της Μαργαρίτας Πουρνάρα, Καθημερινή, 30/8/2015
Η τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου θεωρήθηκε μία από τις χειρότερες για την τουριστική εικόνα της Ιταλίας, διεθνώς: δεν ήταν μόνο η απεργία της αεροπορικής εταιρείας Alitalia, η λευκή απεργία στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και η πυρκαγιά στο Φιουμιτσίνο της Ρώμης. Τα πλάνα που προκάλεσαν την πλέον αλγεινή εντύπωση ήταν οι ουρές χιλιάδων τουριστών κάτω από τον καυτό μεσογειακό ήλιο των 40 βαθμών υπό σκιά, μπροστά από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου της Πομπηίας: τα συνδικάτα των εργαζομένων αποφάσισαν να συνεδριάσουν εκτάκτως στις 24 Ιουλίου και έτσι έπαυσαν τη λειτουργία του χωρίς καμιά απολύτως προειδοποίηση στο κοινό. Ο Ιταλός υπουργός Πολιτισμού Ντάριο Φραντσεσκίνι απολογήθηκε δημοσίως αλλά η ζημιά είχε γίνει. Φωτογραφίες μαζί με οργισμένα tweet κατέκλυσαν το Διαδίκτυο, έσοδα χάθηκαν, το κράτος δυσφημίστηκε και άνθρωποι που ταξίδεψαν ώς τη Νάπολη από την άλλη άκρη του κόσμου για να θαυμάσουν τα ερείπια, έφυγαν εξοργισμένοι.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν πως αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και που έδωσε στον Φραντσεσκίνι την αποφασιστικότητα να κάνει ένα τολμηρό βήμα: πριν από λίγες ημέρες ανακοίνωσε τα αποτελέσματα ενός διεθνούς ανοικτού διαγωνισμού για την πλήρωση των διευθυντικών θέσεων στα πιο εμβληματικά μουσεία της Ιταλίας. Πολλοί από τους προκριθέντες είναι μη Ιταλοί, κυρίως Γερμανοί και Αυστριακοί: «Προφανώς θα πρόκειται για ιδιαιτέρως ικανούς ανθρώπους με εξαιρετικά βιογραφικά», μας λέει από το τηλέφωνο ο Φεντερίκο Γκουάστι, αντιπρόεδρος της Europa Nostra, της Ομοσπονδίας των Ευρωπαϊκών Πολιτιστικών Οργανισμών, και συνεχίζει: «Οντας ξένοι όμως ενδεχομένως να μην είναι και τόσο δέσμιοι των Ιταλών συνδικαλιστών, οι οποίοι είχαν μέχρι σήμερα πολύ μεγάλη ισχύ και έλεγχαν τον χώρο του πολιτισμού, για να προωθούν τα δικά τους μισθολογικά και άλλα μικροσυμφέροντα. Το να βλέπει κανείς τη σημερινή δύσκολη κατάσταση μέσα από ένα στενό συντεχνιακό κάτοπτρο, δεν ωφελεί κανέναν ούτε καν τους ίδιους. Οι πολίτες δεν ανέχονται πια αυτήν τη συμπεριφορά».
Τέλος στην ηγεμονία των συνδικαλιστών
Είναι σαφές ότι η Ιταλία μέσα στα χρόνια της ύφεσης έχει αρχίσει να αλλάζει το πολιτιστικό της μοντέλο και παρά τις αρχικές αντιδράσεις, έχει γίνει αρκετή δουλειά. Με ποιον τρόπο; «Η ιδεολογία του άνευ ορίων κρατισμού, της παντοκρατορίας των μαρξιστών διανοουμένων και των συνδικαλιστών καθώς και της απέχθειας προς τις ιδιωτικές χορηγίες έχει υποχωρήσει αισθητά, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης αλλά και του μετασχηματισμού της κεντροαριστεράς σε κυβερνώσα δύναμη υπό τον πραγματιστή Ρέντσι. Ο κόσμος αλλάζει και εμείς δεν μπορούμε να μείνουμε πίσω. Ο μέσος Ιταλός, το έχει συνειδητοποιήσει αυτό. Ξέρει ότι ο πολιτισμός είναι η ταυτότητά του, η εικόνα της χώρας του, ακόμα και μια ευκαιρία οικονομικής ανάπτυξης που δεν πρέπει να πάει χαμένη» λέει στην «Κ» ο βετεράνος πολιτιστικός συντάκτης της Κοριέρε Ντε Λα Σέρα, Πάολο Κόντι. Ο Κόντι παραθέτει μερικά εύγλωττα παραδείγματα, που αποδεικνύουν ότι στην Ιταλία, μια χώρα που μπορεί να συγκριθεί πολιτιστικά με την Ελλάδα, πνέει -έστω και εξ ανάγκης- ένας άνεμος πολιτιστικής μεταρρύθμισης: Πολλά από τα μεγάλα μουσεία είναι πλέον πολύ φιλικά στους χρήστες της τεχνολογίας και διαθέτουν δικές τους εφαρμογές για κινητά τηλέφωνα, τις οποίες έχει δημιουργήσει το ιταλικό ΥΠΠΟ. Ορισμένα από τα πιο γνωστά μνημεία της γείτονος, συντηρούνται και αναδεικνύονται χάρις στο άφθονο χορηγικό χρήμα που προέρχεται πρωτίστως από την ιταλική βιομηχανία μόδας και πολυτελών ειδών (Prada, Bulgari, Tods κ.ά.) ανάμεσα στα οποία το Κολοσσαίο και η Γκαλερία Βιτόριο Εμανουέλε στο Μιλάνο. Ο Φραντσεσκίνι άλλαξε το 2014 την νομοθεσία που δίνει μεγαλύτερη αυτονομία στα μουσεία από το κράτος, ενώ αύξησε και τα χορηγικά κίνητρα. Και βέβαια η κίνηση ματ που ξεσήκωσε τη θύελλα αντιδράσεων ήταν η έλευση των ξένων διευθυντών στις ιταλικές μουσειακές ναυαρχίδες. Ενα ακόμα ταμπού είχε σπάσει.
