29 December 2015

Βιβλία, βιβλία
του Κώστα Κατσουλάρη, bookpress.gr, 28/12/2015


Τα χρόνια της κρίσης σήμαναν για το χώρο του βιβλίου, μεταξύ άλλων, την ορμητική επιστροφή του μη-μυθοπλαστικού βιβλίου, των πάσης φύσεως δοκιμίων και μελετών, πολλά από τα οποία αφορούν είτε την ιστορία είτε την πολιτική και την οικονομία είτε ένα συνδυασμό όλων αυτών. Το ερώτημα που υποβόσκει πίσω από αυτόν τον εκδοτικό οργασμό παραμένει απαράλλαχτο: Πώς φτάσαμε ώς εδώ; Τι είναι αυτό που αποκαλούμε «ελληνική κρίση» (αλλά και παγκόσμια), ποια λάθη, ποιες πράξεις ή παραλείψεις ή ποια ιστορική αναγκαιότητα μας έφερε σε αυτό το σημείο;

Στο αίσθημα αδιεξόδου και εγκλωβισμού που κυριάρχησε, ο εκδοτικός χώρος αντέδρασε με φιλόδοξα εγχειρήματα προς ποικίλες κατευθύνσεις, ιστορικές, φιλοσοφικές, ανθρωπολογικές και άλλες, πλουτίζοντας τις βιβλιοθήκες με κάμποσα βιβλία-κοσμήματα ή βιβλία-αποκτήματα. Ορισμένα από αυτά έπεσαν στα χέρια μας αυτούς τους τελευταίους μήνες της χρονιάς που φεύγει, τα βάλαμε ξανά πάνω στο γραφείο μας μαζί με άλλα που επίσης ξεχωρίσαμε, και ιδού εικοσιένα βιβλία που μπορούν να μας κερδίσουν και να κερδίσουμε από αυτά, αφορμές και μόνο για να ξεχυθούμε στα βιβλιοπωλεία αναζητώντας κι άλλα αναγνώσματα της καρδιάς μας, μια και ο χειμώνας είναι μπροστά μας και παραμένει, παρά τα όσα λέγονται, η καλύτερη εποχή για αναγνωστικούς μαραθωνίους.

Βιογραφίες και αυτοβιογραφίες

Λίγο πριν βάλει τέλος στη ζωή του, στα 1942, αυτοεξόριστος στη μακρινή Βραζιλία, ο Στέφαν Τσβάιχ ολοκλήρωσε, παράλληλα με την Σκακιστική νουβέλα, το τελευταίο του δοκιμιακό έργο, στο οποίο αρχικά είχε δώσει τον τίτλο «Ευχαριστία στο Μονταίνιο». Στη ζωή και στο πνεύμα του Μονταίνιου ο Τσβάιχ βρίσκει μια παραδειγματική μορφή, μια αδελφή ψυχή, που είχε δει, όπως κι εκείνος, να χάνεται ο κόσμος στον οποίο είχε πιστέψει, να καταρρέει η ελπίδα για μια ανθρωπότητα καλύτερη. Κομψή γραφή, κομψή σκέψη και μια ακόμη εξαιρετική έκδοση από την Άγρα, που περιλαμβάνει εισαγωγικό σημείωμα από τον Γερμανό εκδότη, πρόλογο του Roland Jaccard, επίμετρο του Παναγιώτη Κ. Τσούκα και πλήρη εργογραφία του Stevan Zweig από τη μεταφράστρια Μαρία Αγγελίδου. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από ένα βιβλιαράκι 200 σελίδων, εκτός από ένα όμορφο εξώφυλλο;

Αφήνοντας τον πραγματικό Μονταίνιο για τον «φασματικό» Σωκράτη, ο ιατρός και μελετητής της αρχαίας ιατρικής και της αρχαιότητας εν γένει Πάνος Δ. Αποστολίδης, στο βιβλίο του με τίτλο «Σωκράτης – Βίος και Πολιτεία» (εκδ. Gutenberg), επιχείρησε να εντοπίσει το ακριβές στίγμα του μεγαλύτερου φιλόσοφου της αρχαιότητας που όμως δεν άφησε ούτε μια γραπτή αράδα, με αποτέλεσμα να τον γνωρίζουμε μόνο διαμεσολαβημένο από άλλα σπουδαία πνεύματα, με προεξάρχοντα τον Πλάτωνα, αλλά και τον Ξενοφώντα, τον Αριστοφάνη και, λιγότερο, τον Αριστοτέλη. Χίλιες σελίδες σε αναζήτηση του αληθινού Σωκράτη, ένα μνημειώδες έργο για την πιο εμβληματική μορφή της αρχαιότητας.

Από την προσχηματική βιογραφία στην προσχηματική αυτοβιογραφία: Το βιβλίο του ποιητή Edmund Gosse «Πατέρας και γιος - σπουδή πάνω σε δύο ιδιοσυγκρασίες» (μτφρ. Παναγιώτης Σουλτάνης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) είναι, τυπικά τουλάχιστον, αυτοβιογραφικό και καλύπτει ένα χρονικό διάστημα περίπου δύο δεκαετιών. Αποτελεί λεπτομερή και ευαίσθητη καταγραφή της σχέσης του Έντμουντ με τον πατέρα του Φίλιπ Χένρυ Γκος (Philip Henry Gosse, 1810-1888), σημαντικού φυσιοδίφη, με πλούσιο επιστημονικό έργο, αλλά και εξέχον μέλος των Αδελφών του Πλύμουθ, μιας προτεσταντικής σέκτας διαβόητης για την αυστηρότητά της. Χαρακτηριστικό της στενόμυαλης οπτικής του πατρός Γκος είναι η απόρριψη των θεωριών του συναδέλφου του Κάρολου Δαρβίνου που εκείνη την εποχή δημοσιοποιούσε τις ανακαλύψεις του.

Αυτοβιογραφικό, και ταυτόχρονα συναρπαστική περιήγηση στα θαύματα της σύγχρονης κοσμολογίας, είναι το βιβλίο που συνέγραψε ο φυσικός και Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Δημήτρης Νανόπουλος με τη βοήθεια του δημοσιογράφου Μάκη Προβατά και στο οποίο έδωσε τον τίτλο «Στον τρίτο βράχο από τον ήλιο – Μία ζωή, η επιστήμη κι άλλα παράλληλα σύμπαντα» (εκδ. Πατάκη). Το βιβλίο των Νανόπουλου-Προβατά ανήκει στο είδος των έργων που αν τα πιάσεις στα χέρια σου δεν ξανασηκώνεται από την καρέκλα, το κρεβάτι ή τον καναπέ, παρά μόνο όταν θα το έχεις τελειώσει. Ζωντανό και σπινθηροβόλο, διηγείται την ιστορία πολλών θαυμάτων, μέσα από τη ζωή και τους μεγάλους σταθμούς στα επιστημονικά επιτεύγματα της εποχής μας, αποπνέοντας αγάπη για τους ανθρώπους και την επιστήμη.

Μια μορφή αυτοβιογραφίας, έστω περιορισμένης στο χρονικό της ασθένειας, είναι το βιβλίο της πεζογράφου Σοφίας Νικολαΐδου «Καλά και σήμερα – Το χρονικό του καρκίνου στο δικό μου στήθος» (εκδ. Μεταίχμιο). Από τη διάγνωση μέχρι την εγχείρηση, κι από εκεί σε όλα τα «στάδια» της θεραπείας και της παρακολούθησης της ασθένειας, με τις ψυχικές και σωματικές μεταπτώσεις που συνεπάγεται, η Νικολαΐδου έγραψε την ιστορία της δικής της προσωπικής περιπέτειας με ύφος κοφτό, ασθματικό, ευθύ.

Η νευροβιολογία στο ντιβάνι

Αν και ο Φρόιντ προσπάθησε να χτίσει μια ολόκληρη ψυχική γεωγραφία βασιζόμενος κυρίως στην εμπειρία με τους ασθενείς και στα όνειρα, ποτέ του δεν έκρυψε την ελπίδα του κάποια στιγμή η ψυχανάλυση να εξελιχθεί σε θετική επιστήμη. Η ελπίδα του αυτή έμελε να αποδειχτεί φρούδα, για λόγους που δεν είναι της παρούσης, με αποτέλεσμα οι σχέσεις της Ψυχανάλυσης με την επιστήμη (την Ψυχιατρική, ας πούμε) να εξελιχθούν σε απόμακρες έως εχθρικές. Κι όμως, από τη απέναντι πλευρά, την πλευρά της μελέτης του εγκεφάλου και της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα από την αποτύπωσή της στις εγκεφαλικές λειτουργίες, η πρόοδος ήταν τα τελευταία χρόνια ραγδαία. 

Τα ζητήματα που τίθενται είναι πολλά και σοβαρά, με τον κίνδυνο του «βιολογισμού» να ελοχεύει σε κάθε προσπάθεια να αναχθεί ο ανθρώπινος ψυχισμός σε «συνάψεις», ωστόσο όλα είναι ζήτημα οπτικής και επιστημονικής ηθικής. Οι Francois Ansermet, Pierre Magistretti με το βιβλίο τους «Τα ίχνη της εμπειρίας – νευρωνική πλαστικότητα και η συνάντηση της βιολογίας με την ψυχανάλυση» (μτφρ. Βασιλική Βακάκη, επιμ. Ηλίας Κούβελας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) επιχειρούν αυτό το άλμα μέσα από τις τελευταίες εξελίξεις στη νευροβιολογία ανακαλύπτοντας τα πολλαπλά «ίχνη» της ανθρώπινης εμπειρίας στις εγγραφές του εγκεφάλου. Πώς ακριβώς εμφανίζεται το «ασυνείδητο» στον εγκέφαλο; Πώς λειτουργεί και πώς εξηγείται το γεγονός ότι ο καθένας από εμάς είναι μοναδικός; Ένα εξαιρετικό βιβλίο για ένα δύσκολο και γοητευτικό ζήτημα, μια ακόμη θαυμάσια πρόταση από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Ιστορία, ιστορίες, ιστορείν

Ένα θεμελιακό έργο για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας και της επιστήμης, το περίφημο «Η νέα επιστημονική γνώση» του Giambattista Vico (εισαγ.-μτφρ.-πίνακες, Γιώργος Κεντρωτής, εκδ. Gutenberg) είναι πλέον προσιτό και στο ελληνικό κοινό. Η ελληνική έκδοση του έργου του Ναπολιτάνου καθηγητή ρητορικής Τζαμπαττίστα Βίκο είναι αποτέλεσμα άοκνης μεταφραστικής προσπάθειας αλλά και εκδοτικής γενναιοδωρίας. Αν και θεωρητικά δεν απευθύνεται στο ευρύ κοινό, εντέλει πρόκειται για έργο προσιτό στον απαιτητικό αναγνώστη, βοηθούντων των πληρέστατων σημειώσεων και του δουλεμένου ευρετηρίου ονομάτων, όρων και χωρίων από την Αγία Γραφή ή την ελληνική γραμματεία. Ένα βιβλίο που αξίζει κάθε γραμμάριο από το βάρος των χιλίων και πλέον σελίδων του.

