του Στέφανου Κασιμάτη, Καθημερινή, 7/9/2016
Είναι το είδος του συμβάντος που
ανήκει στην κατηγορία «μόνο στην Ελλάδα». Οι υπάλληλοι της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, διαβάζω
στο ρεπορτάζ της Αλ. Κασσίμη στη χθεσινή «Κ», έχουν έλθει σε συμφωνία με την
εργοδοσία για την υπογραφή συλλογικής σύμβασης. Αποδέχθηκαν μάλιστα και ένα
επιπλέον ποσό, που θα τους δοθεί ως δώρο από πλευράς των νέων ιδιοκτητών της
ΤΡΑΙΝΟΣΕ. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούν να είναι αντίθετοι στην ιδιωτικοποίηση
που ήδη έγινε! Πώς γίνεται αυτό;
Να σας πω αμέσως πώς. Οι
εργαζόμενοι θέλουν να πάρουν τα παραπάνω χρήματα – ποιος δεν θα τα έπαιρνε,
εφόσον η άλλη πλευρά τα προσφέρει με τη θέλησή της; Αυτό που δεν θέλουν είναι η
παραπάνω δουλειά και, γενικώς, το ξεβόλεμα που φέρνει η προοπτική ότι η
ΤΡΑΙΝΟΣΕ θα λειτουργεί στο μέλλον ως ιδιωτική εταιρεία και όχι ως μηχανισμός
που μεριμνά αποκλειστικά για την ευημερία όσων εργάζονται σε αυτόν. Σε κάθε
φυσιολογικό άνθρωπο αυτός ο διακανονισμός φαίνεται παράλογος, επειδή για τον
φυσιολογικό άνθρωπο η εργασία κάπως συνδέεται με την παραγωγικότητα. Αντιθέτως,
για τον δημοκρατικό πολίτη που ανέθρεψε η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης από το 1981
και ύστερα (Υπαρκτός Ελληνισμός), οι δύο αυτές έννοιες δεν σχετίζονται. Πρόοδος
σε ατομικό επίπεδο είναι, πολύ απλά, να κερδίζεις περισσότερα και να εργάζεσαι
λιγότερο.
Αυτή η αντίληψη είναι διάχυτη και
εδραία ανά τη δημόσια διοίκηση και ουδέποτε αντιμετώπισε σοβαρή πρόκληση μέχρι
το 2009. Το μαρτυρούν η διόγκωση του αριθμού των υπαλλήλων του Δημοσίου, καθώς
και η παντοδυναμία του συνδικαλιστικού κινήματος στο Δημόσιο: οι συνδικαλιστές
πάντα διεκδικούσαν αυξήσεις σε μισθούς, αλλά και προσλήψεις, οι δε κυβερνήσεις
κατά κανόνα ικανοποιούσαν τα αιτήματά τους. Η πολιτική και ιδεολογική κάλυψη
αυτής της αντίληψης ήταν πάντα δευτερεύουσας σημασίας. Το έδειχνε η απόλυτη ταύτιση
της γλώσσας στις ανακοινώσεις δεξιών και αριστερών οργανώσεων. Το έδειξε,
επίσης, η ευκολία με την οποία ψηφοφόροι και συνδικαλιστές της Δεξιάς
μετακόμισαν στην Αριστερά προκειμένου να περισώσουν τα προνόμιά τους.
Τουλάχιστον μια γενιά Ελλήνων
ανατράφηκε μέσα σε αυτό το κλίμα και απέκτησε την ανάλογη νοοτροπία, εδραιωμένη
μάλιστα με τις «αιώνιες αλήθειες» της Αριστεράς, που παρείχαν ανέκαθεν ένα
αξιοπρεπές άλλοθι για κάθε προσωπική μικροπρέπεια. Φυσικό είναι, λοιπόν, οι
εργαζόμενοι στην ΤΡΑΙΝΟΣΕ να θέλουν μόνο τα λεφτά και όχι τη δουλειά. Δεν είναι
οι μόνοι· όλος αυτός ο κόσμος που η ευημερία του εξαρτάται από το κράτος έχει
παραμερίσει τις επιφανειακές διαφορές και έχουν ενωθεί στον κοινό αγώνα
εναντίον των δυνάμεων εκείνων (Ευρώπη, μνημόνιο κ.λπ.) που απειλούν την τάξη
των πραγμάτων όπως την ήξεραν και τους βόλευε. Πολιτικά, η συμμαχία των
κρατικοδίαιτων περιλαμβάνει στις τάξεις της εκπροσώπους σχεδόν όλου του
φάσματος: από τη ριζοσπαστική Αριστερά μέχρι τη γαλάζια πασοκαρία, είτε αυτή
αποσχίσθηκε (ΑΝΕΛ) είτε στεγάζεται ακόμη στη Ν.Δ. και ελπίζει σε καλύτερες
μέρες. Πρόκειται για μια συμμαχία κρατικοδίαιτων συμφερόντων, μικρών και
μεγάλων.
