05 July 2019

Ποιοι είναι οι «ιδιοκτήτες του λαού»;

Συνέντευξη στον Ηλία Μαγκλίνη, Καθημερινή, 1/7/2019


Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος ήταν γνωστός ως λογοτεχνικός κριτικός της μαρξιστικής σχολής, μακριά όμως από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό και, βέβαια, από κάθε κομματικό δογματισμό. Γεννημένος το 1924 στον Πειραιά, έχει γράψει τη δική του ιστορία στα γράμματα και στην πολιτική ζωή της χώρας, παραμένοντας μάχιμος ως δημοκρατικός πολίτης, ως σχολιαστής, ως πολιτικό ον, στα ενενήντα πέντε του αισίως. Το 1952 άρχισε να εργάζεται στην «Αυγή», μαζί με τους Τάσο Λειβαδίτη, Τίτο Πατρίκιο και Κώστα Κουλουφάκο.
Υπήρξε συνιδρυτής της ιστορικής «Επιθεώρησης Τέχνης» το 1954 (την έκλεισε η δικτατορία), ενώ κατέγραψε και ανέλυσε την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή καθ’ όλη τη διάρκεια του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα. Το 1996 απέσπασε το Κρατικό βραβείο για το βιβλίο «Αρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος», το 2008 ονομάστηκε επίτιμος διδάκτωρ στο Τμήμα Φιλολογίας ΑΠΘ και το 2013 απέσπασε το Μέγα βραβείο Γραμμάτων.
Μολονότι στρατευμένος στην Αριστερά από πολύ νωρίς (στην ΕΠΟΝ το 1943· βαριά τραυματίας στα Δεκεμβριανά το 1944· εξόριστος σε Ικαρία, Μακρόνησο και Αγιο Ευστράτιο από το 1947 έως το 1952· αυτοεξόριστος στο Παρίσι κατά τη χούντα), δεν τα πήγε ποτέ καλά με την «πρώτη φορά Αριστερά». Επανειλημμένα έχει ασκήσει δριμύτατη κριτική στην τωρινή κυβέρνηση, από την αρχή που εξελέγη.

Ο πολιτικός πολιτισμός
Σήμερα, μία εβδομάδα πριν από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου, και στη σκιά μιας συζήτησης που προέκυψε μετά τις ευρωεκλογές περί πολιτικού πολιτισμού, σκεφτήκαμε να του θέσουμε ορισμένα ερωτήματα γύρω ακριβώς από αυτό το ζήτημα.

– Με την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές, τέθηκε ζήτημα, από στελέχη του μάλιστα, έλλειψης ήθους και αλαζονικής συμπεριφοράς, ότι αυτό πλήρωσε κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ. Τον τελευταίο καιρό βλέπουμε τον ίδιο τον πρωθυπουργό να έχει ρίξει τους τόνους. Ελάχιστη σχέση έχει ο ΣΥΡΙΖΑ προ ευρωεκλογών με τον μετά. Συμφωνείτε εσείς με αυτή την άποψη και αν ναι, πώς θα ορίζατε αυτή την έλλειψη ήθους στην πολιτική; Είναι, π.χ., η επιθετική στάση των κυβερνώντων απέναντι στα θύματα του Ματιού, η γενική συμπεριφορά Πολάκη, η ανοχή απέναντι στον αντιεξουσιαστικό χώρο ή και κάτι άλλο, κάτι γενικότερο και βαθύτερο;