Εξαιρετικά σημαντική για τη μελέτη της πολύ πρόσφατης ελληνικής ιστορίας είναι η μελέτη του ιστορικού και πολιτικού επιστήμονα Κωστή Κορνέτη «Τα παιδιά της δικτατορίας» (μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου, εκδ. Πόλις), που κυκλοφόρησε πρώτα στις Ηνωμένες Πολιτείες και πρόσφατα στη χώρα μας, σε μετάφραση. Το βιβλίο του Κορνέτη είναι μάλλον το πρώτο που επιχειρεί να αποτυπώσει διεξοδικά σημαντικά ζητήματα που καθόρισαν την κουλτούρα και την πολιτική συμπεριφορά της γενιάς που μεγάλωσε μέσα στη Δικτατορία, καθώς και της γενιάς του Πολυτεχνείου που ακολούθησε, θέτοντας ερωτήματα όπως για τη σχέση των νέων της Ελλάδας της Δικτατορίας με τα κινήματα της Διαμαρτυρίας του 1968, του γαλλικού Μάη και άλλων. Ένα έργο που έρχεται, θα έλεγε κανείς, την κατάλληλη στιγμή, όταν η ακροδεξιά ρητορεία συνεπικουρούμενη από μια απολιτίκ καταγγελτική στάση έχουν επιχειρήσει να ενοχοποιήσουν σύσσωμη τη Γενιά του Πολυτεχνείου και πολλές από τις προοδευτικές κατακτήσεις της στο πλαίσιο της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Βιβλίο-απόκτημα που πρέπει να διαβαστεί και να συζητηθεί σε βάθος.

Ένα διαμάντι της λεγόμενης στρατοπεδικής γραμματείας, το «Μίλενα από την Πράγα» της Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν (μτφρ. Τούλα Σιετή, εκδ. Κίχλη) μόλις κυκλοφόρησε, σε πολύ ωραία έκδοση, καλά επιμελημένη από την Αριάδνη Δημακοπούλου (που συνέγραψε και το επίμετρο) και τη Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη. Η Μπούμπερ-Νόυμαν είναι η γνωστότερη από όσους έζησαν και τις δυο όψεις της στρατοπεδικής βαρβαρότητας, αρχικά ως αιχμάλωτη του Στάλιν και στη συνέχεια ως αιχμάλωτη του Χίτλερ. Στο βιβλίο περιλαμβάνεται όπως είναι ευνόητο και κεφάλαιο για τη σχέση της Μίλενα Γιέσενσκα με τον Κάφκα, αλλά και πολύτιμες μαρτυρίες για ποικίλες ομάδες που εξοντώθηκαν κατά τη μετατροπή του Ράβενσπρουκ από στρατόπεδο εργασίας σε στρατόπεδο εξόντωσης (ομοφυλόφιλοι, ποινικοί, τσιγγάνοι κ.ά). Ως βιογραφία, ανατρέχει στα χρόνια της νεότητας και της ωριμότητας της Μίλενα στη γενέθλια Πράγα, αλλά και στη Βιέννη, αναδεικνύοντας την αντισυμβατική προσωπικότητά της. Και επειδή στη ζωή της το ατομικό και το συλλογικό ήταν συνυφασμένα, η αφήγηση εξελίσσεται σε τοιχογραφία των ιδεολογικών, πολιτικών και καλλιτεχνικών τάσεων κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, τότε που το όραμα της επανάστασης συμβάδιζε με τα οράματα των πρωτοποριακών κινημάτων στον χώρο της τέχνης.

Εντελώς πρωτότυπη μελέτη, ίσως και μοναδική στο είδος της, είναι η μελέτη της Charlotte Beradt «Τα όνειρα στο τρίτο Ράιχ» (μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης, εκδ. Άγρα) στην οποία η Γερμανοεβραία δημοσιογράφος, κατοπινή φίλη και μεταφράστρια της Χάνα Άρεντ, συγκέντρωσε όνειρα Γερμανών πολιτών, Εβραίων και μη, που ζούσαν κάτω από την πραγματικότητα του Τρίτου Ράιχ, από το 1933 έως το 1939. Τα κρυπτογράφησε, κι αφού τα έκρυψε στη βιβλιοθήκη της στη συνέχεια τα ταχυδρόμησε στο εξωτερικό, όπου και τα περισυνέλεξε το 1939, στη Νέα Υόρκη. Διαβάζοντας αυτά τα όνειρα γίνεται φανερό ότι ο ζόφος του ολοκληρωτικού καθεστώτος δεν περιορίζεται στο δημόσιο χώρο αλλά στοιχειώνει και αλλοιώνει και τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων, οι οποίοι πλέον ζουν υπό το φόβο και τη μόνιμη απειλή. Μια προσπάθεια, επίσης, να ερμηνευτεί, μέσα από αυτό το κλειδί, το πώς και το γιατί ένα ολόκληρο έθνος συμπορεύτηκε στην παράνοια ενός καθεστώτος θεμελιωμένου στη βία και τον τρόμο.

Από την άλλη, ακούμε σήμερα συχνά να λέγεται ότι το φανατικό Ισλάμ είναι μια νέα μορφή «ναζισμού», έστω και με τη δόση αυθαιρεσίας που απαιτούν παρόμοιες ιστορικές αναγωγές και συγκρίσεις. Λέγεται επίσης, και σωστά, ότι έχει έρθει η στιγμή για όλους εμάς τους Ευρωπαίους να ενσκύψουμε με μεγαλύτερη κατανόηση πάνω από τον ισλαμισμό, τόσο ως θρησκευτικό όσο και ως πολιτικό φαινόμενο και να προσπαθήσουμε να το δούμε σε βάθος αντί να το δαιμονοποιούμε με την πολιτισμική υπεροψία του πεφωτισμένου δυτικού. Ο Μιχάλης Μαριόρας διδάσκει για το Ισλάμ και την συγκριτική ιστορία των θρησκειών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι συγγραφέας του ιδιαίτερα διαφωτιστικού βιβλίου «Στα μονοπάτια του Ισλάμ – μουσουλμανικές προσεγγίσεις» (εκδ. Πεδίο, 2014), αλλά και του πιο πρόσφατου «Οι προϊσλαμικές θρησκείες της αραβικής χερσονήσου – Το Αναμενόμενο και το Απροσδόκητο» (εκδ. Πεδίο). Ίσως θα ήταν καλύτερα τα δύο αυτά βιβλία να διαβάζονταν με την αντίστροφη σειρά από αυτή με την οποία γράφτηκαν, μια και το τελευταίο προσπαθεί να ιχνηλατήσει για ποιο λόγο οι λαοί της Αραβικής Χερσονήσου αντί να υιοθετήσουν μια από τις κραταιές τότε μονοθεϊστικές θρησκείες, την Χριστιανική ή την Ιουδαϊκή, στράφηκαν προς τον Μωαμεθανισμό, που κατάφερε να τους παράσχει μια ενοποιητική θρησκευτική και πολιτική ομπρέλα. Δυο εξαιρετικά ενδιαφέροντα και πολλαπλώς χρήσιμα βιβλία.

Πολιτική, πολιτισμός, πολλαπλότητα

Η συγγραφέας και ιστορικός Σώτη Τριανταφύλλου στοχάζεται πάνω στα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών, με αιχμή αυτά που προκύπτουν από την αναγκαστική συνύπαρξη διαφορετικών εθνών, θρησκειών και πολιτισμών στους κόλπους τους. Με το βιβλίο της «Πλουραλισμός, Πολυπολιτισμικότητα, ενσωμάτωση, αφομοίωση» (εκδ. Πατάκη) επιχειρεί να δώσει μια απάντηση στα σύνθετα προβλήματα της εποχής προτάσσoντας την αξία του Πλουραλισμού έναντι αυτής της Πολυπολιτισμικότητας, την οποία θεωρεί χρεωκοπημένο μοντέλο που σωρεύει περισσότερα προβλήματα από αυτά που λύνει. Πολλά από τα θέματα που συζητιούνται αυτόν τον καιρό, με αφορμή και τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Παρίσι, τίθενται επί τάπητος στο παρόν βιβλίο, συνήθως με καθαρό (και οξύ) τρόπο. Ένα βιβλίο που, είτε κανείς συμφωνεί είτε διαφωνεί, αξίζει να διαβαστεί και να συζητηθεί με ψυχραιμία. Χάριν συντομίας, προτάσσω το μότο που έχει επιλεγεί από τη συγγραφέα, κι ανήκει στον βιολόγο, προγραμματικά κι εργολαβικά, θα λέγαμε, αθεϊστή Richard Dawkins: «Η θρησκεία μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους σε επικίνδυνη τρέλα. Συμπεραίνω ότι η θρησκευτική πίστη είναι μια ψυχική διαταραχή». Έχοντας αφήσει πίσω μας τον 20ο αιώνα, που αιματοκυλίστηκε κατά συστηματικό τρόπο από διακηρυγμένα «άθεους» ηγέτες (Χίτλερ, Στάλιν, Μάο, Πολ Ποτ), τις περισσότερες φορές διώκοντας λυσσαλέα τους παραδοσιακούς πιστούς, γίνονται νομίζω φανερά τα όρια τέτοιων μονόπλευρων διαπιστώσεων που προσφέρονται περισσότερο για πολεμική και λιγότερο για κατανόηση. Τούτου λεχθέντος, cherchez le livre.

Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Naomi Klein, μετά τα δημοφιλή «No logo» και «Το δόγμα του σοκ» (στις εκδόσεις Λιβάνη, αμφότερα), συντονίζεται και πάλι με την επικαιρότητα και μας δίνει ένα ιδιαίτερα αναλυτικό βιβλίο για τις αιτίες που γεννούν το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, με τίτλο «Αυτό αλλάζει τα πάντα – Καπιταλισμός εναντίον κλίματος» (μτφρ. Άγγελος Φιλιπάττος, εκδ. Λιβάνη). Μεγάλος όγκος πληροφοριών και μασημένη (εναλλακτική) τροφή συνθέτουν το μείγμα που θα χαρίσει την επιτυχία και σε αυτό το βιβλίο της Ναόμι Κλάιν. Κι ενώ δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τον συσχετισμό μεταξύ της αδηφάγου λογικής (ή μη λογικής) του σύγχρονου καπιταλισμού και της υπερθέρμανσης του πλανήτη (αν βέβαια θεωρήσουμε την Κίνα, τον μεγαλύτερο καταναλωτή άνθρακα στον κόσμο, κέντρο του καπιταλισμού, αγνοώντας όλη την υπόλοιπη πολιτική δομή της χώρας), αυτό που τελικά μένει, ήδη από τον τίτλο του βιβλίου, είναι μια αμήχανη διερώτηση: Θα πρέπει άραγε να αναβάλουμε τη σωτηρία του πλανήτη στο ίδιο μακρινό μέλλον όπου έχει μεταφερθεί η «απαλλαγή» της ανθρωπότητας από τον τρισκατάρατο καπιταλισμό; Ευτυχώς, πρόσφατα, οι ηγέτες του κόσμου στο Παρίσι έδωσαν πιο άμεσες και συγκεκριμένες απαντήσεις, στο ίδιο οικονομικό πλαίσιο.

Σε παρόμοιο μήκος κύματος, αλλά με πιο εκλεπτυσμένη σκέψη, ο Ισπανός διανοούμενος Manuel Arriaga μας προκαλεί με το βιβλιαράκι «Για την επανεκκίνηση της δημοκρατίας» (μτφρ. Ηλίας Παπαζαχαρίας, εκδ. Αιώρα) μια σειρά από γόνιμους προβληματισμούς γύρω από τα όρια και τις παθογένειες των σύγχρονων δημοκρατιών. Ποιο είναι το συμπέρασμα, με δυο λόγια; Οι πολίτες θα πρέπει να οργανωθούν και να μην αφήνουν την πολιτική (που είναι πολύ σοβαρό πράγμα) μονάχα στους πολιτικούς (που συχνότατα δεν είναι όσο σοβαροί απαιτείται).

