του ΝΟΤΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Καθημερινή, 9/5/21
Την τελευταία φορά που μιλήσαμε στο τηλέφωνο είχε μόλις εισαχθεί στο νοσοκομείο με κορωνοϊό. Δυσκολευόταν πολύ να αναπνεύσει και μιλούσε για την ατυχία να μην έχει ανοίξει ακόμη η πλατφόρμα για τον εμβολιασμό της ηλικιακής ομάδας του. Οι λέξεις έβγαιναν με κόπο. «Νιώθω σαν να έχει παρκάρει πάνω στο στήθος μου ένα πελώριο τζιπ». Έπειτα από μερικές μέρες που τον έβαλαν στον αναπνευστήρα, μου έστελνε μηνύματα αγωνίας αλλά και ελπίδας. «Για λίγες ώρες καλύτερα, αλλά τις υπόλοιπες εσταυρωμένος. Βαριάς μορφής πνευμονία. Έχω όμως ραδιοφωνάκι και σ’ ακούω». Μετά, τα μηνύματα σταμάτησαν. Με έζωσαν τα φίδια. «Τον διασωλήνωσαν», μου είπε αναστατωμένη η γυναίκα του, που μόλις είχε πάρει κι εκείνη εξιτήριο από το νοσοκομείο λόγω του ιού. Πίστευα πως όλα θα πήγαιναν καλά. Ενας άνθρωπος 67 χρόνων, με τσαγανό και χωρίς υποκείμενα νοσήματα θα ταλαιπωρηθεί, θα παλέψει, αλλά στο τέλος θα βγει νικητής, έλεγα. Μετά τη βαριά πνευμονία που δεν υποχωρούσε, ήρθε η ενδονοσοκομειακή λοίμωξη που επιδείνωσε την κατάσταση. Τη Δευτέρα του Πάσχα έγινε το αδιανόητο. Ο φίλος μου ο Ντίνος, έπειτα από σχεδόν 20 ημέρες νοσηλείας στην Εντατική, έχασε τη μάχη με τον κορωνοϊό. Αυτός που είχε δώσει τόσες μάχες στη ζωή του και τις είχε όλες κερδίσει.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε έξω από τη Θεσσαλονίκη, από πάμφτωχους γονείς. Ο πατέρας του μετέφερε λαχανικά στην κεντρική αγορά της πόλης με ένα παλιό φορτηγό. Απ’ αυτό ζούσε όλη η οικογένεια. Ο Ντίνος είχε κλίση στα ηλεκτρονικά, τελείωσε μια σχολή και άρχισε να επισκευάζει τηλεοράσεις και ραδιόφωνα. Ωσπου ήρθαν έτσι τα πράγματα και κάποιος πελάτης του γιατρός τον προσέβαλε. «Γι’ αυτό στη ζωή σου δεν πρόκειται να κάνεις τίποτα», του είχε πει απαξιωτικά. Βαριά λόγια, που έκαναν τον Ντίνο να δει τη ζωή με άλλο μάτι. Εκείνη τη μέρα υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι θα αλλάξει τη μοίρα του.
Έβγαλε ναυτικό φυλλάδιο και μπάρκαρε για να μαζέψει χρήματα και να σπουδάσει. Τα καλοκαίρια πήγαινε σε κάποιο κολέγιο της Αγγλίας για να μάθει αγγλικά και το χειμώνα δούλευε μαρκόνης στα καράβια. Μετά τη γλώσσα έδωσε εξετάσεις GSE και μπήκε στο πανεπιστήμιο, όπου γνωριστήκαμε. Διάβασμα το χειμώνα και μπάρκο το καλοκαίρι. Πτυχίο και μετά μεταπτυχιακό. Στα ηλεκτρονικά και στις τηλεπικοινωνίες. Η πειθαρχία του, το πείσμα του και η απλότητά του κέρδισαν τον θαυμασμό και τον σεβασμό καθηγητών και συμφοιτητών. Αλλά κι επειδή ήταν πάντα εκεί να βοηθήσει και να ενθαρρύνει όσους είχαν ανάγκη.
Γύρισε στην Ελλάδα και στρώθηκε στη δουλειά. Ξεκίνησε με τηλεφωνικά κέντρα, ασχολήθηκε με πυροσωλήνες, με διόπτρες νυκτός, με ηλεκτρονικά υψηλής τεχνολογίας. Η εταιρεία του άρχισε να κερδίζει διεθνείς διαγωνισμούς και να πουλάει προϊόντα κόντρα σε κολοσσούς του είδους. Αμερικανικές φίρμες έφτασαν να πουλάνε τα δικά του είδη με αμερικανικό περιτύλιγμα σε εταιρείες του ελληνικού Δημοσίου που ήθελαν σώνει και καλά να αγοράσουν... made in USA.
Το πιο εντυπωσιακό. Πίστευε στις δυνάμεις του και στις δυνατότητες της χώρας. Σε κάθε του βήμα βροντοφώναζε ότι η Ελλάδα έχει από τους καλύτερους μηχανικούς στον κόσμο. Και ότι μια ελληνική βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας δεν θα έχει τίποτα να ζηλέψει από τους ξένους. Αν βοηθηθεί, μπορεί να κάνει θαύματα. Να κάνει την Ελλάδα Ισραήλ, όπως έλεγε και ξανάλεγε. Καλή η γεωργία και ο τουρισμός, αλλά για την ανάπτυξη της χώρας κάποιος πρέπει να ποντάρει και στην υψηλή τεχνολογία, που είναι το μέλλον. «Ξέρεις πόσα χρήματα βγάζει η Ελλάδα από μία οθόνη δική μου που τοποθετείται στα γαλλικά Mιράζ; Σχεδόν τα διπλάσια απ’ ό,τι από δέκα τριαξονικά φορτηγά γεμάτα σταφύλια. Μία μικρή οθόνη. Γι’ αυτό πρέπει να φτιάξουμε την ελληνική Σίλικον Βάλεϊ. Τόσα σπουδαία ελληνικά μυαλά φεύγουν για πάντα στο εξωτερικό».
Απέκτησε χρήματα και φήμη. Και δύο καταπληκτικά αγόρια – ηλεκτρονικούς και κομπιουτεράδες– με τη σύζυγό του Εύη, την αγάπη του και συμπαραστάτη σύντροφό του στα εύκολα και στα δύσκολα. Κι ένα εγγονάκι που επιτέλους θα γέμιζε χαρά τα χρόνια της «αποστρατείας» του – είχε κάνει ήδη τα χαρτιά του για τη σύνταξη. Αλλιώς τα έφερε η ζωή, Ντίνο μου. Ο κόσμος θα ήταν πολύ διαφορετικός αν περισσότεροι άνθρωποι έμοιαζαν έστω και λίγο σ’ εσένα.