Ιερή αγελάδα, δίχως γάλα
«Ενας Γερμανός στα Ουφίτσι!» έγραφαν πριν από λίγες ημέρες οι ιταλικές και ξένες εφημερίδες για τον Εϊκε Σμιτ. «Ενα χαστούκι στο πρόσωπο των Ιταλών αρχαιολόγων και ιστορικών τέχνης» συμπλήρωνε ο Βιτόριο Σγκάρμπι τέως υπουργός Πολιτισμού που βρήκε την απόφαση του διαδόχου του, καταστροφική. «Σίγουρα υπήρξαν διαφωνούντες και η σκόνη δεν έχει ακόμα κατακάτσει. Αλλωστε είναι πολύ νωρίς για να ξέρουμε πώς θα τα πάνε οι καινούργιοι διευθυντές, Ιταλοί και ξένοι» λέει ο Γκουάστι. «Ομως νομίζω ότι το ζητούμενο είναι να φέρουν νέα πνοή και αποτελεσματικότητα σε ένα χώρο που έχει ανάγκη από ανανέωση. Ετσι και αλλιώς το προηγούμενο μοντέλο έχει αποτύχει στην πράξη και είναι φανερό ότι το κράτος δεν μπορεί να συντηρήσει όλα αυτά τα μουσεία και τους πολιτιστικούς χώρους με την οικονομία στα χάλια της. Ή θα κλείσουν, ή θα ρημάξουν ή θα βρούμε από κάπου λεφτά, μέσα από ένα πλαίσιο όπου το κράτος έχει τον τελευταίο λόγο και βέβαια τον έλεγχο. Να, ο νέος διευθυντής των Ουφίτσι προτίθεται να ενοικιάζει αίθουσες για δεξιώσεις και να ενισχύεται οικονομικά το μουσείο. Κάτι που ξενίζει σαν ιδέα, ενώ είναι διαδεδομένη πρακτική στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Εμείς μέχρι τώρα στην Ιταλία βλέπαμε τον πολιτισμό σαν μια ιερή αγελάδα που δεν επιτρέπεται να παράγει γάλα, δηλαδή έσοδα. Σε αυτό φταίει και η θρησκεία μας που ενοχοποιεί πολύ το χρήμα. Νομίζω, ότι σήμερα, η αλλαγή είναι μονόδρομος».
«Στην Ελλάδα θα είχε γίνει επανάσταση…»
«Η πρόσφατη απόφαση έγινε δεκτή με αμφιθυμία. Δεν υπήρχαν μεγάλες αντιδράσεις στην κοινωνία αλλά στον χώρο των διανοούμενων και των ακαδημαϊκών, κυρίως των αριστερών» λέει στην «Κ» ο Πάολο Κόντι.
«Οι περισσότεροι Ιταλοί αντιλαμβάνονται πως ζούμε σε μια περίοδο όπου τα μουσεία πρέπει να έχουν τους πιο ικανούς επικεφαλής είτε είναι συμπατριώτες μας είτε όχι. Δεν αρκεί να είναι Ιταλός και μέτριος. Μετά την κατάρρευση των κρατικών επιχορηγήσεων από το 2008 οι μάνατζερ είναι εξίσου χρήσιμοι με τους αρχαιολόγους, χωρίς βέβαια να μπορεί να υποκαταστήσει ο ένας τον άλλον».