Οι Γάλλοι στοχαστές, ως γνωστόν, έλκονται από τα οξύμωρα σχήματα και τις διανοητικές προκλήσεις, εξού και συχνά επιδίδονται στο να πλέκουν τα εγκώμια αμφιλεγόμενων ιδεών ή προσώπων. Έτσι, ο «πολύς» αριστερός Ρεζίς Ντεμπρέ αναλαμβάνει να πλέξει το «Εγκώμιο των συνόρων» (μτφρ.-σημειώσεις: Αντώνης Καραβασίλης, εκδ. Εστία). Σε αυτή τη διάλεξη που δόθηκε το 2010 στη Γαλλο-Ιαπωνική Εστία του Τόκυο επιχειρεί, μέσα από την υπεράσπιση της έννοιας του συνόρου, να υπερασπιστεί ταυτόχρονα το ιδιαίτερο και το τοπικό, μαζί με την ίδια μας την ικανότητα να στοχαζόμαστε «ανοιχτά», ακριβώς επειδή στοχαζόμαστε από κάποιον οριοθετημένο «τόπο».

Παρομοίως, αν και με τελείως άλλο υπόβαθρο, ο γνωστός μας ως διευθυντής της εταιρείας Lazard, που «συμβούλεψε» για ένα διάστημα την νέα ελληνική κυβέρνηση, Matthieu Pigasse, στο ευσύνοπτο βιβλίο του «Εγκώμιο της μη κανονικότητας» (μτφρ. Γιώργος Ξενάριος, εκδ. Στερέωμα) διατείνεται ότι η οξύτητα των προβλημάτων της εποχής μας δεν επιτρέπει κλασικές προσεγγίσεις και απαιτεί ανατρεπτικό βλέμμα και ρηξικέλευθες πράξεις. Το βιβλίο θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στην ιδέα πως πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε «έξω από το κουτί», αλλά ειδικά για εμάς τους Έλληνες υπάρχει και πρόσθετο ενδιαφέρον, μια και ο Πιγκάς αναφέρεται συγκεκριμένα στα ελληνικά προβλήματα, στην Κύπρο και στην τρέχουσα ευρωπαϊκή κρίση.

Μιλώντας για ιδέες και αντικομφορμιστική σκέψη, στο βιβλίο του Steven Johnson «Από πού έρχονται οι ιδέες – Η φυσική ιστορία της καινοτομίας» (μτφρ. Δημήτρης Ποταμιάνος, επιστ. επιμ. Μπέττυ Τσακαρέστου, εκδ. Πεδίο) επιχειρείται να χαρτογραφηθεί το «DNA» της καινοτομίας μέσα στα χρόνια, προκρίνοντας πρώτα απ’ όλα την συνεργατικότητα και τη συνδημιουργία, ιδέες που έχουν επανέλθει δριμύτερες στο πλαίσιο της ψηφιακής μας κουλτούρας.

Λογοτεχνική κριτική με καρδιά

Οι εκδόσεις Αντίποδες μόλις έκλεισαν έναν χρόνο ζωής, έχοντας αφήσει ήδη το στίγμα τους στα εκδοτικά μας πράγματα, με τα κομψά και έξυπνα επιλεγμένα βιβλιαράκια τους, ξεχωρίζοντας για την ώρα κυρίως για τις επιλογές τους στην ελληνική πεζογραφία – η μεγάλη επιτυχία του Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου υπήρξε η ιδανική ατμομηχανή του εκδοτικού εγχειρήματος. Λίγο πριν κλείσει ο χρόνος, εξέδωσαν ένα από κάθε άποψη «μεγάλο» βιβλίο, το κλασικό δοκίμιο του Τζωρτζ Στάινερ «Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι – Δοκίμιο παλαιάς κριτικής» (μτφρ. Κώστας Σπαθαράκης), το πρώτο έργο του σπουδαίου αυτού κριτικού και στοχαστή, που δημοσιεύτηκε το 1959 και αναδημοσιεύτηκε το 1996 από το Yale University Press. Είναι δύσκολο να συνοψίσει κανείς με δυο λόγια πόσα θέματα θίγει και ανασκαλεύει ο Στάινερ μέσα από το προκλητικό ερώτημα του τίτλου. Ίσως η καλύτερη πρόσκληση στην ανάγνωση αυτού του πυρετικού και ερεθιστικού δοκιμίου να είναι η φράση με την οποία εκκινεί το βιβλίο: «Η λογοτεχνική κριτική πρέπει να γεννιέται από ένα χρέος αγάπης.» Ένα σπάνιο έργο κριτικής που μας διδάσκει πώς να διαβάζουμε και πώς να σκεφτόμαστε τα κείμενα και τον εαυτό μας, μέσα από τη μελέτη ορισμένων από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της νεωτερικότητας.

Πολλές ερεθιστικές σκέψεις θα συναντήσει ο αναγνώστης και στη συλλογή δοκιμίων «Αφερέγγυοι και πλάνητες – Δοκίμια για τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό» (εκδ. Κέδρος), του Γιώργου Αριστηνού, που βραβεύτηκε πρόσφατα από την Ακαδημία Αθηνών. Όχι τυχαία, στο πρώτο κιόλας κείμενο της συλλογής με τίτλο «Ο ανορθόδοξος Παπαδιαμάντης (μικρή μελέτη για τη Φόνισσα)» παρατίθεται η διάσημη φράση του George Steiner (μεταφράζω πρόχειρα): «Η διόρθωση που φέρει ο μεταφραστής λανθάνει στο πρωτότυπο». Εκλεκτικές συγγένειες, λοιπόν, συναντήσεις, αντηχήσεις. Ο Γιώργος Αριστηνός είναι ένας από τους λίγους Έλληνες συγγραφείς που παίρνουν στα σοβαρά τον κριτικό και θεωρητικό λόγο, κι εδώ συγκέντρωσε έναν πλούσιο αστερισμό κειμένων που μετεωρίζονται γόνιμα μεταξύ λογοτεχνικής και πολιτισμικής κριτικής.

Νόμπελ και άλλα... εδέσματα

Ο πεζογράφος Κώστας Αρκουδέας έψαξε, έσκαψε κι έφερε στο φως μια σχετικά άγνωστη στο ευρύ κοινό ιστορία, με ήρωα έναν από τους μεγαλύτερους πρωταγωνιστές των ελληνικών γραμμάτων, τον Νίκο Καζαντζάκη. Στο βιβλίο του «Το χαμένο Νόμπελ – μια αληθινή ιστορία» (εκδ. Καστανιώτη), μέσα από προσωπικές μαρτυρίες, επιστολές, άρθρα, αποσπάσματα από βιβλία και ντοκουμέντα, συνθέτει την ιστορία της υποψηφιότητας για Νόμπελ λογοτεχνίας από τον Νίκο Καζαντζάκη και την πορεία αυτής της υποψηφιότητας προς την αποτυχία. Τοιχογραφία μιας εποχής, μέσα από μεγάλες προσωπικότητες των Γραμμάτων και των Τεχνών και μια υπόθεση που ανέδειξε τις αντιφάσεις και τις αντιπαλότητες της σύγχρονης Ελλάδας.

Ολοκληρώνοντας αυτή την περιήγηση από το «κεφάλι» στην «καρδιά», μοιραία καταλήγουμε στο «στομάχι». Η δημοσιογράφος, ηθοποιός και πολιτιστική συντάκτρια Μελίσσα Στοΐλη στο βιβλίο της «Και διηγώντας τα... να τρως – ιστορίες και συνταγές εδεσμάτων» (εκδ. Κίχλη), συνοδεύει ορισμένα από τα πιο γνωστά φαγητά και γλυκά με ευφάνταστες ιστορίες. Παγωτά, μακαρονάδες, ιμάμ, μπερδεύονται με ιστορίες για άγιους και ιππότες, βασιλιάδες και επαναστάτες, μπλέκοντας γεύσεις με λέξεις σε αναπάντεχους συνδυασμούς, που στολίζονται δεξιά κι αριστερά με μικρά ασπρόμαυρα σκίτσα ή γκραβούρες. Στο τέλος παρατίθενται σε κλασική μορφή οι συνταγές των φαγητών που αναφέρονται, αλλά αν δεν πιάσει κανείς στα χέρια του το ίδιο το βιβλίο δεν θα μπορέσει να αντιληφθεί, με την αφή και με το μάτι και με την όσφρηση, τη χαρά και την αισθητική συγκίνηση που προκαλεί ακόμη σε πολλούς από εμάς ένα τόσο προσεγμένο βιβλίο, ως αντικείμενο και μόνο.

