί, σηκώνεται ανάμεσα στα κέρατά σου! Στα μάτια σου λάμπουν οι αστραπές του Ιεχωβά και ο ίμερος ο άσβηστος του Δία, κάθε φορά που σπέρνεις εδώ, στα θηλυκά σου, την ένδοξη κι απέθαντη γενιά σου!

Γειά και χαρά σου, Αίγαγρε, που πατάς τα νυχοπόδαρά σου στων απορρώγων κορυφών τα πιο υψηλά Ωσαννά!

"Είπα και ελάλησα Αίγαγρε" -είπα κι ελάλησα, Θεόδωρε Πάγκαλε- "και αμαρτίαν ουκ έχω".