της Βασιλικής Σιούτη, Καθημερινή, 8/6/2017
Όταν, πριν από χρόνια, άρχιζαν να ψηφίζονται τα πρώτα μνημονιακά μέτρα στη Βουλή, οι πολίτες παρακολουθούσαν θυμωμένοι τους βουλευτές των τότε κυβερνήσεων να ψηφίζουν «ναι σε όλα». Ένας σημαντικός αριθμός βουλευτών ωστόσο, τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της Ν.Δ, φοβούμενος τη λαϊκή οργή, διαχώριζε τη θέση του, αρνούμενος να τα υπερψηφίσει. Οι διαφωνούντες, μάλιστα, στη συνέχεια έπαιζαν σημαντικό ρόλο, επηρεάζοντας τις εξελίξεις.
Κάποιοι περίμεναν ότι η παράδοση αυτή των μνημονιακών χρόνων θα συνεχίζονταν και επί ΣΥΡΙΖΑ. Όσο αφορά στην πρώτη κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, δεν έπεσαν εντελώς έξω. Όσοι όμως δείχνουν να εκπλήσσονται με το «μπετόν αρμέ» της σημερινής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, φαίνεται πως αγνοούν ότι αυτή ειδικά η κοινοβουλευτική ομάδα φτιάχθηκε για να ψηφίζει ό,τι της ζητηθεί.
Την τελευταία φορά που είχε νόημα το ερώτημα: «Θα περάσουν τα μέτρα από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ;» ήταν το καλοκαίρι του 2015. Τότε που 32 βουλευτές του καταψήφισαν το τρίτο μνημόνιο και άλλοι 11 αρνήθηκαν να το υπερψηφίσουν, δηλώνοντας παρών.
Ο Αλέξης Τσίπρας τότε, αφού συμμάχησε με την αντιπολίτευση για να περάσει το τρίτο μνημόνιο, με μια κίνηση αμφισβητούμενης πολιτικής ηθικής, αλλά αναμφισβήτητης τακτικίστικης αξίας, προσέφυγε σε εκλογές, προκειμένου να πετάξει από το κόμμα όσους επέμεναν να διαφωνούν με τα μνημόνια, αρνούμενοι να ακολουθήσουν το δρόμο της μετάλλαξης. Έκτοτε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα άλλο κόμμα με μία κοινοβουλευτική ομάδα που συνετέθη ακριβώς για να ψηφίζει ό,τι χρειαστεί και ότι της υποδείξει ο αρχηγός της.
Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 έγιναν με λίστα και οι έδρες των διαφωνούντων προσφέρθηκαν σε πρόθυμους που εκ των προτέρων συμφώνησαν ότι θα ψήφιζαν “ναι σε όλα”. Για να μην αφήσει τίποτα στην τύχη η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, φρόντισε να τους θέσει ως όρο για να μπουν στη λίστα, την αποδοχή ενός κειμένου που ονόμασαν «Κώδικα δεοντολογίας για τους υποψήφιους βουλευτές», βάσει του οποίου όποιος διαφωνεί, θα παραδίδει την έδρα, κάτι πέρα για πέρα αντισυνταγματικό και πρωτοφανές για τα κοινοβουλευτικά δεδομένα της μεταπολίτευσης.
Ο Αλέξης Τσίπρας είχε φροντίσει επίσης, να στείλει μήνυμα ο ίδιος προσωπικά σε όλους τους βουλευτές του μέσα από τη δημόσια τηλεόραση λίγο μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου και πριν αρχίσουν να φτάνουν στη Βουλή τα νομοσχέδια με τα νέα σκληρά μέτρα. Σε συνέντευξη κατά την οποία είχε ερωτηθεί αν υπάρχει περίπτωση να πάψει να υφίσταται η κυβερνητική πλειοψηφία, υπενθύμισε, τονίζοντας το, ότι οι βουλευτές του εξελέγησαν «με λίστα και όχι με σταυρό προτίμησης». «Εάν υπάρξουν διαφοροποιήσεις, θα είναι εξαιρετικά ύποπτες” είχε πει προειδοποιώντας τους και προσθέτοντας με νόημα: “Δεν μπορεί να κρύβεσαι στις λίστες για να εκλεγείς, όταν γνωρίζεις ποια είναι η συμφωνία και μετά να διαφοροποιείσαι εκ των υστέρων… Διότι εάν διαφωνούσες, δεν έπρεπε να δεχτείς να είσαι υποψήφιος».
Τα παραπάνω μοιάζει να αγνοούν ορισμένοι αναλυτές, οι οποίοι κάθε τόσο επιμένουν να αναρωτιούνται αν θα εξεγερθούν κάποιοι από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Στο Μέγαρο Μαξίμου γελάνε κάθε φορά που ακούνε κάτι τέτοιο, καθώς θεωρούν απολύτως δεδομένους τους βουλευτές τους, παρά τις όποιες ρητορικές εξάρσεις μερικών από καιρού εις καιρόν- οι οποίες όχι μόνο δεν ενοχλούν, αλλά θεωρούνται και χρήσιμες.
Η σημερινή κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ είναι εκ των πραγμάτων η πιο «μνημονιακή» κοινοβουλευτική ομάδα που είχε η χώρα στα εφτά αυτά χρόνια των μνημονίων. Πιο μνημονιακή από αυτές του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, στις οποίες, υπήρξαν και κάποιες αντιστάσεις, όταν είχαν την εξουσία. Ακόμα και η περίφημη τάση των «53», που εμφανίστηκε ως η αριστερή ψυχή του ΣΥΡΙΖΑ, στην πράξη έχει πάψει να υφίσταται μετά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου που έφερε η κυβέρνηση, αφού σχεδόν οι μισοί έχουν αποχωρήσει και οι εναπομείναντες έχουν καταλάβει σημαντικά πόστα, ξεχνώντας στην πράξη κάθε διαφωνία τους. Όσοι παρέμειναν, ανταμείφθηκαν με πολλά προνόμια (τόσα που οι προεδρικοί γκρίνιαζαν ότι πήραν περισσότερα κι από αυτούς) αφήνοντας ήσυχη την ηγεσία και μόνο για τα προσχήματα διατυπώνουν πού και πού κάποια διαφοροποίηση χωρίς ουσία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι πια ένα κόμμα με πολύ διαφορετική λειτουργία από αυτήν που είχε στο παρελθόν. Έπαψε να είναι ένα συλλογικό κόμμα με πολλές και διαφορετικές απόψεις και έγινε ένα καθαρά αρχηγικό κόμμα με μοναδική πολιτική γραμμή αυτήν που κατεβάζει κάθε φορά η ηγεσία του. Οι «κόκκινες γραμμές» του έχουν ξεθωριάσει, οι πολιτικές αρχές του έχουν ξεχαστεί και η πολιτική ιδεολογία του έχει αντικατασταθεί από τον κυβερνητισμό.
Τους άλλαξε τόσο πολύ η εξουσία;
Παραφράζοντας ελαφρώς τον Ταλεϊράνδο, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η εξουσία, δεν αλλάζει τους ανθρώπους, απλώς ρίχνει τις μάσκες τους.