28 December 2015

Η φιλία και το έλεος

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης απομυθοποιεί την Χριστιανική «αγάπη»
respublica.gr
Οι αρχαιοελληνικές έννοιες και η διαστρέβλωσή τους από την υποκριτική χριστιανική ηθική
Θα έβλεπα δύο πολύ σημαντικά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις στην Ελλάδα και εκφράζονται με τις λέξεις φιλία και έλεος. Ας αρχίσουμε από την πρώτη. Ο Αριστοτέλης, ο οποίος είναι παραδόξως ο κατ’ εξοχήν φιλόσοφος της κλασικής πόλης, θα τη συζητήσει δια μακρών. Έχουμε συνηθίσει, μετά από τους Ρωμαίους, να μεταφράζουμε αυτή τη λέξη ως «amitié» («φιλική σχέση»), καθόλου δόκιμη απόδοση. Η φιλία προέρχεται από το ρήμα φιλώ, που σημαίνει αγαπώ. Όχι αγαπώ ερωτικά, αν και αυτό το νόημα είναι επίσης δυνατό. Η φιλία είναι το γένος, που σαν επιμέρους είδη του έχει τις διάφορες μορφές συναισθημάτων, που μπορούν να συνδέσουν τα άτομα. Και στην ελληνική πόλη, η φιλία έχει πολύ σημαντικές θεσμικές πτυχές. Βεβαίως, πρόκειται κυρίως για τη φιλική σχέση μεταξύ ανδρών, συχνά βάσει άτυπων πολιτικών συνδέσμων που ονομάζονται εταιρείαι, ενώ ο Πλάτων, όπως και ο Αριστοτέλης, θα πουν δικαίως, ότι η φιλία είναι κατ’ εξοχήν ο τύπος σχέσης, που μπορεί να ευδοκιμήσει και να αναπτυχθεί σε μια ελεύθερη κοινότητα και ότι μια τέτοια κοινότητα την προϋποθέτει.
Κατά κανόνα, η τυραννία δεν μπορεί να ανεχθεί τη φιλίαν (Πλάτων, «Πολιτεία», Ι, 576a, Αριστοτέλης, «Ηθικά Νικομάχεια», Θ, 1161a 30-35, 1161b 1-10). O τύραννος έχει κάθε συμφέρον να εμποδίσει την, ανεξάρτητα από αυτό τον ίδιο, δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, που θα μπορούσαν να ευνοήσουν τον αγώνα εναντίον της εξουσίας του και, εν πάση περιπτώσει, τη σύσταση μέσα στην κοινωνία ενός κέντρου αναφοράς που διαφεύγει του ελέγχου του. Μπορούμε να δούμε το πράγμα από μια μακιαβέλεια σκοπιά -δεν λέω μακιαβελική-, θέτοντας το ερώτημα του πώς πρέπει να ενεργήσει ο τύραννος για να κυβερνήσει. Απάντηση: πρέπει να καταστρέψει τις φιλικές σχέσεις. Ας μεταθέσουμε το ερώτημα στην εποχή μας: τι χρειάζεται ένα ολοκληρωτικό καθεστώς για να εξασφαλίσει τη θέση του; Να διαρρήξει με κάθε τρόπο όλες τις ανεξάρτητες από αυτό σχέσεις μέσα στην κοινωνία, να καταφέρει να κονιορτοποιήσει το λαό και να καταστήσει μοναδικό κέντρο αναφοράς και ενοποίησης τους την ίδια την εξουσία.
Δεν είναι εξ’ άλλου τυχαίο το γεγονός ότι, πολύ συχνά, οι αφηγήσεις των τυραννοκτόνων φέρνουν στο προσκήνιο φίλους, όπως στο περίφημο παράδειγμα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονος στην Αθήνα, οι οποίοι σκότωσαν τον Ίππαρχο, γιο του τυράννου Πεισίστρατου. Θα βρούμε και άλλους στη νότια Ιταλία… Επομένως, η πρώτη διαπροσωπική σχέση, που μετρά στην πολιτική ζωή της κοινότητας είναι η φιλία, θα επανέλθω.
Το δεύτερο στοιχείο, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Αριστοτέλη στον ορισμό της τραγωδίας, είναι ο έλεος -θα μπορούσαμε να πούμε επίσης η συμπάθεια-, δεν πρόκειται για οίκτο ή για κάπως δακρύβρεχτη συμπόνια, αλλά για το γεγονός ότι ο ένας μπαίνει στη θέση του άλλου και συμπάσχει, δηλαδή μεταφορικά, υφίσταται αυτό που κάνει τον άλλο να πάσχει, δεν μένει απαθής απέναντι στη δυστυχία του. Βρίσκουμε έτσι σε ένα λόγο του Δημοσθένη («Κατά Τιμοκράτους», 171,1) το απόσπασμα, όπου λέει, ότι κατά γενική ομολογία, πρέπει τους ασθενείς ελεείν, να επιδεικνύεται έλεος απέναντι στους αδύναμους, να λαμβάνεται υπόψη αυτό που τους συμβαίνει…
Η ιδέα, φυσικά, βρίσκεται ήδη στην Ιλιάδα. Σας θυμίζω τη σκηνή, στο τέλος του έπους, μεταξύ Αχιλλέως και Πριάμου. Βρίσκουμε εκεί όλο τον έλεον του κόσμου, ο καθένας μπαίνει στη θέση του άλλου, και μάλιστα με διάφορους τρόπους. Μπορούμε λοιπόν να συγκρατήσουμε από τη μια τη φιλίαν, και από την άλλη τον έλεον, ως τυπικά συναισθήματα, που αφορούν στις σχέσεις μεταξύ ατόμων. Το επαναλαμβάνω, έχουμε να κάνουμε εδώ, φυσικά, με μια άτυπη θέσμιση, κάτι σαν έθιμο, αλλά με την ισχυρή έννοια του όρου, δηλαδή αυτού, που κατά τα ειωθότα εφαρμόζεται στην πόλη.
Εδώ είναι αναγκαία μια παρέκβαση. Όταν μιλάμε για συναισθήματα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα θεμελιώδες γεγονός, που αποτελεί επίσης κοινοτυπία – και τις κοινοτυπίες δεν τις πολυσκεφτόμαστε∙ τα συναισθήματα δεν λειτουργούν κατά παραγγελία. Μπορούμε, μέχρι ενός σημείου, να κατευθύνουμε την εξωτερική μας συμπεριφορά και να κυριαρχήσουμε στα συναισθήματα μας. Δεν είναι όμως δυνατό να τα αλλάξουμε επιβάλλοντας τη θέληση μας ή από απλό ηθικό καθήκον. Το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα διαμορφώσουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας, όπως λέει ο Αριστοτέλης στην αρχή του δεύτερου βιβλίου των «Ηθικών Νικομαχείων»: «Ουτ’ άρα φύσει ούτε παρά φύσιν εγγίνονται αι αρεταί, αλλά πεφυκόσι μεν ημίν δέξασβαι αυτάς, τελειουμένοις δε δια του εθους». [Oι αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως – ούτε όμως και είναι αντίθετη προς τη φύση μας η γένεσή τους μέσα μας; η φύση μας έκανε επιδεκτικούς στις αρετές, τέλειοι όμως σ’ αυτές γινόμαστε με τη διαδικασία του έθους (1103a 25).]
Και ιδού ένα πολύ ωραίο ανέκδοτο: κάποιοι φίλοι του Σωκράτη γνώρισαν ένα διάσημο φυσιογνωμιστή, του έδειξαν από μακριά τον Σωκράτη και του ζήτησαν να περιγράφει το χαρακτήρα του. Εκείνος, αφού τον κοίταξε καλά, απάντησε, ότι είναι ευέξαπτος και ανίκανος για αυτοέλεγχο, φιλήδονος, ψεύτης κ.λπ.. Κατάπληξη και γέλια των φίλων, που τα μετέφεραν όλα στον Σωκράτη. Έτσι ακριβώς ήμουν, τους απαντά· έκτοτε άλλαξα τον εαυτό μου, τα ελαττώματα όμως αυτά παρέμειναν χαραγμένα στο πρόσωπο μου (Κικέρων, Τusculanes, IV, 37).
Δεν πρέπει να ξεχάσουμε, ότι στην ελληνική αντίληψη -και ο Αριστοτέλης το αναφέρει ρητά- φιλία μόνο μεταξύ ίσων μπορεί να υπάρχει. Αυτό είναι εξάλλου που την ανάγει στο κατεξοχήν δημοκρατικό συναίσθημα, θα ήταν γελοίο, λέει, να φανταστούμε ότι δεσμοί φιλίας μπορούν να συνδέσουν ένα θνητό με τον Δία. Από την άλλη, το συναίσθημα αυτό απευθύνεται σε ό,τι αξιολογούμε θετικά στον άλλο. Αυτό μπορεί να φαίνεται αυτονόητο, αλλά μην ξεχνάτε ότι η χριστιανική θέση είναι εντελώς διαφορετική – θα επανέλθω επ’ αυτού. Βλέπετε λοιπόν, ότι η φιλία εξαρτάται, κατά μία έννοια, από την πολιτική θέσμιση της πόλης, δεδομένου ότι η ίδια η πόλη θέτει τα άτομα ως ίσα, δημιουργώντας ως εκ τούτου τις συνθήκες για αυτό τον τύπο δεσμών. Και ταυτόχρονα η πόλη βεβαίως δίνει σε καθένα από τα μέλη της τη δυνατότητα να εξυψωθεί ώστε να γίνει άξιο φιλίας.
Στην ελληνική αντίληψη φιλία μόνο μεταξύ ίσων μπορεί να υπάρχει.
Υποθέστε τώρα, ότι η θεμελιώδης ηθική προτροπή σε μια κοινότητα είναι η αγάπη, όχι η ανοχή ή η λύπηση, αλλά η αγάπη των πάντων ανεξάρτητα από το τι είναι ο καθένας, επιπλέον δε, ότι πρέπει η αγάπη αυτή να επιδεικνύεται ακόμη περισσότερο, όταν το άτομο δεν αξίζει ηθικά. Σε αυτό ακριβώς έγκειται, όπως ξέρουμε, το περιεχόμενο της χριστιανικής προτροπής σε ό,τι αφορά τις ατομικές σχέσεις. Ο πραγματικός χριστιανικός ήρωας είναι αυτός, που μπορεί να φιλήσει τις πληγές των λεπρών ή ο Χριστός της παραβολής του Dostoevsky, ο οποίος φιλά στο στόμα τον Μέγα Ιεροεξεταστή, που μόλις του εξήγησε τις ορθολογικές φρικαλεότητες, που γνωρίζετε.
Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο στον ελληνικό κόσμο. Η φιλία απευθύνεται στον άλλο στο βαθμό που ενσαρκώνει μια αξία, στο μέτρο που είναι καλός καγαθός, δηλαδή ένα ον «καλό και ωραίο». Όσο για τον έλεον, απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν πρόκειται για αγάπη. Είναι το γεγονός, ότι ο άλλος λαμβάνεται υπ’ όψη, η δυστυχία του μετρά και υπαγορεύει την ανάλογη δράση. Μπορεί να δείξει κανείς έλεον σε ένα λεπρό και να τον βοηθήσει χωρίς να τον αγαπά ούτε να αισθάνεται υποχρεωμένος να φιλήσει τις πληγές του.
Είναι αλήθεια, ότι βρίσκουμε στον ελληνικό πνευματικό κόσμο κάτι που σηματοδοτεί ταυτόχρονα ένα όριο και μια αλλαγή, και για το οποίο ελέχθη -κακώς- ότι προανήγγειλε το χριστιανισμό. Πρόκειται βεβαίως για τη θέση, που αποδίδει ο Πλάτων στον Σωκράτη, που προέρχεται πιθανότατα από τον Σωκράτη ως ιστορικό πρόσωπο και συνίσταται στην προτροπή του να μην απαντάς στο κακό με το κακό. Είναι προτιμότερο να υφίστασαι την αδικία παρά να τη διαπράττεις. Είναι όμως διαφορετικό να πεις: μην απαντάς στο κακό με το κακό, πράγμα που αφορά στη συμπεριφορά μας και εξαρτάται από εμάς, είναι, όπως λέει ο Αριστοτέλης, «εφ’ ημίν». Και είναι άλλο να λες: να αγαπάς αυτόν που σου κάνει κακό. Αυτή η προτροπή δεν αφορά στη συμπεριφορά, αλλά στο συναίσθημα και είναι καθ’ αυτή παράλογη, διότι κανείς δεν μπορεί να κυριαρχήσει τα συναισθήματα του. Δεν συζητώ καν για το αν πρέπει ή όχι να αγαπάμε αυτούς που κάνουν κακό. Αν θεωρήσουμε όμως τι συνεπάγεται αυτό, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι όσο περισσότερο ο τάδε έχει βασανίσει στο Άουσβιτς, τόσο περισσότερο θα πρέπει να αγαπηθεί! Πρόταση απολύτως απορριπτέα.
Εδώ έγκειται η διπλοπροσωπία ή η θεμελιώδης υποκρισία του χριστιανισμού. Υποκρισία όχι με την τρέχουσα, αλλά με την οντολογική έννοια. Αυτό που προτείνεται εδώ είναι ένα είδος ψευδούς απολύτου, δεδομένου ότι πρόκειται για απόλυτο απολύτως μη πραγματοποιήσιμο και επομένως ανύπαρκτο. Και ζούμε κάτω ακριβώς από την τερατώδη κυριαρχία αυτής της αδύνατης ηθικής εδώ και σχεδόν δεκαεπτά αιώνες, πράγμα που φέρνει, φυσικά, καταστροφικά αποτελέσματα, όπως ο ουσιώδης διχασμός στον εσωτερικό κόσμο των ατόμων, που ο Ηegel είχε πολύ καθαρά δει. Όταν μιλά για τη δυστυχή συνείδηση, αναφέρεται κατά μία έννοια στο χριστιανισμό, που επιβάλλει στο άτομο έναν κανόνα, στον οποίο δεν μπορεί ποτέ να υπακούσει.