– Η πρωτοφανής αλαζονεία, το αρειμάνιο ήθος, ο διχαστικός λόγος και η δολιοφθορά των θεσμών συνδέονται, βέβαια, με τη γενική αποτυχία της πρώτης φοράς Αριστερά, της χειρότερης κυβέρνησης της δημοκρατικής Ελλάδας.
Η εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ ήλθε να επιβεβαιώσει ότι δεν υπάρχει εξαίρεση –παγκοσμίως– στην καταστροφική πολιτεία της ριζοσπαστικής (κομμουνιστικής) Αριστεράς.
Παντού όπου επικράτησαν επιδείνωσαν τις συνθήκες ζωής των πολλών και κατάργησαν ή υπονόμευσαν τη δημοκρατία. Είναι «μέσα στη φύση τους», θα λέγαμε πάντως, είναι συνέπεια της ιδεολογίας τους, του μαρξισμού, κατά τον οποίο σοβεί στον καπιταλιστικό κόσμο «διαρκής εμφύλιος πόλεμος», η πάλη των τάξεων. Στον εμφύλιο δεν φοράς γάντια, ο αντίπαλος είναι εχθρός προς εξόντωσιν. «Ή αυτοί ή εμείς». Ο διχασμός, το μίσος, ο πολακισμός είναι αναγκαίο παρακολούθημα της διπλής αποτυχίας: της ιδεολογίας και της διαχείρισης, με το ζόρι, μιας ελεύθερης οικονομίας. Τα βρήκαν λοιπόν μια χαρά με το κεφάλαιο, με το ΝΑΤΟ, με την Εκκλησία, με τον «καταπιεστικό μηχανισμό». Τους έμεινε το κέλυφος, η εξίσωση του σωτήρα, του εντολοδόχου της Ιστορίας. Αυτοί είναι, εξ ορισμού, το Καλό, το προοδευτικό, το αγνό, είναι «ιδιοκτήτες του λαού», όπως είπε ο μεγάλος Κολακόφσκι. Απέναντι σε αυτό, όποια κριτική, κάθε αντιπολίτευση είναι συνωμοσία των εχθρών του λαού, της προόδου, της αλήθειας.
Νομίζω ότι ο Πολάκης είναι πολλάκις.
Αν είχαν πετύχει στην οικονομική διαχείριση έστω, απέναντί τους οι δημοσιογράφοι, οι διανοούμενοι, τα ΜΜΕ, εκτός εξαιρέσεων, θα ήταν μαζί τους, δεν θα χρειάζονταν γιουρούσια, θεσμικά και επιχειρηματικά, για να τα αλώσουν ή να τα πνίξουν. Τα «βοθροκάναλα» θα μοσχομύριζαν.

Αλλά τι δημοκρατική συνείδηση εκπέμπει ένας πρωθυπουργός που παροτρύνει τους πολίτες να μη διαβάζουν εφημερίδες «για να ’χουν την υγειά τους»; Σκεφθείτε την απόσταση μιας τέτοιας ορμήνειας από τον Διαφωτισμό και από τον φιλοσοφικό πρόδρομο του μαρξισμού, τον αριστερό εγελιανισμό. Ο Χέγκελ είχε απονείμει τον ωραιότερο τίτλο τιμής στον Τύπο: «Το διάβασμα της εφημερίδας είναι η πρωινή προσευχή του πολίτη». Οταν όμως θεωρείς τον πολίτη ιδιοκτησία του κράτους (και όχι το αντίθετο, το σωστό), τότε είναι φυσικό να μην ανέχεσαι την ελευθερία της γνώμης. Ο κ. Τσίπρας επανέφερε στην πολιτική γλώσσα την «υπακοή», κάτι που αρμόζει σε υπήκοο του μονάρχη.
Καλά το έχει πει ο Μοντεσκιέ στο «Πνεύμα των νόμων»: «Η υπακοή προϋποθέτει την άγνοια των υπηκόων, αλλά και εκείνου που διοικεί δεν επιτρέπεται να συζητήσει, να αμφιβάλλει, να σκέπτεται λογικά». Εξασφαλίζοντας την υπακοή «μπορείς να τους τα πάρεις όλα για να τους δώσεις κατιτί έτσι κάνεις έναν κακό πολίτη, έναν καλό δούλο». Να γιατί στη δημοκρατία ένιωσε χαστούκι στην αξιοπρέπειά του ο ψηφοφόρος με το πενηντάρικο μέσα στον εκλογικό φάκελο.
– Έλλειψη πολιτικού πολιτισμού έχουμε δει και από παλαιότερες κυβερνήσεις. Υπάρχει άραγε κάτι ειδικό που να διαχωρίζει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (και ΑΝΕΛ αρχικά) συγκριτικά με τις προηγούμενες; Μήπως το ότι δεν τηρούν ούτε τα προσχήματα; Έχουν ουσία τα προσχήματα στην πολιτική είναι κάτι υποκριτικό, κάτι δήθεν;

