Βιβλία, βιβλία
Ένας σημαντικός αμερικανός ιστορικός προτείνει μια επανερμηνεία των αιτίων της διολίσθησης της Γαλλικής Επανάστασης στο καθεστώς της Τρομοκρατίας
του Μάρκου Καρασαρίνη, ΒΗΜΑ, 2/10/2016
Timothy Tackett
The Coming of the Terror in the French Revolution
εκδ. Harvard University Press, 2015,
σελ. 480, τιμή 25 στερλίνες
Η πορεία από το καλοκαίρι του 1789 στο καλοκαίρι του 1793, από τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη στο Επαναστατικό Δικαστήριο, από τη Δημοκρατία της Τρίτης Τάξης στη Δημοκρατία των Ορεινών, αποτελεί το κυριότερο ίσως πρόβλημα της ιστοριογραφίας της Γαλλικής Επανάστασης. Η ριζοσπαστική τροπή που οδηγεί από τη Συντακτική Συνέλευση στο καθεστώς της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας είναι αυτή που έχει εγείρει τα σημαντικότερα ερωτήματα για τη φύση της Επανάστασης αλλά και για το ίδιο το επαναστατικό φαινόμενο συνολικά. Για τον Φρανσουά Φιρέ, για παράδειγμα, η συγκεκριμένη εξέλιξη καταδεικνύει την αυτονομία του πολιτικού στοιχείου, την εξάρτηση από τη «βραχεία διάρκεια»: πρόκειται για την περίφημη «ολίσθηση» (dérapage) από τη φιλελεύθερη στην ανελεύθερη επανάσταση, από το κράτος του νόμου στην επικράτεια της βίας. Αντίθετα, η μαρξιστική ερμηνεία σημαντικών Γάλλων ιστορικών, όπως οι Αλμπέρ Ματιέ και Ζορζ Λεφέβρ, έβλεπε στο 1789 την απόληξη μιας κατεξοχήν «μακράς διάρκειας», της εξόδου από τον φεουδαλισμό, της κατίσχυσης της αστικής τάξης και της ιδεολογίας της. Και οι δύο κατηγορίες εξηγήσεων είναι περιοριστικές, ισχυρίζεται ο Τίμοθι Τάκετ, προτείνοντας στο «The Coming of the Terror in the French Revolution» μια καινοτόμο προσέγγιση εδρασμένη αυτή τη φορά στη «μεσαία διάρκεια» του Φερνάν Μπροντέλ.
Προσεγγίζοντας τη Γαλλική Επανάσταση ως ρήξη, ο Τάκετ υπενθυμίζει την απουσία σεναρίου στην εξέλιξή της: παρά τα δάνεια και τις εμπνεύσεις του παρελθόντος, πρόκειται για μια εντελώς νέα σύλληψη της πολιτικής και της κοινωνίας. Ο ιστορικός μιας τέτοιας «στιγμής» οφείλει να δώσει βάρος στη σημασία της δυναμικής της επαναστατικής διαδικασίας και να αποφύγει να αποδώσει το σύνολο των ατομικών ή συλλογικών επιλογών σε ορθολογικά κριτήρια. Με την επιτάχυνση της ιστορίας οι νοοτροπίες μεγιστοποιούν τη δράση του συναισθήματος: «τα συναισθήματα διαμεσολαβούνται από πολιτισμικούς κανόνες και προσδοκίες και τροποποιούνται στην πορεία του χρόνου μέσω της στενής αλληλεπίδρασης μεταξύ ατόμων μιας κοινότητας συναισθημάτων».
Εξ ου και ο Τάκετ εισηγείται μια στοχευμένη ιστορία των συναισθημάτων της Γαλλικής Επανάστασης - με προεξάρχον αυτό του φόβου. Είναι ο επίμονος φόβος της εισβολής, ο φόβος του χάους και της αναρχίας, ο φόβος της εκδίκησης, πάνω και πέρα από όλα ο φόβος της συνωμοσίας που τίθενται στο επίκεντρο των εκδηλώσεων της επαναστατικής βίας. Παράλληλα, παρόμοια συλλογικά συναισθήματα συνιστούν «αναπόσπαστο μέρος του φαινομένου της φήμης» - ιδιαίτερα όταν πρόκειται για την κοινωνία των λαϊκών στρωμάτων του Παρισιού, μεγάλο τμήμα της οποίας είναι λειτουργικά αναλφάβητο και μετέχει κυρίως μιας προφορικής κουλτούρας. Μέσα από τις πηγές του Τάκετ, ημερολόγια, αρθρογραφία στις εφημερίδες και καθημερινή αλληλογραφία συγκεκριμένων προσώπων από το Παρίσι και την επαρχία, τεκμαίρεται μια διαρκής ανατροφοδότηση φημών και συναισθημάτων, διαδόσεων και φόβου: ο Νικολά Ριό, μικροεκδότης και βιβλιοπώλης, η Ροζαλί Ζιλιέν, σύζυγος βουλευτή των Ορεινών, ο Ζιλμπέρ Ρομ, καθηγητής Μαθηματικών, και δεκάδες άλλοι σχολιαστές καταδεικνύουν τις ταλαντώσεις της κοινής γνώμης και τις αλληλεπιδράσεις τους με το επαναστατικό εκκρεμές. Μελετώντας προσεκτικά τους μηχανισμούς αυτούς μπορεί κανείς να βρεθεί πλησιέστερα στην κατανόηση του γιατί «οι εμπνευστές της Τρομοκρατίας ένιωθαν οι ίδιοι τρομοκρατημένοι».