Εν ολίγοις, υπάρχει θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα σε μια ηθική, που λέει, ότι αυτός που κάνει το κακό (αυτό που θεωρώ, αυτό που θεωρούμε κακό) πρέπει παρά ταύτα να αντιμετωπίζεται ως άτομο, που δεν υποβιβάζεται εντελώς στο κακό που διαπράττει, ως άτομο, που μπορεί να αναπτύξει και άλλες δυνατότητες -αυτή η προτροπή έχει περιεχόμενο, δυνατότητα εφαρμογής, και αφορά σε μια συμπεριφορά, όχι σε συναισθήματα- και μια άλλη που λέει, ότι αυτόν που κάνει το κακό πρέπει να τον αγαπάς εξ’ ίσου, και μάλιστα περισσότερο από τους άλλους – πράγμα που καταλήγει σε μια ηθική η οποία, κυριολεκτικά, θα μας προέτρεπε να αγαπάμε τον Χίτλερ και τον Στάλιν. Σχηματοποιώ φυσικά, αλλά αυτή η εναλλακτική λύση είναι σαφώς παρούσα.
Η χριστιανική ηθική καταλήγει να μεταμορφώσει το άτομο σε αιώνιο ένοχο, που παραμένει πάντοτε ανεπαρκές απέναντι στον κανόνα. Είναι ως εκ τούτου καταδικασμένο να συμβιβάζεται διαρκώς με αυτό τον κανόνα, να ζει μέσα στον κομφορμισμό και στη διπλοπροσωπία.
Η δεύτερη ηθική, η χριστιανική, της οποίας εξ’ άλλου θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τους προδρόμους στην Παλαιά Διαθήκη -η Καινή είναι από αυτή την άποψη λιγότερο ανακαινιστική απ’ όσο θα ήθελε-, καταλήγει επομένως να μεταμορφώσει το άτομο σε αιώνιο ένοχο, που παραμένει πάντοτε ανεπαρκές απέναντι στον κανόνα. Είναι ως εκ τούτου καταδικασμένο να συμβιβάζεται διαρκώς με αυτό τον κανόνα, να ζει μέσα στον κομφορμισμό και στη διπλοπροσωπία, σχετικοποιώντας, ως μη όφειλε, τα πράγματα.
Όσο για το κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, ο χριστιανισμός ξεκινά αγνοώντας το αναφανδόν: δεν μας αφορά, λένε τα ευαγγέλια, πάσα εξουσία εκ θεού, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι (είναι η Προς Ρωμαίους Επιστολή) κ.λπ.. Έτσι καταλήγουμε αναγκαστικά σε μια σχάση, σε μια διάσπαση. Από τη μια ένας δημόσιος χώρος, θεσμισμένος, όπου ο Καίσαρ κάνει ό,τι έχει να κάνει και όπου, παρ’ όλες τις συζητήσεις περί αυτού, δεν βλέπουμε με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι κανόνες της ηθικής: ο εξομολογητής του βασιλιά μπορεί βεβαίως να του επιβάλλει μια μετάνοια επειδή διέταξε τη σφαγή μερικών χιλιάδων υπηκόων του, όμως αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα τη νομιμότητα του βασιλιά. Από την άλλη, ένας ιδιωτικός χώρος, όπου ισχύει αυτή η μη πραγματοποιήσιμη προτροπή του να αγαπάς τον πλησίον σου, όποιος κι αν είναι αυτός, περισσότερο από τον εαυτό σου. Ασφαλώς, μετά τη θέσμισή του, ο χριστιανισμός απέκτησε εξαιρετική πνευματική ευρύτητα, οικειοποιούμενος μεγάλο τμήμα της αρχαίας φιλοσοφίας και των μεθόδων της, οπότε τα προβλήματα εμφανίζονται πιο επεξεργασμένα, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών και ενεργοποιείται μια ολόκληρη σοφιστεία.
Όλα αυτά τα βρίσκουμε, από κάποια στιγμή και μετά, στους Πατέρες της Εκκλησίας και στη συνέχεια στους θεολόγους του Μεσαίωνα. Και τα επιχειρήματα εξακοντίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις: για να καταδικάσουν το φόνο του βασιλιά ή για να τον δικαιολογήσουν ή και τα δύο… επειδή έχει επανεισαχθεί στον δημόσιο χώρο κάτι σαν θείο φυσικό δίκαιο, που ο μονάρχης είναι παρά ταύτα υποχρεωμένος να σεβαστεί. Δεν επιτυγχάνεται όμως ποτέ μια συμφωνία, ένα μονοσήμαντο δόγμα. Παραμένει σε τελευταία ανάλυση αυτή η διπλοπροσωπία της θέσμισης, ανάμεσα σε μια πολιτική, που προέρχεται από την απλή πραγματικότητα και σε μια ηθική, που περιορίζεται στον ιδιωτικό βίο των ανθρώπων.
Το κείμενο του άρθρου αποτελεί απόσπασμα σεμιναρίου (1983) του Κορνήλιου Καστοριάδη, το οποίο έχει συμπεριληφθεί στην “Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι” (εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2008, μετάφραση: Ζωή Καστοριάδη.)
Όμως, το σημαντικό -αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος, που επέμεινα σε αυτή την παρέκβαση- είναι, ότι δεν υπάρχουν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η διπλοπροσωπία, το ενσωματωμένο ψέμα στην πραγματική λειτουργία της κοινωνίας και στην παράσταση, που φτιάχνει η ίδια για τον εαυτό της και η οποία εξακολουθεί να υφίσταται από το Μεσαίωνα μέχρι τον σύγχρονο κόσμο μας. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε, ότι απουσιάζει από όλες τις ιστορικές κοινωνίες, με εξαίρεση τις μονοθεϊστικές. Οι ασιάτες δεσπότες δεν θα πουν κάτι και θα κάνουν κάτι άλλο. Στην Ελλάδα, στη Ρώμη, δεν θα πουν, ότι όλα τα ανθρώπινα όντα είναι ίσα για να επικυρώσουν στη συνέχεια τις υπάρχουσες ιεραρχίες. Δεν θα ισχυριστούν, ότι η δικαιοσύνη οφείλει, να προέχει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, θα πουν ότι αυτό που υπερισχύει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, αν δεν είναι ίσες, είναι η βία. Δεν θα βρούμε όμως αυτές τις εξωφρενικές καταστάσεις, στις οποίες έχουμε από τη μια μεριά ένα διεθνές δίκαιο, που υποτίθεται ότι εξασφαλίζει τη δικαιοσύνη στις σχέσεις μεταξύ Κρατών και από την άλλη παρεμβάσεις στη Νικαράγουα, στα νησιά Φόκλαντ, στο Αφγανιστάν κ.α., καταστάσεις στις οποίες το δίκαιο δεν παίζει απολύτως κανένα ρόλο. Εφιστώ την προσοχή σας σε αυτό το κεφαλαιώδες γεγονός: μία από τις συνθήκες ύπαρξης αυτού, που αποκαλούμε ιδεολογία -με την πραγματική έννοια του όρου και όχι με την έννοια που κολλά παντού, όπως στους αλθουσερικούς ή σε άλλους, που μιλάνε για ιδεολογία των Ελλήνων ή των Παπούα- είναι ακριβώς αυτός ο διχασμός ανάμεσα στο λέγειν και το πράττειν.
Μια τέτοια απόσταση ανάμεσα σε απατηλό λόγο και πραγματικότητα της κοινωνικής δράσης έχει σημαντικές προεκτάσεις. Μια πραγματική ηθική μόνο στα εφ’ ημίν, σε ό,τι εξαρτάται από εμάς, μπορεί να αναφέρεται. Και είναι ουσιώδες να αναγνωρίσουμε αυτόν ακριβώς το χώρο της ψυχικής ζωής, που ο άνθρωπος δεν ελέγχει – εξ’ άλλου δεν μπορούμε να δούμε στη συγκεκριμένη περίπτωση τί θα σήμαινε ο έλεγχος. Μπορούμε να ελέγξουμε τη συμπεριφορά, που προέρχεται από τα συναισθήματα, όχι όμως τα ίδια τα συναισθήματα. Κατά συνέπεια, κάθε ηθική προτροπή απευθυνόμενη στα συναισθήματα είναι παράλογη. Ακόμη μεγαλύτερος παραλογισμός είναι η προσπάθεια επιβολής αδύνατων ή αντιφατικών συναισθημάτων.
Όποιος αγαπά όλο τον κόσμο φυσικά δεν αγαπά κανένα. Και όποιος αγαπά αυτό που μισεί δεν μισεί τίποτα – αλλά όποιος δεν μισεί τίποτα δεν επενδύει τίποτα συναισθηματικά. Πράγμα, που οριακά είναι δυνατό, αλλά αποτελεί εξ ορισμού αποκλειστικότητα ορισμένων ατόμων, χριστιανών αναχωρητών στην έρημο ή οπαδών του βουδισμού. Και η ύπαρξη αυτών των περιθωριακών ατόμων, ερημιτών ή αγίων επιτρέπει ταυτόχρονα στην κοινωνία να δικαιολογείται και να ενοχοποιείται δίνοντας στον εαυτό της την απατηλή απόδειξη της δυνατότητας να πραγματωθεί το διακηρυσσόμενο ιδεώδες. Ο άγιος τάδε το καταφέρνει, άρα η ηθική μας δεν είναι παράλογη· εμείς όμως δεν έχουμε το απαιτούμενο ανάστημα, πρέπει επομένως να εξιλασθούμε, να γονυπετήσουμε, να συνεισφέρουμε στους εράνους για την ανοικοδόμηση του ιερού ναού κ.λπ. – και ταυτόχρονα, αναμφίβολα, να μάθουμε να εξαπατάμε.
“Ο άγιος τάδε το καταφέρνει, άρα η ηθική μας δεν είναι παράλογη· εμείς όμως δεν έχουμε το απαιτούμενο ανάστημα, πρέπει επομένως να εξιλασθούμε, να γονυπετήσουμε, να συνεισφέρουμε στους εράνους για την ανοικοδόμηση του ιερού ναού κ.λπ. – και ταυτόχρονα, αναμφίβολα, να μάθουμε να εξαπατάμε”.
Ίσως υπήρξε κάποια στιγμή στην ιστορία του χριστιανισμού, που αυτή η διπλοπροσωπία δεν είχε ακόμη εμφανιστεί: Αναφέρομαι στους δύο πρώτους αιώνες της εξάπλωσής του (τον 2ο και τον 3ο μ.Χ. αιώνα) περίοδο, για την οποία έχει κανείς την εντύπωση σε μεγάλο βαθμό, ότι αυτοί οι χριστιανοί είχαν πράγματι παραιτηθεί από την εγκόσμια ζωή και περίμεναν ανά πάσα στιγμή τη Δευτέρα Παρουσία, την επιστροφή του Χριστού επί της γης. Ως εκ τούτου, η επίγεια ζωή -συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και της ζωής των πολιτικών θεσμών- έχανε κάθε σημασία, αφού ο Μεσσίας θα εμφανιζόταν από τη μια στιγμή στην άλλη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, όταν τα άτομα ζουν μια ζωή, που μόνο κατ’ όνομα είναι, ζωή, σε απόλυτη ετοιμότητα και με τις αποσκευές ανά χείρας για το ταξίδι στον άλλο κόσμο, είναι δυνατό να φανταστούμε εφαρμογή της χριστιανικής ηθικής που να μην αποτελεί διαρκή διπλοπροσωπία. Από τη στιγμή όμως που οι χριστιανοί εγκαθίστανται μόνιμα στη ζωή της κοινωνίας, και επομένως από τη στιγμή, όπου ο χριστιανισμός αναγνωρίζεται (το 313 μ.Χ., επί Κωνσταντίνου) και στη συνέχεια γίνεται η υποχρεωτική θρησκεία για όλους τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας επί ποινή διώξεων (384, ψήφισμα του Θεοδόσιου), η διπλοπροσωπία βρίσκεται στην καρδιά της χριστιανικής θέσμισης της κοινωνίας και η κατάσταση αυτή προεκτείνεται μέχρι τις μέρες μας με τη διάσταση ανάμεσα σε ένα δικαιολογητικό λόγο και στην πραγματικότητα.
Συμπεραίνοντας, ας επανέλθουμε σε δύο στοιχεία της άτυπης θέσμισης της κοινωνίας στην αρχαία Ελλάδα, δηλαδή τον έλεον και τη φιλίαν. Διαβάστε σχετικά ή ξαναδιαβάστε αυτό το υπέροχο χωρίο των «Ηθικών Νικομαχείων» (Η, 1155a 23-29), όπου ο Αριστοτέλης λέει, ότι πρόκειται για τη σημαντικότερη αρετή, σημαντικότερη ακόμη και από τη δικαιοσύνη, σε βαθμό που οι νομοθέτες δικαίως ασχολούνται περισσότερο με τη φιλία, παρά με τη δικαιοσύνη. Φράση πολύ περίεργη, που θα έπρεπε να αναλυθεί σε βάθος, τόσο σε σχέση με το ιστορικό ανάφορο, το οποίο έχει κατά νου ο Αριστοτέλης, όσο και για την κατανόηση της σημασίας της.
Όπως και να ‘χει το πράγμα, αντιμετωπίζει αρνητικά το γεγονός, ότι οι τύραννοι δεν συμβιβάζονται με τη φιλία μεταξύ πολιτών και προσθέτει, ότι αν η φιλία βασίλευε παντού στην πόλη, δεν θα υπήρχε ανάγκη δικαιοσύνης, διότι, όπως λέει η παροιμία, «τα πάντα είναι κοινά μεταξύ φίλων» («Ηθικά Νικομάχεια», Η, 1159 b 30). Χαράσσει έτσι ένα είδος προοπτικής – ορίου, ένα ιδεώδες, στο πλαίσιο του οποίου, ιδιαίτερα, το μεγάλο ερώτημα της διανεμητικής δικαιοσύνης (τι πρέπει να δοθεί σε ποιον;) δεν θα ετίθετο καν, δεδομένου, ότι δεν θα υπήρχε κανείς, που θα ήθελε να προστατεύσει τα αγαθά του ούτε θα είχε βλέψεις για τα αγαθά του άλλου, και όπου ακόμη και οι όροι «δικό μου» και «δικό σου» θα είχαν περιπέσει σε αχρησία.

