Αμερικανοί μετανάστες στα γκουλάγκ του Στάλιν
του Αναστάση Βιστωνίτη, ΒΗΜΑ, 16/1/2011
Μπορεί κανείς να φανταστεί ότι εργάτες από τις ΗΠΑ μετά το κραχ του 1929 θα μετανάστευαν στην ΕΣΣΔ; Και όμως συνέβη. «Μόνο τους οκτώ πρώτους μήνες του 1931, το Αμτρογκ – το σοβιετικό πρακτορείο εργασίας με έδρα τη Νέα Υόρκη- έλαβε περισσότερες από 100.000 αιτήσεις Αμερικανών να μεταναστεύσουν στην ΕΣΣΔ». Τι διεκδικούσαν όλοι αυτοί; Τις μόλις 6.000 θέσεις εργασίας που πρόσφεραν οι Σοβιετικοί για ειδικευμένους μηχανικούς. Οι περισσότεροι από τους Αμερικανούς μετανάστες δεν επέστρεψαν ποτέ στις ΗΠΑ. Έπεσαν θύματα της σταλινικής τρομοκρατίας.
Αυτή τη σχετικά άγνωστη πτυχή της ιστορίας του 20ού αιώνα ερευνά ο ελληνικής καταγωγής Τιμ Τζουλιάδης στο ογκώδες βιβλίο του Οι εγκαταλειμμένοι (Τhe Forsaken), που απέσπασε το βραβείο Longman-Ηistory Τoday το 2009.
Αφήνοντας κατά μέρος τα στερεότυπα στα οποία καταφεύγει μερικές φορές, ιδιαίτερα στα τελευταία κεφάλαια, το βιβλίο του αποτελεί λαμπρό δείγμα ερευνητικής δημοσιογραφίας. Και όπου μιλούν τα γεγονότα και τα στοιχεία, οι θεωρητικολογίες και οι γενικεύσεις πάνε περίπατο.
Τι επεδίωκε ο Στάλιν μ΄ αυτό είναι φανερό: να δώσει την εικόνα μιας χώρας που αντιπροσώπευε την πατρίδα της εργατικής τάξης, μια Γη της Επαγγελίας, μια νέα μεθόριο. Απέναντι στον καταρρέοντα καπιταλιστικό κόσμο υψωνόταν ένας άλλος όπου δεν θα υπήρχε ανεργία, οι συνθήκες εργασίας θα ήταν πολύ καλύτερες και θα χτιζόταν μια δίκαιη και ειρηνική κοινωνία.
Στα πρώτα τέσσερα- πέντε χρόνια τα πράγματα έβαιναν κάπως ομαλά.
Οι Αμερικανοί εργάτες, τεχνίτες και μηχανικοί είχαν προσαρμοστεί σε έναν άλλον τρόπο ζωής διατηρώντας πολλές από τις αμερικανικές τους συνήθειες.
Ακόμη και ομάδες του μπέιζμπολ υπήρχαν, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν εύκολο εκείνα τα χρόνια να προμηθευθούν τα ρόπαλα, τα γάντια και τις απαραίτητες ειδικές μπάλες για το παιχνίδι. Το μπέιζμπολ ωστόσο σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα έγινε από τα δημοφιλέστερα σπορ σε όλη τη Σοβιετική Ένωση. Ώσπου συνέβη αυτό που θα άλλαζε τα πάντα.
Τους έπαιρναν το διαβατήριο
Την 1η Δεκεμβρίου 1934 στο Λένινγκραντ δολοφονήθηκε ο Κίροφ, ο δεύτερος ισχυρότερος άνδρας του κομμουνιστικού κόμματος μετά τον Στάλιν. Η συνέχεια είναι λίγο- πολύ γνωστή. Ενα κύμα συλλήψεων και εκτελέσεων κατέκλυσε τη χώρα τα επόμενα έξι χρόνια. Από τον Μεγάλο Τρόμο δεν γλίτωσαν ούτε οι Αμερικανοί, που υπέστησαν τις ίδιες διώξεις με τους Σοβιετικούς και είχαν την ίδια μεταχείριση.
Πώς μπορούσε όμως ένα καθεστώς να φυλακίσει, να εξορίσει, να στείλει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης τους πολίτες μιας άλλης χώρας;
Η μέθοδος ήταν απλή: οι Αμερικανοί που μετανάστευαν στη Σοβιετική Ένωση μόλις έφθαναν παρέδιδαν για διαδικαστικούς λόγους το διαβατήριό τους, το οποίο δεν τους το επέστρεφαν ποτέ. Έτσι, όταν άρχισαν οι διωγμοί θεωρούνταν σοβιετικοί πολίτες, ήθελαν δεν ήθελαν. Αν τολμούσαν να πάνε στην αμερικανική πρεσβεία της Μόσχας δεν είχαν καμία υποστήριξη, αφού «δεν ήταν πλέον Αμερικανοί». Όσοι το έπραξαν, μόλις βγήκαν από το κτίριο αμέσως συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη για κατασκοπεία.
Την εποχή εκείνη πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Μόσχα ήταν ο Τζόζεφ Ντέιβις που, όπως τον παρουσιάζει ο Τζουλιάδης, είχε τόσο γοητευθεί από τον Στάλιν που δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να δει τι γινόταν γύρω του. Το 1938, τη χειρότερη χρονιά του Μεγάλου Τρόμου, ο πρεσβευτής έγραψε στην κόρη του ότι ο Στάλιν «δίνει την εντύπωση ενός γερού μυαλού, είναι ατάραχος και σώφρων. Τα καστανά μάτια του είναι υπερβολικά φιλικά και ευγενικά. Ένα παιδάκι θα ήθελε να καθίσει στα γόνατά του και ένας σκύλος θα τον πλησίαζε δειλά».