Οι ρηγματώσεις της Επανάστασης συμβάλλουν εξαρχής σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας. Η Τρίτη Τάξη διακρίνει τον εαυτό της από μια αριστοκρατία της οποίας η αυτοεικόνα συγκροτείται στη βάση της υποτιθέμενης υπεροχής μιας κληρονομικά βιολογικής ανώτερης φυλής, αλλά και από τα λαϊκά στρώματα των οποίων οι πολιτισμικοί κώδικες ενσωματώνουν την άσκηση της βίας. Όρος κοινωνικής κατηγοριοποίησης αρχικά, δηλωτικός έπειτα όλων των μαχητικών ριζοσπαστών που ταυτίζονταν με τον «λαό», οι «αβράκωτοι» θα οριστούν σε αντιπαράθεση με τους «αστούς» και την «αριστοκρατία». Νέα κέντρα πολιτικής νομιμοποίησης, όπως η Εθνοσυνέλευση και η Κομμούνα με τα τοπικά της τμήματα και πολιτοφυλακές, θα αντιπαρατεθούν αρχικά στη μοναρχία για να έρθουν με τη σειρά τους αντιμέτωπες αργότερα εκφράζοντας διαφορετικές έννοιες εκπροσώπησης και κυριαρχίας. Εντός τους θα διαμορφωθούν ιδεολογικές συσσωματώσεις που θα θραύσουν το «πατριωτικό» μέτωπο του 1789 σε παρατάξεις, κόμματα, φατρίες: Δεξιά και Αριστερά, Φεγιάν, Γιρονδίνοι, Ιακωβίνοι, Ορεινοί, Εμπερτιστές, «Enragés». Σταδιακά, ορισμένες επαρχίες θα αποστασιοποιηθούν από την πρωτεύουσα και η εξέγερση της Βανδέας θα εδραιώσει το χάσμα μεταξύ «νομιμοφρόνων» και «εσωτερικών εχθρών».
Η εκτέλεση του Ροβεσπιέρου στην γκιλοτίνα στις 28 Ιουλίου 1794 σε γκραβούρα της εποχής |
Στοιχεία που δυνητικά προοιωνίζονται την περίοδο της Τρομοκρατίας ανιχνεύονται ήδη από τις απαρχές της Επανάστασης. Ο Τάκετ μνημονεύει την «Επιτροπή Ερευνών», η οποία συγκροτείται στις 28 Ιουλίου 1789 με αντικείμενο τη διερεύνηση των πολυπληθών καταγγελιών ατόμων και πράξεων. Η εκτέλεση του Λουδοβίκου ΙΣΤ', ο πόλεμος με τις αντεπαναστατικές ευρωπαϊκές δυνάμεις και η στρατιωτική κατάρρευση του καλοκαιριού του 1793, η διαφαινόμενη επισιτιστική κρίση και η θεμελιώδης ανασφάλεια μιας διαιρεμένης κοινωνίας θα οδηγήσουν στη θέσπιση του θεσμικού πλαισίου της Τρομοκρατίας. Κυρίως, όμως, γράφει ο Τάκετ, θα νομιμοποιήσουν τη νοοτροπία της: την εξόντωση των αντιπάλων ως βέλτιστου μέτρου σε περιστάσεις υπαρξιακού κινδύνου της Επανάστασης. Δεν πρόκειται για πρωτοβουλία εξαρτημένη από πρόσωπα - ο Ροβεσπιέρος εδώ δεν είναι ο δικτάτορας-ενορχηστρωτής μιας πρόβας ολοκληρωτισμού. Για να αντιληφθούμε την πολυσθένεια των παραγόντων αρκεί να δούμε την περιγραφή των γεγονότων της 5ης Σεπτεμβρίου 1793, όταν η Συμβατική Συνέλευση πολιορκείται από το πλήθος που εισβάλλει ως την αίθουσα συνεδριάσεων της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας. Στη συγκυρία της παράδοσης της Τουλόν στους Άγγλους από την αντεπαναστατική πλειοψηφία του πληθυσμού, το αίτημα είναι η απηνής καταδίωξη των «υπόπτων». Τα μέλη της Επιτροπής διαφωνούν, ωστόσο η τελική κατάληξη ταραγμένου κλίματος, φημολογίας και φόβου θα είναι η ψήφιση λίγες μέρες αργότερα του δρακόντειου «νόμου περί υπόπτων» που θα επιτρέψει τις αθρόες συλλήψεις και τις μαζικές εκτελέσεις της «Μεγάλης Τρομοκρατίας» την άνοιξη του 1794.
Για να καταστεί κανείς οπαδός της Τρομοκρατίας, συμπεραίνει ο Τίμοθι Τάκετ, δεν αρκεί «η κουλτούρα του Παλαιού Καθεστώτος, η επιρροή μερικών ατόμων, ή οι περιστάσεις», όπως και για την επικράτηση της μισαλλοδοξίας στη διάρκειά της δεν ευθύνεται «κάποια ρητορική παγίδα του λόγου του Διαφωτισμού, η επιρροή του Ρουσό ή μια αφηρημένη αναφορά στην "αρετή"». Η ποιότητα του έργου του Τάκετ προκύπτει από το αίτημα αναστοχασμού της επαναστατικής διαδικασίας, της μη γραμμικής εξέλιξης και των αντινομιών της, εγγενών και επίκτητων. Γιατί, καταλήγει, η «τραγική εσωτερική λογική της [...] είναι ίσως εγγεγραμμένη στο ίδιο το φαινόμενο της επανάστασης».