25 December 2015

Ειδωλολάτρες

Επιστολή του δικηγόρου ΓΡΗΓΟΡΗ ΝΙΚΗΦ. ΚΟΣΣΥΒΑΚΗ 
στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 25/05/2002

Διάβασα με έκπληξη, πρόσφατα στην «Ε» ότι ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος... «άστραψε και βρόντησε» εναντίον του προέδρου του ΣΥΝ κ. Νίκου Κωνσταντόπουλου γιατί, κατά την επίσκεψή του στο Ναύσταθμο, την Κυριακή της Λαμπρής, δήλωσε ότι «στην έννοια του Πάσχα συνεορτάζουμε την άνοιξη και τη δημιουργία».

«Αγανάκτησε» δε ο αρχιεπίσκοπος και δήλωσε ότι: «...Αυτά τα λένε οι ειδωλολάτρες» και ακόμη ότι: «... Είναι ευτύχημα ότι ο ελληνικός λαός έχει στο πετσί του την (χριστιανική) πίστη του, που είναι συνυφασμένη με τις παραδόσεις του τόπου μας»... κ.λπ.

Επειδή το πολίτευμα της χώρας μας είναι Δημοκρατία (ελληνική αλλά όχι χριστιανική έννοια...) και όχι θεοκρατία και η ελευθερία του λόγου προστατεύεται από το Σύνταγμα, εγώ, ένας απλός Ελληνας πολίτης (κατά την ταυτότητά μου Χ.Ο.), έχω να παρατηρήσω τα εξής:

1. Η θρησκευτική πίστη για να είναι πράγματι πίστη και όχι καταναγκασμός, πρέπει να είναι απόρροια εγκεφαλικής επεξεργασίας και ελεύθερης επιλογής, επομένως να είναι προϊόν της λογικής των πιστών και όχι της ασύνειδης καταγραφής της στο «πετσί» τους.

2. Η χριστιανική πίστη λοιπόν, δεν μπορεί να έχει σχέση με το «πετσί» των Ελλήνων, γιατί, τότε, θα πρέπει να θυμηθούμε -και να παραδεχθούμε- ότι προϋπήρξαμε πολλές χιλιάδες χρόνια Έλληνες χωρίς να είμαστε χριστιανοί και, επομένως, (θα έπρεπε να), είμαστε στο «πετσί» μας πρώτα Έλληνες και κατόπιν χριστιανοί (εκόντες - άκοντες).

3. Η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων προγόνων μας ουδέποτε υπήρξε ειδωλολατρική. Πρόκειται για θρησκεία καταγεγραμμένη σε κείμενα υψηλού κύρους, ήθους και διανοίας («Θεογονία» Ησιόδου, ομηρικά έπη, ορφικοί ύμνοι, κείμενα Ερμή και Τρισμέγιστου κ.λπ.), με υψηλής ποιότητος (εξωτερική) κοσμοθέαση και (εσωτερική) ενδελέχεια και, επιπλέον, ήταν πλήρως απαλλαγμένη από μισαλλοδοξίες, φανατισμούς, αιρέσεις και «κολάσεις»...

Γι' αυτό, άλλωστε, οι μετέχοντες αυτής, δηλαδή οι «πιστοί» της, ανεδείχθησαν στους κατ' εξοχήν σκεπτομένους και φιλοσοφημένους ανθρώπους όλων των εποχών και δεν υπήρξαν ποτέ «ποίμνιο» και «πτωχοί τω πνεύματι»...

4. Στα τελετουργικά στοιχεία της θρησκείας των αρχαίων Ελλήνων υπήρχε σειρά εορτών προς τιμήν της άνοιξης και της αναγέννησης της φύσης, προσωποποιουμένων στον Διόνυσο και τον Ορφέα, οι οποίες ήταν πάνδημες και περιελάμβαναν εντυπωσιακές τελετουργίες.

Η ηγεσία της χριστιανικής Εκκλησίας, αφ' ότου αυτή αναγορεύθηκε, «εκ των άνω», σε επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής (και μετέπειτα «Βυζαντινής») αυτοκρατορίας, στην μισαλλόδοξη προσπάθειά της να εξουθενώσει την αρχαία ελληνική θρησκεία, δεν δίστασε να «εντάξει» στις χριστιανικές τελετουργίες τις περισσότερες από τις σημαντικές εορτές της (με την ίδια «λογική» που έκτιζε τις εκκλησίες της -όπου μπόρεσε- επάνω ή μέσα στα θεμέλια των αρχαίων ναών, αφού προηγουμένως «φρόντιζε» να τους καταστρέψει συστηματικά και αμείλικτα... -[Διάταγμα αυτοκράτορος Θεοδοσίου (το περίφημο «Ες γην φέρειν»...), Απαγόρευση Ολυμπιακών Αγώνων, κλείσιμο φιλοσοφικών σχολών από τον Ιουστινιανό κ.λπ.].

Επειδή λοιπόν ο ελληνικός λαός δεν ήταν διατεθειμένος να απεμπολήσει την πάτρια θρησκεία του, τα ήθη και τα έθιμά του «αυτόματα», πέρα από τους απάνθρωπους νόμους που επεβλήθησαν, τις άπειρες βιαιότητες, αυθαιρεσίες και εγκλήματα που συνέβησαν προκειμένου να... «πεισθούν» οι Έλληνες και να αλλαξοπιστήσουν (η αντίσταση του ελληνικού λαού υπήρξε ηρωική, πεισματική και μακραίωνη, αλλά άνιση και «επιμελώς αποσιωπούμενη»...), η χριστιανική εκκλησιαστική εξουσία αντελήφθη ότι έπρεπε να προσαρμόσει τις αρχαίες εορτές στις δικές της, οικειοποιούμενη τα τελετουργικά τους στοιχεία, ώστε ο απλός πολίτης της αυτοκρατορίας να αισθάνεται ότι υπήρξε «ομαλή συνέχεια» στην εναλλαγή των θρησκειών.

Επομένως, όταν ομιλούμε για τελετουργίες που είναι «συνυφασμένες με τις παραδόσεις του τόπου μας», όπως λέγει ο αρχιεπίσκοπος, ας μην υποκρινόμαστε ότι αυτές είναι αποκλειστικά χριστιανικές, γιατί είναι συνυφασμένες με τον ελληνικό λαό και τις παραδόσεις του, εκατοντάδες έως και χιλιάδες χρόνια πριν από την επικράτηση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας και, απλώς, «προσαρμόστηκαν» κατ' ανάγκην...

Αυτή η, εκ προθέσεως, «σύζευξη» παραδοσιακών εορτών αλλά και εθνικών επετείων με θρησκευτικές χριστιανικές εορτές (για φανερούς και ευνόητους λόγους...) είναι χαρακτηριστική στην περίπτωση της Εθνικής Επαναστάσεως του 1821, η οποία, ενώ είναι γνωστό ότι είχε εκραγεί πολύ πριν από την 25η Μαρτίου 1821, εν τούτοις επιβλήθηκε ο (συν)εορτασμός της κατά την ημερομηνία αυτή, προκειμένου να «συμπίπτει» με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.

[Αλήθεια, γιατί η ηγεσία της χριστιανικής Εκκλησίας της Ελλάδος δεν έχει εντάξει ακόμη στο πάνθεον των αγίων της (έστω των οσίων της...) τον κληρικό-μάρτυρα και ήρωα της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 Αθανάσιο Διάκο (αλλά και τον Παπαφλέσσα και τον Σαλώνων Ησαΐα κ.ά.), όταν έχει «αγιοποιηθεί» ακόμη και ο Νεκτάριος της Αίγινας... Μήπως ήταν περισσότερο του «δέοντος» Ελληνες απ' ό,τι χριστιανοί και εκείνο το ηρωικό: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε' να πεθάνω» παραπέμπει πολύ μακριά;].

5. Οσον αφορά τον κ. Νίκο Κωνσταντόπουλο, καθά θα κάνει ο αρχιεπίσκοπος να μην τον «πιάνει στο στόμα του»... όχι μόνο γιατί πρόκειται για έναν Ελληνα πολιτικό ηγέτη αποδεδειγμένου κύρους, ήθους, διανοίας, εντιμότητας και πατριωτισμού, αλλά και γιατί οι ιδιότητές του αυτές έχουν δοκιμασθεί και αποδειχθεί σε καιρούς δύσκολους, μέσα από βασανιστήρια, στρατοδικεία, φυλακές και εξορίες.