Οταν το βλέπω αυτό –και τώρα πια,
έπειτα από έξι χρόνια αντιμνημονιακής αντίστασης, θαρρώ το βλέπει ο καθένας– θαυμάζω
πόσο λίγο διαφέρει η Ελλάδα του 2016 από την Ελλάδα του 19ου αιώνα και των
αρχών του 20ού, τουλάχιστον ως προς τα μεγάλα ζητήματα που εξακολουθούν να τη
διχάζουν. Καταλαβαίνω, επίσης, γιατί σχεδόν η κάθε γραμμή του Ροΐδη, στα
δημοσιογραφικά κείμενά του, στέκει απολύτως μέσα στην πραγματικότητα που μας
περιβάλλει.
Βασική αιτία της πολύμορφης
κρίσης που αντιμετώπισε η Ελλάδα περί τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν το τεράστιο
κράτος και οι κοινωνικές και επαγγελματικές τάξεις που ζούσαν από τον
προϋπολογισμό του. Αυτό το κράτος και η κρατικοδίαιτη νοοτροπία που καλλιεργεί
στην κοινωνία είναι ο στόχος της κριτικής του Ροΐδη. Είναι επίσης η στενή σχέση
της πολιτικής ζωής με αυτό το κράτος (από τότε υπάρχει ο όρος
«παλαιοκομματισμός»), που θα αποτελέσει ίσως την κύρια αιτία του στρατιωτικού
κινήματος του 1909 και των γεγονότων που ακολούθησαν με την έλευση του
Βενιζέλου.
Ουσιαστικά, αυτό που εξέφρασε ο
Βενιζέλος, έως το 1915 τουλάχιστον, ήταν το αίτημα της πολιτικής ανανέωσης και
του κοινωνικού εκσυγχρονισμού. Οι δε αντίπαλοί του, της λεγόμενης Παλαιάς
Ελλάδος, αποτελούσαν κατά βάση ένα σύνολο κρατικοδίαιτων, είτε επρόκειτο για
ευνοουμένους επιχειρηματίες του κύκλου της Εθνικής Τραπέζης της εποχής είτε για
κοινούς κρατικούς υπαλλήλους, μικροαστούς «νοικοκυραίους». Βέβαια, ο Εθνικός
Διχασμός που ακολούθησε έδωσε περαιτέρω διαστάσεις και χαρακτηριστικά στις δύο
παρατάξεις· όμως η αντιπαράθεση της κρατικοδίαιτης Ελλάδας με μιαν άλλη, πιο
ανοικτή στον κόσμο και στα διεθνή ρεύματα, δεν έπαψε να υπάρχει.
Στις μέρες μας βλέπουμε την
κρατικοδίαιτη Ελλάδα να αντιστέκεται ακόμη και σε αυτή την πραγματικότητα της
χρεοκοπίας (λ.χ., με τη δίωξη του Γεωργίου) και τη νομίζουμε διαφορετική από
την Ελλάδα του 1920. Δεν είναι και τόσο. Οι κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες
σήμερα κινούνται πέριξ του Μαξίμου – ακριβώς απέναντι από τα Ανάκτορα, γύρω από
τα οποία τριγύριζαν οι προκάτοχοί τους. Δεν δίνουν πια στα παιδιά τους γελοία
ονόματα όπως «Τότης», «Λόλης», «Πότης» κ.λπ., αλλά τα βγάζουν «Βλαδίμηρο» ή
«Ερνέστο». Οι «Επίστρατοι» δεν είναι πια μικροαστοί νοικοκυραίοι με εργασία στο
Δημόσιο (άλλωστε δεν υπάρχουν πια «Επίστρατοι»), όμως οι Αγανακτισμένοι της
πλατείας που έδερναν και γιαούρτωναν και αυτοί κρατικοδίαιτοι ήσαν κατά το
πλείστον. Ακόμη και η συνεργασία δεξιών και αριστερών εναντίον του Μνημονίου
δεν είναι κάτι καινούργιο. Οι σοσιαλιστές της εποχής σε πολλές περιπτώσεις
συμπορεύθηκαν με τους παλαιοκομματικούς αντιπάλους του Βενιζελισμού.
«Σφυρί-δρεπάνι, ελιά-στεφάνι» ήταν ένα σύνθημα της εποχής.
Το μεγάλο κράτος γεννήθηκε από
τις ανάγκες του στόχου της Μεγάλης Ιδέας (περισσότεροι Ελληνες, νομίζω, ζούσαν
εκτός του Βασιλείου της Ελλάδος το 1844 παρά εντός). Η Μεγάλη Ιδέα ευτυχώς μας
τελείωσε (φαντασθείτε να είχαμε σήμερα αλύτρωτους...) και μαζί της ο λόγος
ύπαρξης του μεγάλου κράτους. Με τον θρίαμβο της Μεταπολίτευσης, όμως, από το
1981 και έπειτα, βάλαμε στη θέση της Μεγάλης Ιδέας μια άλλη μεγαλύτερη: τον
λαό. Στο όνομα του λαού το κράτος έγινε ξανά αυτό που ήταν τον 19ο αιώνα:
τεράστιο και πανάκριβο, αλλά απαραίτητο για να κερδίζεις εκλογές και να περνάς
καλά εσύ και οι φίλοι σου. Υπό αυτή την οπτική γωνία, λοιπόν, βεβαίως θα
συμφωνήσω και εγώ ότι η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει...