«Πήγαιναν οι αμαθείς κοντά του κι έδρεπαν ακόμη μεγαλύτερη αμάθεια».Τζον Απντάικ, Το παζάρι στο άσυλο
του Βασίλη Κανέλλη, in.gr, 22/11/2019
Εντυπωσιάζομαι που πολλοί εντυπωσιάστηκαν επειδή ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό Open, μίλησε για την Ντόιτσε Βέλε, τη «δημόσια τηλεόραση της Ελβετίας», που την άκουγαν κρυφά οι Έλληνες τα χρόνια της Κατοχής. Εχουν δίκιο όσοι εντυπωσιάστηκαν, στο παρελθόν δεν είχε δώσει καμία αφορμή. Μόνο μια φορά είχε πει τη Ναόμι Κλάιν (τη θυμάστε;) Ναόμι Κάμπελ. Κι άλλη μια φορά χασκογελούσε όταν ένας φίλος του, ο σλοβένος πανεπιστημιακός Σλαβόι Ζίζεκ, έλεγε ότι όσοι δεν τον ψηφίσουν πρέπει να σταλούν στο γκουλάγκ. Είχε πάει, όπως θυμάστε, στη Μυτιλήνη και στη Λέσβο, είχε κάνει στροφή 360 μοιρών… Και μια άλλη φορά υποσχόταν ότι θα καταργήσει τον «νεοποτισμό», πριν αρχίσει να διορίζει μετακλητούς ό,τι κομματικό του βρισκόταν…
Δεν έχει νόημα η απαρίθμηση όλων των τεκμηρίων της παραμελημένης σχέσης του πρώην πρωθυπουργού με τη γνώση, που εκφράστηκε με ποικίλους τρόπους. Από σεβασμό στο κύρος του αξιώματος, άλλωστε, η δημοσιογραφική κοινή γλώσσα υποβάθμιζε αυτή την πλευρά του κάνοντας ευγενικά λόγο για σαρδάμ, για λαθάκια εν τη ρύμη του λόγου.
Αλλά η ελληνική κοινωνία, που στήριξε τον Τσίπρα, γενικώς στηρίζει και την κυρίαρχη κουλτούρα των τελευταίων δεκαετιών, την κουλτούρα της αμάθειας. Αρχίζει από την οικογένεια. Κυριαρχεί στο σχολείο και αποθεώνεται στα ΜΜΕ. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, κατά την αλτουσεριανή ανάλυση, ευνοούν την καλλιέργεια και τη διάδοσή της. Κι η κοινωνία ανταποκρίνεται στα πρότυπα που, η επί δεκαετίες κυρίαρχη αντίληψη, έχει συμβάλει να κυριαρχήσουν απ’ άκρου εις άκρον.
Η βασική αιτία αυτής της αδιαφορίας για τη γνώση είναι ο κρατισμός. Ετσι και βρεθείς στην αγκαλιά του κράτους, από τη στιγμή που θα παραιτηθείς από βλέψεις για υψηλές θέσεις στην ιεραρχία, ουδείς θα σε ενοχλήσει περί προσόντων και περί ανταγωνιστικότητας στην εργασία που προσφέρεις. Αυτή η ειδική προνομία, που στο παρελθόν την είχαν «πελάτες» συντηρητικών κομμάτων εξουσίας, «εκδημοκρατίστηκε» τη δεκαετία του 1980 και, παράλληλα με το ξεχείλωμα των ορίων του κράτους, συνέβαλε καθοριστικά στη χρεοκοπία.
Το «προοδευτικό κύμα» εκείνης της δεκαετίας, άλλωστε, έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στο ξεχαρβάλωμα και της εκπαίδευσης. Ο εκπαιδευτικός αντιαυταρχισμός σε μεγάλο βαθμό συνυφάνθηκε με την υποβάθμιση της αξιολόγησης της μαθητικής εργασίας, με τον εξισωτισμό προς τα κάτω. Κι η μετάβαση από ένα συντηρητικό σχολείο σε πιο εξωστρεφείς μορφές εκπαίδευσης ακύρωσε πολύ γρήγορα τη γνωστική αυτονομία του γυμνασίου και του λυκείου, που μετατράπηκαν σε τεράστια πάρκινγκ μαθητών, στόχος των οποίων είναι να παπαγαλίζουν ετοιματζήδικες προκάτ ασκήσεις για το πανεπιστημιακό εισιτήριο – στο οποίο, έως πρόσφατα, κυριαρχούσε το σύνθημα «όχι στην εντατικοποίηση». Απόρροια αυτής της αντίληψης των πραγμάτων είναι και η πεποίθηση ότι «η αριστεία είναι ρετσινιά», που τη συμπύκνωσε ο υπουργός Παιδείας Αριστείδης Μπαλτάς.
Αυτό το μοντέλο κοινωνικής ένταξης, που ορίζει και τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης, διώχνει από την Ελλάδα τους άξιους οι οποίοι κατορθώνουν να ξεφεύγουν από τον μέσο όρο. Δεν χρειάζεται τις ειδικές δεξιότητές τους και τη δημιουργικότητά τους η χώρα, γι’ αυτό και παίρνουν των ομματιών τους αναζητώντας πιο φιλόξενα περιβάλλοντα που θα μπορούσαν να στεγάσουν τις φιλοδοξίες και τα προσόντα τους.
Η χώρα είναι όμηρος της κουλτούρας της αμάθειας – και των πλειοψηφικών εκπροσώπων της.