– Η φραστική οξύτητα, η οργή, η ύβρις δεν έλειπαν ποτέ στον κοινοβουλευτικό μας πολιτισμό. Θυμάμαι, λ.χ., το «φτου σας!»» του Κουλουμβάκη κατά των βουλευτών της Αριστεράς. Θυμάμαι τον Κουτσόγιωργα και το αείμνηστο «εσείς δεν δικαιούσθε διά να ομιλείτε» ή την επιθετικότητα του Βαγγέλη Γιαννόπουλου... Αλλά δεν θυμάμαι ποτέ τέτοια παραταξιακή οίηση, ιταμότητα, αρχηγικό αυτοθαυμασμό και υποτίμηση του αντιπάλου.
Έχει κάνει και ο Ανδρέας Παπανδρέου παραπατήματα αντιδημοκρατικά. Μας είχε προτείνει «το αλβανικό μοντέλο» σοσιαλισμού μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού». Δεν ξεχνιόνται ο Αυριανισμός, ο Τόμπρας, ο Κοσκωτάς, το «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα». Είχε ψιθυρίσει ακόμη ότι θα έκανε Σύνταγμα τέτοιο που θα απέκλειε την επανεκλογή της Δεξιάς! Και είχε πρασινίσει τη δημόσια διοίκηση, μέσα σε μια νύχτα, λ.χ., παραμονή των εκλογών του 1985 – ο πληθυσμός του ΙΚΑ διπλασιάστηκε. (Ηλθε ο Καραμανλής μετά και επανίδρυσε την Αγροφυλακή...)
Δεν ξεχνιόνται και αυτά. Καταδικάστηκαν, έμεινε ό,τι θετικό, η σοσιαλδημοκρατική τάση και το ευρωπαϊκό άνοιγμα Σημίτη, η σύμπραξη με τη φιλελεύθερη παράταξη για την αντιμετώπιση της κρίσης. Δεν ξεχνιόνται... Ελα όμως που έρχεται η νυν ηγεσία της, να μας θυμίσει το στερεότυπο το αθάνατο της συνεργασίας «με τις άλλες δημοκρατικές δυνάμεις» – τις οποίες έχει καταγγείλει για αντιδημοκρατία.
Αριστερά ίσον κουλτούρα: άλλος κραταιός μύθος της μεταπολίτευσης
 Παραδοσιακά, η Αριστερά ήταν πάντοτε συνυφασμένη με την κουλτούρα, με τα γράμματα και τη διανόηση. Πολλοί περίμεναν από μια αριστερή κυβέρνηση αυτό ακριβώς: την ανάδειξη ενός άλλου ήθους αλλά και μιας άλλης αισθητικής. Βάσιμα τα περίμεναν αυτά; Αν ναι, τι πιστεύετε ότι πήγε στραβά;