Όταν, δηλαδή, ο νυν αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος «σπούδαζε» (κατά τη γνωστή δήλωσή του...) υπό την σκέπη των «Ελλήνων Χριστιανών» δικτατόρων της 21ης Απριλίου, (Παπαδόπουλος, Ιωαννίδης κ.λπ.), αποδεδειγμένης μεν χριστιανικότητος αλλά και αποδεδειγμένης -και με το αίμα των Κυπρίων αδελφών μας- προδοτικής διαγωγής και συμπεριφοράς για την δημοκρατία και την ελληνική μας πατρίδα... (ή μήπως διαφωνεί ο αρχιεπίσκοπος;).

«Κρείττον σιγάν», λοιπόν, όπως έλεγαν και οι αρχαίοι Έλληνες πρόγονοί μας.

22 December 2015

Mορφές της νεοελληνικής κριτικής

Βιβλία, βιβλία
του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη, Bookpress, 20/12/2015

Καιρό τώρα προβάλλεται η ανάγκη για τη συγγραφή μιας συνολικής Ιστορίας της Νεοελληνικής Κριτικής και πολλοί έχουν επιχειρήσει συγκεκριμένες προσπάθειες να προσεγγίσουν επιμέρους ζητήματά της, σε σχέση με τις περιόδους, τα περιοδικά, τα πρόσωπα ή τις τάσεις της (άλλοι με μονογραφίες κι άλλοι με άρθρα: Π. Μουλλάς, Ν. Βαγενάς, Χρ. Ντουνιά, Αντ. Καρτσάκης, Δ. Κούρτοβικ, Β. Χατζηβασιλείου, ο υποφαινόμενος κ.ά.).

Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Γιώργος Αράγης, κριτικός ο ίδιος επί σειρά ετών, πλαγιοκοπεί μια τέτοια Ιστορία από την πλευρά των σπουδαιότερων προσώπων, που άφησαν πίσω τους σημαντικό κριτικό έργο. Ξεκινώντας από τον Εμμανουήλ Στάη, που θεωρείται «παραδοσιακά» ο πρώτος εκπρόσωπος της κριτικής μας μετά την ίδρυση του ελεύθερου ελληνικού κράτους (ο Εμμανουήλ Στάης ανήκε βέβαια στην επτανησιακή σχολή), ο Γιώργος Αράγης καλύπτει ενάμιση περίπου αιώνα, από το 1853 μέχρι τους πρόσφατους βιβλιοκριτικούς που έχουν ελέω θανάτου ολοκληρώσει το έργο τους τη μεταπολιτευτική περίοδο (λ.χ. τον Σπύρο Τσακνιά και τον Βύρωνα Λεοντάρη).

Η παρουσίασή τους γίνεται βάσει δύο πρισμάτων, ενός γραμματολογικού και ενός κριτικού. Από τη μία, δηλαδή, ο Γιώργος Αράγης επισημαίνει τα βασικά κριτικά τους έργα, τους λογοτέχνες πάνω στους οποίους άσκησαν την κριτική τους, τις βασικές ιδέες τους και την πρωτοπόρο ματιά τους σε σχέση με τους προηγούμενους και τους επόμενους. Η θέση τους δηλαδή μέσα στην Ιστορία της κριτικής προσδιορίζεται γενετικά, οριοθετείται σε σχέση με τις απόψεις που είχαν φτάσει ώς αυτούς αλλά και με τη λογοτεχνία που καλούνταν να αξιολογήσουν.

Από την άλλη, ο Γιώργος Αράγης γίνεται ο ίδιος κριτής, καθώς επιχειρεί επιδέξια να γράψει μια «κριτική της κριτικής». Επισημαίνει τα θετικά τους σημεία, τις καινοτόμες ιδέες τους, εντοπίζει την πρωτοπορία και τις ρηξικέλευθες αντιλήψεις που ξεκαθάρισαν πολλά σε σχέση με την ελληνική ποίηση κατά βάση και την πεζογραφία πιο πρόσφατα, αποστάζει ό,τι καλύτερο κατέθεσαν κι αφήνει παρακαταθήκη την ουσιαστικότερη συνεισφορά τους. Παράλληλα, όμως δεν διστάζει να εκφράσει τις επιφυλάξεις του, να αξιολογήσει πολλές θέσεις που στο πέρασμα του χρόνου ή στο κόσκινο του συγγραφέα φάνηκε να υστερούν και να εντοπίσει αστοχίες ή ανεπάρκειες.

Υπάρχει ένα θέμα ποιος είναι κριτικός, αφού ακόμα το τοπίο δεν είναι ξεκάθαρο ως προς τα όρια της βιβλιοκρισίας και της μελέτης, του κριτικού και του φιλολόγου, του κριτικού και του δοκιμιογράφου, της πρωτογενούς και της δευτερογενούς κριτικής. Κι ο ίδιος ο Γιώργος Αράγης εκφράζει επιφυλάξεις για μερικούς από όσους συμπεριέλαβε, όπως π.χ. για τον Εμ. Στάη ή τον Κ.Θ. Δημαρά (με του οποίου τα θεωρητικά περί κριτικής κείμενα παρεμπιπτόντως δεν ασχολήθηκε) ή τον Ν. Φωκά, ο οποίος μάλλον είναι δοκιμιογράφος. Από την άλλη, παρόλο που θα μπορούσε κανείς να προτείνει και άλλα ονόματα, όπως λ.χ. τον Ανδρέα Καραντώνη, την Άλκη Θρύλο, τον Βάσο Βαρίκα, τον Απόστολο Σαχίνη, άλλους περισσότερο κι άλλους λιγότερο, η επιλογή τηρεί αντιπροσωπευτικές αρχές ανά εποχή. Ποιοι λοιπόν θεωρούνται κριτικοί και ποιοι αξίζει να μπουν σε μια Ιστορία της Νεοελληνικής Κριτικής ξεκαθαρίζει αργά αργά, θέμα στο οποίο συμβάλλει από τη σκοπιά του ο Γιώργος Αράγης, καθώς επιχειρεί να ξεχωρίσει το κριτικό-αξιολογικό από το γραμματολογικό λ.χ. έργο που άφησαν οι κριτικοί του.

Κρατώ επιπλέον μερικές ιδέες του Γιώργου Αράγη, τις οποίες ο ίδιος θεωρεί σημαντικές για έναν κριτικό. Μερικές από αυτές είναι συζητήσιμες κι αξίζει ένας γενναίος διάλογος για να τις επεξεργαστούμε. Καταρχάς, η επιμονή του Γιώργου Αράγη για το ένστικτο ή τη διαίσθηση, την οποία οφείλει να διαθέτει ο κριτικός, χωρίς να αποδεικνύει όσα λέει! Όντως, η συνεισφορά του εκάστοτε κριτικού είναι η οξύτητα της αντίληψής του, που του επιτρέπει να βλέπει πράγματα τα οποία οι άλλοι δεν έχουν εντοπίσει. Είναι ένα κοφτερό νυστέρι που μπορεί να διεισδύει βαθιά στο λογοτέχνημα και να προσεγγίζει βαθύτερες αλήθειες, με αποτέλεσμα να νοηματοδοτεί κείμενα και να διερευνά συγγραφικές συλλήψεις. Σωστά. Από την άλλη, ο συγγραφέας του βιβλίου δεν προσδιορίζει πώς διαμορφώνεται και πώς οξύνεται αυτό το «ταλέντο», πώς ακονίζεται, αν είναι λ.χ. έμφυτο σαν ενόραση ή ένα βλέμμα το οποίο ωστόσο καλλιεργείται μέσω της παιδείας. Η διεισδυτική ματιά συχνά είναι προϊόν βαθιάς επαφής τόσο με τα κείμενα όσο και με άλλες παραμέτρους της τέχνης και της ζωής. Και φυσικά αυτή η αναπόδραστη υποκειμενικότητα καλόν είναι να αποδεικνύεται με επιχειρήματα, ο βιβλιοκριτικός δηλαδή να προσπαθεί να πείσει και να στηρίζει με συλλογισμούς όσα διαισθάνεται, αλλιώς το ένστικτο καταντά στείρος εμπειρισμός.

Ανάλογα, ο Γιώργος Αράγης εντοπίζει καινοτόμες ιδέες των κριτικών, ελέγχοντας την πρωτοτυπία και την ευστοχία τους, αλλά δεν ελέγχει αν αυτές έχουν ήδη επισημανθεί και τεκμηριωθεί από τη φιλολογία ή τη διεθνή θεωρία της λογοτεχνίας που από τις αρχές του 20ού αιώνα είχε ήδη θέσει και εν μέρει επιλύσει σημαντικά ζητήματα της πεζογραφίας και της ποίησης. Ο συγγραφέας αγνοεί, ή θέλει να αγνοεί, πως παράλληλα με την κριτική κινήθηκε η θεωρία, η οποία ακολούθησε ανάλογη και ενίοτε διασταυρούμενη με αυτήν πορεία, θέτοντας τα θέματα που η ίδια η λογοτεχνία έθεσε και δίνοντας γενικότερες απαντήσεις. Ο Γιώργος Αράγης δεν αντιλαμβάνεται την επανάσταση που έγινε και αποδίδει τις νέες συλλήψεις μόνο σε ατομικές εκλάμψεις.

Μένω εδώ, γιατί το βιβλίο Νεοελληνική κριτική - Αξιολογικές διακρίσεις δεν αξίζει να ιδωθεί με κριτήριο τι δεν περιέχει αλλά κυρίως τι προσφέρει. Και προσφέρει πολλά, όπως έναν χάρτη βασικών προσώπων-κριτικών, μια ιστορική ματιά στην αλυσίδα των κατακτήσεών τους, αξιολογικές κρίσεις επί των απόψεών τους και προπαντός μια τίμια εκτίμηση της προσφοράς του καθενός. Ο Γιώργος Αράγης βάζει ένα σημαντικό λιθάρι στο στρώσιμο του δρόμου μέχρι την πλήρη καταγραφή, τεκμηρίωση και αξιολόγηση της νεοελληνικής κριτικής, τόσο με τα άλλα του βιβλία, τόσο με τις ίδιες τις κριτικές του όσο και με τούτο το πόνημα που τοποθετεί σαφή λίθινα ορόσημα σ’ αυτήν την αχαρτογράφητη λεωφόρο.

18 December 2015

Το τερατώδες έγκλημα: η αρπαγή των τραπεζών.