Ο καλός ποιμήν
Να λοιπόν μια εικόνα του «Πατερούλη» από έναν Δυτικό. Εκείνος ο «καλός ποιμήν» με το παχύ μουστάκι, πέραν των εντολών του σε άλλους, είχε προδιαγράψει την εκτέλεση 45.000 ανθρώπων. Βέβαια, εδώ θα πρέπει κανείς να τονίσει αφενός μεν τη γοητεία ανάμεικτη με δέος που ασκούσε ο Στάλιν στους πάντες εκείνη την εποχή, αφετέρου ένα πρακτικό ζήτημα που σχετίζεται με τη real politic των ΗΠΑ.
Πράγματι, ο πρεσβευτής είχε σαφείς εντολές από τον πρόεδρο Ρούζβελτ να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Στάλιν και να βοηθήσει στην ανάπτυξη των αμερικανοσοβιετικών σχέσεων. Άλλωστε η αλληλογραφία Στάλιν-Ρούζβελτ κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι η μεγαλύτερη απόδειξη. Ήταν λοιπόν ένας άλλος κόσμος που σε μεγάλο βαθμό -και ευτυχώς- τον έχουμε αφήσει πίσω μας.
Γι' αυτό και δεν θα πρέπει να μας παραξενεύει το ότι ο Τζόζεφ Ντέιβις που αδιαφορούσε για τη ζωή και την τύχη των συμπατριωτών του στην ΕΣΣΔ, εφαρμόζοντας φυσικά εντολές, έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο Μission to Μoscow (Αποστολή στη Μόσχα), όπου υμνεί τον Στάλιν, αφού όταν εκδόθηκε το 1941 πούλησε μόνο στις ΗΠΑ 700.000 αντίτυπα, ενώ βρέθηκε στην κορυφή των ευπώλητων στις 13 γλώσσες στις οποίες μεταφράστηκε.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η ίδια η κυβέρνηση των ΗΠΑ, έχοντας μπροστά της το φάσμα του επερχόμενου παγκοσμίου πολέμου, πήρε την οδυνηρή απόφαση να «θυσιάσει τους ανθρώπους της», όπως γράφτηκε χαρακτηριστικά στον «Μonde». Η πράξη εξηγείται αλλά κατά κανέναν τρόπο δεν δικαιολογείται.
Σε κάθε εποχή κρίνονται οι παραλείψεις και οι αθλιότητες της προηγούμενης. Αλλά αν κάτι μάς έχει διδάξει η δική μας είναι ότι η ανθρώπινη ζωή βρίσκεται πάνω από τα συστήματα και, κυρίως, τα συστήματα κρίνονται τελικά από το μέγεθος του σεβασμού που οφείλουν στην ανθρώπινη ζωή.
Αμερικανός και κομμουνιστής
Ένας από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι ο Τόμας Σγκόβιο που το 1945, στα 19 του χρόνια, ταξίδεψε με τη μητέρα του και τη δεκαεπτάχρονη αδελφή του στη Ρωσία για να συναντήσουν τον πατέρα τους Τζόζεφ, δραστήριο μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ που έβγαζε πύρινους λόγους στα σοβιετικά εργοστάσια διεκτραγωδώντας την αθλιότητα στην οποία είχε περιπέσει η αμερικανική εργατική τάξη. Ο Τζόζεφ συνελήφθη το 1937 και πέρασε δέκα χρόνια σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην περιοχή του ποταμού Κολυμά. Το ίδιο συνέβη και στον γιο του, ο οποίος σε όλο σχεδόν το υπόλοιπο διάστημα που έμεινε στη Σοβιετική Ένωση μπαινόβγαινε στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κατάφερε να επιστρέψει στις ΗΠΑ το 1960.
Ένας άλλος είναι ο Βίκτορ Χέρμαν, που πήγε κι αυτός νεαρός στην ΕΣΣΔ τέσσερα χρόνια νωρίτερα και μπαινόβγαινε στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Επέστρεψε στην Αμερική το 1976.
Και ο Χέρμαν και ο Σγκόβιο εξέδωσαν βιβλία με τις αναμνήσεις τους, τα οποία πέρασαν απαρατήρητα. Θεωρήθηκαν περίπου ως «παρεκτροπές του Ψυχρού Πολέμου». Ο Χέρμαν πέθανε το 1985 από καρδιακή προσβολή. Ο Σγκόβιο το 1997.
Το 1919 ο κορυφαίος Ρώσος ποιητής Αλεξάντρ Μπλοκ φανταζόταν τη Ρωσία της επανάστασης ως τη «νέα Αμερική», την «αληθινή Αμερική». Αυτή ονειρεύτηκαν και οι νέοι Αμερικανοί που μετανάστευσαν εκεί τη δεκαετία του 1930. Δεν τη βρήκαν, ούτε οι ίδιοι ούτε τα εκατομμύρια των Ρώσων και όσων τη φαντάστηκαν στον υπόλοιπο κόσμο, απλούστατα γιατί ποτέ δεν υπήρξε.
Το βιβλίο του Τζουλιάδη, πέραν των σημαντικών στοιχείων που φέρνει στο φως έπειτα από συστηματική έρευνα στις αρχειακές πηγές, έχει ένα σημαντικό προσόν: συνδυάζει με αριστοτεχνικό τρόπο όσα ήδη γνωρίζουμε με αυτά που φέρνει στο φως. Ο συγγραφέας ενδίδει κάποτε σε υπεραπλουστεύσεις. Όταν όμως κανείς αναφέρεται σε ένα από τα μεγαλύτερα συλλογικά δράματα στην παγκόσμια ιστορία, αυτό είναι, θα λέγαμε, αναπόφευκτο.