– Αριστερά ίσον κουλτούρα: άλλος κραταιός μύθος της μεταπολίτευσης. Πολλά οφείλει στην (επιλεκτική) ανάγνωση Γκράμσι, μετά την κατάρρευση του Τείχους. Στη Δύση, ο μαρξισμός μετακόμισε από το προλεταριάτο (ανύπαρκτο πλέον, αντίθετα από την πρόβλεψη του Μαρξ) στο πανεπιστήμιο. Στα περισσεύματα του επικατάρατου καπιταλισμού τρέφεται μια ιντελιγκέντσια με εκατομμύρια υποτροφίες, διδακτορικά, πρότζεκτ, συμβούλια, έδρες. Η μοιραία μετριότητα των περισσοτέρων ευνοεί τη «ριζοσπαστικοποίηση». Αλλά εκφράζονται και ο σκεπτικισμός, η δυσφορία του πνεύματος για τις θηριώδεις ανισότητες, τα προνόμια, τα προκλητικά εισοδήματα και τη διαφυγή φορολογίας με τον οφσορισμό, τους φορολογικούς παραδείσους, ακόμα και στην καρδιά της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Σε εμάς η πολεμική και πολιτική αποτυχία της Αριστεράς αντισταθμίστηκε με την έμφαση στον πολιτισμό, με τάσεις όμως αναθεωρητικές, πλουραλιστικές, δημοκρατικές. Αυτές ήλθε να διαψεύσει και να παραμερίσει ο τσιπρισμός, εκφράζοντας τον παραβολισμό του καταληψία, τις «συλλογικότητες» των επαναστατών εκ του ασφαλούς.
Τη συριζαϊκή κουλτούρα αντιπροσωπεύουν ο λόγος του πρωθυπουργού, το Αλ Τσαντίρι, η αμάθεια, αυτοί που διαβάζουν και Πασκάλ και Μπρικνέρ – κάτι όπως και Λέσβο και Μυτιλήνη.

– Σε μια χώρα που μαστίζεται δέκα χρόνια τώρα από κρίση και σε μια Ευρώπη που κλονίζεται διαρκώς, μήπως είναι πολυτέλεια να αξιώνουμε υψηλό πολιτικό πολιτισμό και φροντισμένη αισθητική από την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση;
– Μόνον η γνώση, η παιδεία, η αξιολόγηση, η αριστεία –αυτά που έπληξε συστηματικά ο τσιπρισμός– μπορούν να βγάλουν την Ελλάδα (και την Ευρώπη) από την παρακμή και τη στασιμότητα. Ο πολιτικός πολιτισμός δεν είναι βέβαια πολυτέλεια. Είναι συνιστώσα στο αξιακό σύστημα του ελληνικού ευρωπαϊκού πολιτισμού.

– Εάν αλλάξει τελικώς η κυβέρνηση στις εκλογές της 7ης Ιουλίου, τι θα περιμένατε, τι θα αξιώνατε από τους επόμενους, ειδικά σε ό,τι αφορά το ζήτημα του πολιτικού πολιτισμού;
– Περιμένω λίγα/πολλά από την πολιτική αλλαγή που υπόσχεται ο Ιούλιος. Από τα πρώτα: κατάργηση του αθλιέστατου πανεπιστημιακού ασύλου. Και να επανέλθει με ένα νόμο και με ένα άρθρο (έτσι για να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση) ο νόμος Διαμαντοπούλου. Περιμένω νομιμότητα, κανονικότητα μιας πολιτισμένης χώρας, κατοχύρωση της ανεξαρτησίας των θεσμών, της διάκρισης των εξουσιών, της ελευθερίας του Τύπου. Περιμένω μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης και ανόρθωσης της μεσαίας τάξης – δεν είναι αντίθετα αυτά, είναι αλληλένδετα. Ελπίζω να προωθηθεί πληρέστερη συνταγματική μεταρρύθμιση, να ξεπεραστούν τα εμπόδια που έσπευσε να ταμπουρώσει η αντιδραστική αριστερά.

Ευελπιστώ ότι θα διδαχθούμε όλοι από την ήττα του πολακισμού/τσιπρισμού, ότι θα επικρατήσει ήθος, ευπρέπεια, ευγένεια στην πολιτική αντιπαράθεση. Οτι θα ορθώσουμε τον πολιτισμό –και τον πολιτικό πολιτισμό– απέναντι στη βαρβαρότητα, στην απειλή του αντιδιαφωτισμού-λαϊκισμού.