του Ηλία Κανέλλη, ΒΗΜΑ 28/11/2019
Ήταν τόσο απλό όσο το αβγό του Κολόμβου. Αλλά στις δημόσιες συζητήσεις που είχαμε κάνει αδυνατούσαμε ακόμα και να το περιγράψουμε. Αντίθετα, το περιγράφαμε απολύτως ως σύγκρουση ανάμεσα σε υπηρεσίες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα και μερίδας των εκπροσώπων της, μερίδας των τοπικών κοινωνιών και κυρίως της Εκκλησίας, που αντιδρούσαν.
Ο λόγος για τη δυνατότητα των τεθνεώτων να αποτεφρωθούν, θεσμοθετημένος έπειτα από πολυετείς προσπάθειες πολιτών, προσέκρουε πάντως όχι τόσο στις αντιδράσεις της Εκκλησίας όσο στην αδυναμία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (που διαχειρίζεται τα κοιμητήρια) να χωροθετηθούν και να δημιουργηθούν αποτεφρωτήρια. Ε, λοιπόν, αυτό λύθηκε εύκολα και χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Μια ιδιωτική εταιρεία ανέλαβε την ανέγερση αποτεφρωτηρίου στη Ριτσώνα της Εύβοιας. Νομοθετικά, η δυνατότητα ιδιωτικής επένδυσης είχε δοθεί επί υπουργίας Πάνου Σκουρλέτη. Την άδεια έδωσε η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας το 2018. Και το πρώτο ιδιωτικό αποτεφρωτήριο ήδη λειτουργεί επί κυβερνήσεως ΝΔ.
Ως γνωστόν, ιδίως τα τελευταία χρόνια, κάποιος που πέθαινε και είχε εκδηλώσει την επιθυμία του να καεί εξαγόταν συνήθως στη Βουλγαρία (αν το οικογενειακό βαλάντιο το επέτρεπε, υπήρχε η δυνατότητα να καεί και στη Δυτική Ευρώπη). Εκεί γινόταν η αποτέφρωση πολλών Ελλήνων και Ελληνίδων, συχνά σε ένα κλίμα μυστικοπάθειας. Εκτός από το συνάλλαγμα, κυρίως είχε χαθεί η αξιοπρέπεια των οικείων του θανόντος, που δεν είχαν τη δυνατότητα μιας αξιοπρεπούς εξοδίου τελετής για τον άνθρωπό τους. Ολα γίνονταν βεβιασμένα, σχεδόν κρυφά, σε αναξιοπρεπείς συνθήκες μεγάλης ταλαιπωρίας.
Η κύρια αντίδραση προερχόταν και συνεχίζει να προέρχεται από την Εκκλησία. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος αρνείται την καύση του νεκρού σε κλίβανο επειδή κατά το θρησκευτικό δόγμα που προνομιακώς διερμηνεύει το ανθρώπινο σώμα θεωρείται στοιχείο της υποστάσεως του ανθρώπου, που έχει πλαστεί κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού και όχι «στερεό απόβλητο» που πρέπει να αντιμετωπίζεται όπως οι κοινωνίες αντιμετωπίζουν τα απορρίμματά τους.
Ήδη από το 2014 η Εκκλησία δεν κάνει θρησκευτική κηδεία ή μνημόσυνο σε τεθνεώτες που είχαν επιλέξει την καύση (διαβάζεται πάντως τρισάγιο για όσους το επιθυμούν), ενώ πλέον ζητείται η έκφραση της οικείας βουλήσεως του τεθνεώτος για την καύση του – δεν αρκεί η βούληση των οικείων του.
Το δικαίωμα στη μεταθανάτια διαχείριση της σορού καθεμιάς και καθενός απορρέει κυρίως από τις πεποιθήσεις μας, από τη διαχείριση του φόβου του θανάτου. Η δυνατότητα μιας εναλλακτικής διαχείρισης (διαδεδομένης σε άλλους πολιτισμούς, περιορισμένης στην Ελλάδα λόγω μιας δογματικής ανάγνωσης της ζωής) δεν έχει να κάνει τόσο με το θάνατο όσο με τη ζωή: την ελευθερία και τις δυνατότητες αυτοδιαχείρισης της ατομικότητάς μας που μας παρέχονται στο πλαίσιο της κοινωνικής μας συμβίωσης. Η πολιτική, σε μεγάλο βαθμό, συνεχίζει να υποτιμά την ατομικότητα, δεν τη συμπεριλαμβάνει στις μεγάλες αφηγήσεις της διαχείρισης του κόσμου και, κυρίως, της αλλαγής του. Συμβολικώς, λοιπόν, είναι απείρως ενδιαφέρον ότι στη διαχείριση του επέκεινα η απάντηση δόθηκε όχι από την Αυτοδιοίκηση, εγκλωβισμένη σε αυτές τις αφηγήσεις και στους φορείς τους, αλλά από την ιδιωτική πρωτοβουλία.