Απόλυτος διαχειριστής
Από την άλλη, ο Ιταλός αρχαιολόγος με βελγικές ρίζες, Λουί Γκοντάρ, που ειδικεύεται στον μυκηναϊκό πολιτισμό και είναι ο σύμβουλος για την πολιτιστική κληρονομιά του Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας, τονίζει στην «Κ» (σημειωτέον, σε άπταιστα ελληνικά): «Είμαι ένας από αυτούς που βλέπουν τον διορισμό ξένων με επιφύλαξη. Φανταστείτε πώς θα φαινόταν σε εσάς τους Ελληνες αν ένας Γερμανός, Αυστριακός, Γάλλος ή Αμερικανός αναλάμβανε την Κνωσό, τους Δελφούς ή το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο; Νομίζω θα είχε γίνει επανάσταση. Θα προσθέσω και κάτι άλλο. Μπορεί ένας ξένος να είναι εξαιρετικός αρχαιολόγος αλλά αυτό δεν τον καθιστά και αυτόματα γνώστη μιας κοινωνικής πραγματικότητας ή της νοοτροπίας. Πώς θα συνεργαστεί με το προσωπικό; Πώς θα λύσει προβλήματα και θα είναι αποτελεσματικός αν πρέπει πρώτα να προσαρμοστεί σε πολύ διαφορετικές συνθήκες; Από την πείρα μου στο Παλάτσο Κουιρινάλε (σ.σ. το ιστορικό μέγαρο της προεδρικής κατοικίας, ένα λαμπρό οικοδόμημα με έργα τέχνης) ξέρω ότι αν δεν δουλέψεις πλάι πλάι με τους εργαζόμενους, δεν θα γίνει τίποτα. Επίσης, πιστεύω ότι το κράτος πρέπει να είναι ο παντοτινός και απόλυτος διαχειριστής και ιδιοκτήτης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς».
Ο πρόεδρος του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων της Ιταλίας, (ΙCOM Italia) Αλμπέρτο Γκαρλαντίνι τονίζει στην «Κ»: «Ενα πράγμα έχει γίνει κατανοητό: δεν μπορείς να πολεμήσεις νέα προβλήματα με παλιές λύσεις.
Οι προκλήσεις είναι διεθνούς επιπέδου και αφορούν την κοινωνία, την οικονομία και την πολιτική. Σας αναφέρω μόνον ότι η Ιταλία είναι μια χώρα με 4 εκατομμύρια μετανάστες και 4 εκατομμύρια Ιταλούς που ζουν εκτός συνόρων. Στη Λομβαρδία το 20% των νεογέννητων έχει έναν γονέα που είναι άλλης εθνικότητας. Είμαστε μια πολύ διαφορετική χώρα σε σχέση με μια δεκαετία πριν. Τα πάντα αλλάζουν συμπαρασύροντας και τον τομέα του πολιτισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι ένας ξένος διευθυντής μουσείου θα είναι καλύτερος από έναν Ιταλό. Χρειαζόμαστε όμως ανθρώπους με ανοιχτά μυαλά, με αίσθηση κοσμοπολιτισμού και σχέδιο που θα έχει διεθνείς προδιαγραφές. Ανθρωποι που θα έχουν το ταλέντο να κινητοποιήσουν ομάδες και τοπικές κοινότητες. Τέρμα η εποχή που διορίζονταν οι φίλοι των φίλων. Δουλεύω όλη μου τη ζωή για τα μουσεία.
Χρειάζεται αυτονομία από το κράτος, διαφάνεια, κίνητρα ανάπτυξης του εθελοντισμού (εκατοντάδες χιλιάδες Ιταλοί εργάζονται εθελοντικά στα μουσεία μας) και συνεχή αξιολόγηση. Για να σας το πω διαφορετικά σε μια φράση: θέλουμε εξέλιξη χωρίς επανάσταση. Αγγλιστί, "evolution without revolution"».
Τα ιταλικά μουσεία
Υπάρχουν 5.500 μουσεία. Τα μισά εξ αυτών ανήκουν σε τοπικές αρχές, το 15% σε ιδρύματα, το 15% στην εκκλησία, το 10% σε πανεπιστήμια και ένα 10% στο ιταλικό υπουργείο Πολιτισμού. Παλαιότερα οι υπάλληλοί τους ήταν μόνιμα διορισμένοι στο Δημόσιο, κάτι που δεν ισχύει σήμερα. Οι εθελοντές που δεν πληρώνονται ανέρχονται από 50.000 έως και 2.000.000 με βάση τα στοιχεία του ICOM Italia, το οποίο ετοιμάζει στο Μιλάνο συνέδριο το 2016 για το μέλλον των μουσείων της χώρας.