Βιβλία, βιβλία
του Γιώργου Σιακαντάρη, Bookpress, 5/2/2018
Μπορεί
κάποιος που ναι μεν έχει καταγωγή από μια χώρα, αλλά δεν έχει ζήσει καθόλου
εκεί, να γράψει καταπληκτικά πράγματα γι’ αυτήν και τους ανθρώπους της;
Δύσκολο, αλλά όχι ανέφικτο. Ο Ρωσοεβραίος –κατά μερικούς περισσότερο
Ουκρανοεβραίος– Μπέρναντ Μάλαμουντ (1914–1986) είναι γέννημα θρέμμα της Νέας
Υόρκης και του αμερικανικού melting-pot. Οι γονείς του διατηρούσαν μπακάλικο σε
γειτονιά του Μπρούκλιν όπου οι περισσότεροι μιλούσαν Γίντις. Ο μικρός Μπέρναντ
άκουγε και αφομοίωνε τα πάντα που αφορούσαν τα πάθη της φυλής του στις χώρες
της Ανατολικής Ευρώπης, όπου επικρατούσε αντισημιτισμός μεγαλύτερος κι από
αυτόν που έφερε τον Χίτλερ στην εξουσία. Έτσι κατάφερε να γράψει για τα
μαρτύρια των Εβραίων στην Ουκρανία και τη Ρωσία σαν να ήταν ό ίδιος, όχι απλώς
παρών, αλλά ένα από τα θύματα.
Ο Μάλαμουντ,
για πολλούς, θεωρείται ισάξιος των άλλων μεγάλων Αμερικανοεβραίων λογοτεχνών
όπως ο Saul Bellow, ο Philip Roth και ο πολυμεταφρασμένος στα ελληνικά
εκπληκτικός Isaac Bashevis Singer (πολωνοεβραικής καταγωγής). Στα ελληνικά
κυκλοφόρησαν τρία ακόμη βιβλία του: Ο βοηθός (μτφρ. Θάνος Ελισαίος, εκδ. ΑΣΕ,
δυστυχώς εξαντλημένο), Η τελευταία χάρη (μτφρ. Γιάννης Κωστόπουλος, εκδ.
Ψυχογιός), Το
μαγικό βαρέλι (μτφρ. Μάνθος Κρίσπης, εκδ. Γράμματα). Ο Μάστορας,
γραμμένος το 1966, απέσπασε δύο πολύ μεγάλα βραβεία των ΗΠΑ: το Εθνικό Βραβείο
και το Πούλιτζερ.
Εποχές ανορθολογισμών
Ένα πραγματικό περιστατικό που συνέβη στις 12 Μαρτίου 1911
σε μια περιθωριακή συνοικία του Κιέβου και αφορούσε τη δολοφονία ενός
δωδεκάχρονου αγοριού, η οποία αποδόθηκε (σε ποιον άλλο;) σ’ έναν Εβραίο, τον
Μεναχέμ Μέντελ Μπέιλις, πυροδότησε τον ήδη εδραιωμένο αντισημιτισμό. Ο
αντισημιτισμός δεν ξεκινά από τα γεγονότα, οι λογικοί συλλογισμοί δεν τον
πείθουν και δεν έχει επιχειρήματα. Κινείται γύρω από ένα ανορθολογικό πλαίσιο,
εντός του οποίου η εμπειρία και τα γεγονότα δεν έχουν θέση, αντιθέτως είναι η
ιδέα του Εβραίου που καθορίζει την εμπειρία. Δεν ενδιαφέρεται για την
αντιπαράθεση επιχειρημάτων γιατί φοβάται τη λογική και τον διάλογο. Είναι
ανορθολογισμός.
Ένας τέτοιος
ανορθολογισμός κυριαρχεί στις αρχές του 21ου αιώνα όχι μόνο στην Ανατολική
Ευρώπη (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Ρουμανία), όχι μόνο στις εθνικιστικές και
αυταρχικές Ρωσία και Τουρκία, αλλά και στην Δυτική Ευρώπη της ανόδου της
ακροδεξιάς. Αλλά το αποκορύφωμα της ισχύος αυτού του ανορθολογισμού βρίσκεται
στην εκλογή Τραμπ ως Προέδρου της χώρας που πρώτη από όλον τον νεωτερικό κόσμο
ακολούθησε τις επιταγές του Διαφωτισμού.
Γυρνάμε στην
τσαρική Ρωσία των αρχών του 20ου αιώνα. Δεν ήθελε πολύ να ανάψει το φυτίλι. Η
δολοφονία του δωδεκάχρονου ξεσήκωσε κύματα αντισημιτισμού σε μια κοινωνία
έτοιμη να δεχθεί κάθε είδους ανορθολογική προσέγγιση της ιστορίας ώστε να
εξηγήσει τα δικά της κενά, τις δικές της απουσίες. Στις αρχές του 20ου αιώνα
στη Δυτική Ευρώπη κυριαρχούσε το πνεύμα του εφησυχασμού μιας κοινωνίας όπου για
σαράντα χρόνια δεν είχε δει μεγάλο πόλεμο, αλλά στην Ανατολική Ευρώπη οι ήττες
του τσαρικού καθεστώτος στην Ιαπωνία (1904), τα απόνερα της εξέγερσης του 1905
και η επακολουθήσασα αποτυχία της αγροτικής μεταρρύθμισης του Πρωθυπουργού
Πιότρ Στολίπιν είχαν δώσει βήμα στον ανορθολογισμό των Ρασπούτιν.
Ανορθολογισμός που σκίαζε τις καρδιές ακόμη και των πιο λογικών ανθρώπων.
Ακόμη και οι
Εβραίοι φοβήθηκαν αρχικά να στηρίξουν τον Μπέιλις. Στη συνέχεια όμως,
τηρουμένων των αναλογιών, ξεκίνησαν αντιδράσεις, όπως στην υπόθεση Ντρέιφους,
κατά της κράτησής του, από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, αλλά και από
διανοούμενους όπως ο Αλεξάντερ Μπλοκ, ο Μαξίμ Γκόρκι και ο Αλεξάντερ Κουπρίν.
Τελικά, μετά από δύο χρόνια που δεν έγινε εφικτό να στηθεί ένα σοβαρό
κατηγορητήριο, ο Μπέιλις αφέθηκε ελεύθερος. Το 1925 δημοσίευσε στα γίντις και
αργότερα στ’ αγγλικά ένα βιβλίο με τίτλο The Story of my Sufferings, όπου περιγράφει με σκληρό ύφος όσα πέρασε.
Αυτό το βιβλίο έδωσε την αφορμή στον Μάλαμουντ να γράψει τον Μάστορα. Μάλιστα η
οικογένεια του Μπέιλις κατηγόρησε τον Μάλαμουντ για λογοκλοπή.
Δεν ισχύει
όμως αυτό. Ο Μάλαμουντ έχει μια καταπληκτική ικανότητα να κάνει την ιστορία
μεγάλη μυθιστορία. Ο δικός του Μπέιλις είναι ο Εβραίος πολυτεχνίτης Γιακόβ
Μποκ, ο οποίος ζει σ’ ένα μικρό χωριό της ουκρανικής επαρχίας, χωρίς πολλές
δουλειές, εγκαταλειμμένος από τη γυναίκα του. Άνθρωπος που δεν έχει σπουδάσει,
αλλά με υπερβολική αγάπη στο διάβασμα και κυρίως σ’ ένα μεγάλο Εβραίο φιλόσοφο,
τον Σπινόζα, ο οποίος έζησε στην ανεκτική Ολλανδία, χωρίς να αποφύγει και αυτός
τις διώξεις κυρίως από τους «ομοθρήσκους» του. Αυτή η αδυναμία να καταλάβει και
να τον καταλάβουν οι «ομόθρησκοι» συγκλονίζει και τον Μποκ.
Οι ιδέες του
μεγάλου φιλόσοφου συνοδεύουν τον Μποκ παντού, σ’ όλα του τα βάσανα. Ο Μποκ
είναι ένας Εβραίος που μεταξύ πολλών άλλων «ελαττωμάτων» του δεν ακολουθεί τις
επιταγές της θρησκείας του, είναι ένας ελευθερόφρονας Εβραίος, όπως τον
χαρακτηρίζει ο συγγραφέας. Ο «μάστορας», μάλλον, περισσότερο από ένστικτο και
λιγότερο από φιλοσοφική τοποθέτηση ή λόγω των όποιων διανοητικών αποσκευών του
δεν ακολουθεί καμία θρησκεία.
Αποφασίζει,
αφού η γυναίκα του έφυγε με κάποιον άλλον, να εγκαταλείψει το χωριό του.
Πηγαίνει στο Κίεβο και εκεί διασώζει ένα μέλος της διαβόητης αντισημιτικής
οργάνωσης Μαύρες Εκατονταρχίες. Αυτός τον προσλαμβάνει ως επιστάτη στο πλινθοποιείο
του, αφού προηγουμένως ο Μποκ του αποκρύπτει την καταγωγή του. Η χολή κόρη του
εργοδότη του προσπαθεί να τον κερδίσει, αλλά αυτός την τελευταία στιγμή
αποφεύγει την ερωτική πράξη μαζί της. Εδώ ο συγγραφέας δεν πείθει για τους
λόγους που βάζει τον Μποκ να αρνείται στο τέλος να προχωρήσει τις σχέσεις του
με την κόρη (σελ. 66-71).
Το μεγάλο
«σφάλμα» του είναι ότι ενώ το πλινθοποιείο είναι σε μια περιοχή που
απαγορεύεται να ζουν Εβραίοι, αυτός εγκαθίσταται εκεί, σε χώρο που του
παραχωρεί ο ιδιοκτήτης. Ταυτοχρόνως έρχεται σε προστριβή με τους εργάτες
συναδέλφους του, γιατί τους εμποδίζει να κλέβουν τον εργοδότη τους. Όλους
αυτούς θα τους βρει μπροστά του ως βασικούς κατήγορους στη δικαστική πλεκτάνη
που στήνεται εναντίον του. Αυτούς αλλά και την πλειοψηφία της κοινωνίας. Αν η
δικαιοσύνη αποδιδόταν με «δημοψηφίσματα», αυτός θα ήταν ήδη καταδικασμένος.
Το δράμα του Μποκ
Το δράμα του Μποκ
Όλα είναι έτοιμα για το δράμα που θα
ακολουθήσει. Ο Γιακόβ Μποκ συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για τη δολοφονία ενός
αγοριού. Ο εισαγγελέας προσπαθεί να συνθέσει ένα στημένο κατηγορητήριο, αφού ο
Μποκ αρνείται να αποδεχθεί ένα φόνο που δεν έκανε. Ο μόνος που τον
υπερασπίζεται είναι ο δικαστικός ερευνητής Μπ. Α. Μπιμπίκοφ. Όταν ο Μποκ του
ζητά έλεος, αυτός του απαντά ότι «το έλεος είναι για τον Θεό, εγώ εξαρτώ τις
ελπίδες μου στο νόμο. Ο νόμος θα σας προστατέψει» (σελ. 102). Ο νόμος όμως δεν
προστάτεψε τον Μποκ, παρόλο που ο δικαστικός ερευνητής διαμόρφωσε κατηγορητήριο
μόνο για την παράνομη διαμονή του Μποκ και για το ότι απέκρυψε την καταγωγή
του. Κατά τα άλλα όμως αντιστάθηκε στις παρεμβάσεις του εισαγγελέα να φτιάξει
ένα ψευδές κατηγορητήριο.
Είναι όμως
και ο μόνος που κάνει συζητήσεις με τον κατηγορούμενο για τον Σπινόζα. Συζητούν
για τον Θεό και τη Φύση, για την αναγκαιότητα και την ελευθερία, για την
ελευθερία των πολιτικών επιλογών. Ο δίκαιος και ακέραιος δικαστικός ερευνητής
πληρώνει την αίσθηση δικαίου που έχει και την πρόθεσή του να δώσει πληροφορίες
για την υπόθεση σε δημοσιογράφους με την ίδια του ζωή. Τον βρίσκει κρεμασμένο ο
ίδιος ο Μποκ μέσα στη φυλακή που ήταν κρατούμενος και ο ίδιος. Αυτοκτονία ήταν
η εύκολη απάντηση των αρχών. Από τύψεις είπαν που δεν συναινούσε στο να
καταδικαστεί ένας «φονιάς». Τελικά η δικαιοσύνη σε ανορθολογικές εποχές, σε
αυταρχικά και διεφθαρμένα καθεστώτα έχει τα μάτια της καλυμμένα, αλλά κάτι
βλέπει και κάτι κάνει. Βλέπει το μίσος και το προωθεί. Μέσω του «νόμου», βεβαίως.
Αν οι
συζητήσεις του μάστορα με τον Μπιμπίκοφ για τον Σπινόζα αποπνέουν μια φρεσκάδα
ελευθερίας, η περιγραφή των συνθηκών φυλάκισής του, τα βασανιστήρια, οι άθλιες
συνθήκες υγιεινής και διατροφής του κατηγορούμενου δίνουν ένα αποπνικτικό
χαρακτήρα στο έργο. Το τέλος του έργου δεν είναι ίδιο με το τέλος της
πραγματικής υπόθεσης Μπέιλις. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι συχνά ο Μάλαμουντ
παρασύρεται σε κάποιους μελοδραματισμούς, ενώ η απόδοση του Σπινόζα σε πολλά
σημεία δεν ανταποκρίνεται σε βάθος στην σπινοζική σκέψη. Παρόλα αυτά ο μάστορας
αποδεικνύεται ένα σφουγγάρι που απορροφά, όσα ο Σπινόζα υποστηρίζει.
Τελευταίο
αλλά όχι έσχατο, το βιβλίο πρέπει να διαβαστεί όχι μόνο ως ένα ακόμη «κατηγορώ»
εναντίον του αντισημιτισμού, αλλά και ως ένας ύμνος προς τον άνθρωπο που
ενστικτωδώς και όχι στη βάση μιας φιλοσοφικής κοσμοθεώρησης, τοποθετεί την
εσωτερική του ελευθερία, την ατομική του αυτονομία και κυρίως την Αλήθεια πάνω
από τις ανέσεις και την εξωτερική του ελευθερία. Όχι τυχαία ο συγγραφέας βάζει
τον ήρωά του να αρνείται να αποδεχθεί την ενοχή του, ακόμη και όταν του
υπόσχονται πως έτσι θα του δώσουν αμνηστία. Η μεταφράστρια Κατερίνα Σχινά κάνει
ένα ακόμη ξενόγλωσσο βιβλίο να διαβάζεται ευχάριστα στα ελληνικά.