του Κώστα Λαπαβίτσα, 18/12/2015
Η νέα ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών είναι οικονομικό έγκλημα, το οποίο συντελέστηκε με τέτοια ανικανότητα και κυνισμό, ώστε έχει αφήσει άναυδους ακόμη και αυτούς που περίμεναν τα χειρότερα. Αν έχει απομείνει ίχνος λογικής στη χώρα, θα πρέπει να υπάρξει απόδοση ευθυνών σε όσους χειρίστηκαν την υπόθεση.
Η ανακεφαλαιοποίηση βασίστηκε σε πρόσφατη μελέτη της ΕΚΤ η οποία εκτίμησε ότι οι τράπεζες χρειάζονται επιπλέον 14,4 δις για να αντιμετωπίσουν το υποθετικό «κακό σενάριο» οικονομικών εξελίξεων για το 2015-17. Συγκεκριμένα, η Πειραιώς χρειάζεται 4,9 δις, η Εθνική 4,6 δις, η Alpha 2,7 δις και η Eurobank 2,1 δις.
Στη χειρότερη θέση βρίσκεται η Πειραιώς, με την Εθνική από κοντά. Ο λόγος είναι η τεράστια συσσώρευση προβληματικών δανείων, τα οποία έχουν ήδη δημιουργήσει μεγάλες «τρύπες» στους ισολογισμούς τους.
Το σχέδιο ήταν να εξασφαλίσουν οι τράπεζες ιδιωτικά κεφάλαια ύψους τουλάχιστον 4,4 δις. Το υπόλοιπο, μέχρι και 10 δις, θα συμπληρωνόταν από το ΤΧΣ με τα νέα δάνεια του τρίτου μνημονίου.
Οι τράπεζες δήλωσαν ότι θα έβρισκαν τα ιδιωτικά κεφάλαια κυρίως με ανταλλαγή ομολογιακών τίτλων και έκδοση νέων μετοχών. Η Εθνική ανακοίνωσε επίσης την πώληση της τουρκικής θυγατρικής της, Finansbank, δηλαδή του πιο κερδοφόρου κομματιού της. Με το σχέδιο αυτό θα διασφαλιζόταν ο «ιδιωτικός» χαρακτήρας των τραπεζών και θα περιοριζόταν ο νέος δανεισμός από το κράτος.
Αυτοί ήταν οι υπολογισμοί των εγκεφάλων της ελληνικής κυβέρνησης και των δανειστών. Το αποτέλεσμα αποδείχθηκε πέραν κάθε φαντασίας, για δύο λόγους:
    Ο πρώτος είναι ότι οι πιθανοί μεγάλοι αγοραστές των νέων μετοχών δεν θα ήταν Έλληνες, δεδομένου ότι οι κεφαλαιακοί έλεγχοι που επιβλήθηκαν το καλοκαίρι το απέκλειαν πρακτικά. Άρα ενδιαφέρον θα υπήρχε μόνο από διάφορα ξένα επενδυτικά ταμεία, όπως Brookfield, Fairfax, Wellington, Highfields, κοκ. Δηλαδή από τους μεγάλους κερδοσκόπους των διεθνών αγορών που στοχεύουν αποκλειστικά στο βραχυπρόθεσμο κέρδος.
    Ο δεύτερος είναι ότι η κυβέρνηση βιαζόταν να ολοκληρώσει την ανακεφαλαιοποίηση πριν το τέλος του 2015.
Το τρίτο μνημόνιο έχει ως προαπαιτούμενο - που ήδη ψήφισε η προηγούμενη Βουλή - την αποδοχή σχετικής οδηγίας της ΕΕ, η οποία επιτρέπει το «κούρεμα» των καταθέσεων σε περίπτωση ανακεφαλαιοποίησης. Η οδηγία τίθεται σε ισχύ από 1/1/2016.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που φυσικά υπέγραψε το νέο μνημόνιο, ήθελε πάση θυσία να αποφύγει το ενδεχόμενο αυτό λόγω των πολύ αρνητικών πολιτικών του επιπτώσεων. Ο συνδυασμός νεοφιλελεύθερου δόγματος και πολιτικάντικης βιασύνης έφερε την καταστροφή.
Οι τράπεζες επέλεξαν την τακτική του «ανοίγματος βιβλίου» για τις νέες μετοχές με την οποία καλείται ο πιθανός αγοραστής να δηλώσει συμμετοχή, αλλά η τιμή προσδιορίζεται στο τέλος, ουσιαστικά με την προαίρεση του αγοραστή. Στη περίπτωσή μας οι αγοραστές ήταν ό,τι χειρότερο κυκλοφορεί στις διεθνές αγορές. Πολύ φυσιολογικά, άδραξαν την ευκαιρία για να καταληστέψουν το κράτος, τους μικροεπενδυτές και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Οι τιμές που έδωσαν οι αγοραστές για τις νέες μετοχές κυμάνθηκαν από 0,01 μέχρι 0,04 ευρώ, δηλαδή υπήρξε κατάρρευση της τιμής των παλαιών μετοχών μέχρι και 97- 98%!
Η κατάρρευση της τιμής έφερε πλήρη εξαΰλωση του κεφαλαίου που είχαν επενδύσει οι μικρομέτοχοι και φυσικά των 40 δις που είχε επενδύσει το ΤΧΣ, δηλαδή ο ελληνικός λαός, στις προηγούμενες δύο ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών.
Βέβαια τα 40 δις του ΤΧΣ είχαν ήδη υποστεί μεγάλες ζημίες στην πορεία του χρόνου, καθώς οι τιμές των τραπεζικών μετοχών είχαν υποχωρήσει μέσα στην κρίση. Αλλά τώρα πλέον εξανεμίστηκαν οριστικά. Οι «επενδυτές» - και όψιμοι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ – συνεισέφεραν συνολικά 5,1 δις.
Μαζί με τις ανταλλαγές ομολόγων και τις άλλες δράσεις των τραπεζών, το επιπλέον ποσό που θα πρέπει να συνεισφέρει το ΤΧΣ εκτιμάται ότι θα είναι αρκετά κάτω από τα 10 δις και κοντά στα 6 δις. Ήδη η Alpha και η Eurobank έχουν συμπληρώσει το απαιτούμενο ποσό και δεν θα χρειαστούν κεφάλαια από το ΤΧΣ. Οι βαθιά προβληματικές Πειραιώς και Εθνική είναι σε δυσκολότερη θέση και θα χρειαστούν τα 6 δις.
Με τις εξευτελιστικές τιμές των νέων μετοχών, η συμμετοχή του ΤΧΣ (δηλαδή του Δημοσίου) στο νέο μετοχικό κεφάλαιο των τεσσάρων «συστημικών» τραπεζών θα είναι πια είτε αμελητέα, είτε σαφώς μειοψηφική.
Πιο συγκεκριμένα, στη Eurobank θα είναι περίπου 2-3%, στην Alpha περίπου 10%, στην Εθνική ίσως 35% και στην Πειραιώς περίπου 25%. Οι ελληνικές «συστημικές» τράπεζες όντως θα περάσουν σε ιδιωτικά χέρια, με τεράστια ζημία του Δημοσίου.
Τα ιδιωτικά αυτά χέρια είναι ότι πιο προβληματικό υπάρχει στο παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα. Ο τρόπος που θα κινηθούν ως ιδιοκτήτες το επόμενο διάστημα δεν έχει ακόμη διαφανεί.
Αλλά οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν μεγάλους όγκους προβληματικών δανείων,  που αν ξεπουληθούν σε τιμές ευκαιρίας, θα αποδώσουν κέρδη. Καλό θα είναι οι δανειολήπτες των τραπεζών να αρχίσουν να οργανώνονται και να προετοιμάζονται για τα χειρότερα. Ακόμη οι τραπεζοϋπάλληλοι να προετοιμάζονται για μαζικές απολύσεις.
Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι οι νέοι ιδιοκτήτες δεν πρόκειται να ενδιαφερθούν καθόλου για τη στήριξη της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας.
Με το ελληνικό τραπεζικό σύστημα στα χέρια κερδοσκόπων, η προοπτική της σταθερής και γρήγορης ανάπτυξης γίνεται απλώς ανύπαρκτη. Για μια χώρα όπου το ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί κατά 25%, η ανεργία είναι στο 26% και η οικονομία μπαίνει ξανά σε ύφεση, η εξέλιξη αυτή είναι τραγική.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ελληνική οικονομία είχε ανέκαθεν δύο στοιχεία τα οποία την καθιστούσαν διεθνώς υπολογίσιμη.
Το πρώτο είναι ο εμπορικός στόλος, ο οποίος όμως στην ουσία είναι κοσμοπολίτικος παράγοντας και δεν έχει μεγάλες θετικές επιπτώσεις στην εγχώρια οικονομία.
Το δεύτερο είναι οι τράπεζες που τα τελευταία χρόνια απόκτησαν διεθνή παρουσία στην ευρύτερη περιοχή.

Με το τρίτο μνημόνιο χάνει πλέον η Ελλάδα τον έλεγχο των τραπεζών.

14 December 2015

Εμείς τι κάνουμε;

του Χρήστου Χωμενίδη, capital.gr, 14/12/2015
Χλευάσαμε προ ημερών αντικρίζοντας τη μισή κυβέρνηση να συνωθείται –περιστοιχισμένη από παντοειδείς σφωγγοκωλάριους– γύρω από τον Λάκη Λαζόπουλο.
Γελάσαμε (πολύ πικρά - πάντως γελάσαμε) προ εβδομάδων με την συνομιλία Μπιλ Κλίντον-Αλέξη Τσίπρα, όπου ο δεύτερος παρουσίαζε εικόνα ηγεμόνος εκ Δυτικής Λιβύης, για να θυμηθούμε τον Καβάφη. "...Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος που έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι...".
Ξεκαρδιστήκαμε προ μηνών με τη ρίψη στεφάνου στου γυαλού τα βοτσαλάκια και τη διοργάνωση χριστιανικού μνημοσύνου για τους Σαλαμινομάχους από τον Πάνο Καμμένο. Ο Στυλιανός Παττακός, εφόσον παραμένει διαυγής στα εκατόν τρία του, σίγουρα θα ζήλεψε που επί των ημερών της "Εθνοσωτηρίου" δεν είχε εμπνευστεί κάτι παρόμοιο...
Εμείς. Οι μισοί Έλληνες. Ή –για να μην το παίρνουμε επάνω μας– το 39% σχεδόν της κοινωνίας, όπως καταγράφηκε στο δημοψήφισμα του Ιουλίου.
Το υπόλοιπο 61% αν δεν επικροτεί τους κρατούντες, τουλάχιστον δεν εξεγείρεται με τα εξωφρενικά, κατά τη γνώμη μας, καμώματά τους.
Στα μάτια της πλειοψηφίας, οι Συριζανέλ ίσως φαντάζουν πλέον ασυνεπείς. Δεν σημασιοδοτούν ωστόσο και καμιά πρωτοφανή παρακμή.
Οι φόροι –εννοείται– τσούζουν. Η εξωτερική εντούτοις πολιτική, η αντίληψη για την παιδεία και τον πολιτισμό, το ύφος και το ήθος της νεοπαγούς εξουσίας γίνεται γενικώς αποδεκτό. "Οι προηγούμενοι γιατί ήταν καλύτεροι; Επειδή φορούσαν γραββάτες;" θα σου πουν. Και θα το πιστεύουν ειλικρινά.
Χρειάστηκε άοκνη προσπάθεια δεκαετιών για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο.
Η σχολική εκπαίδευση έπρεπε να υποβαθμισθεί στο μη παρέκει. Τα λύκεια να καταντήσουν πάρκινγκ μαθητών, οι οποίοι περιμένουν βαριεστημένα πότε θα σχολάσουν για να τρέξουν στα φροντιστήρια-αποστηθιστήρια που θα τους εξασφαλίσουν την επιτυχία στις Πανελλαδικές. Τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ να γίνουν ξέφραγο αμπέλι για τον κάθε πικραμένο, από τους φοιτητοπατέρες και τους μπαχαλάκηδες μέχρι τους μικροπωλητές λαθραίων dvd.
Στον δημόσιο λόγο έπρεπε να κυριαρχήσει η ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση, να συμφιλιώσει και να εθίσει τους Έλληνες στο λούμπεν σε όλες του τις εκφάνσεις. Από τους εξωνημένους δημοσιογράφους οι οποίοι γαβγίζουν νυχθημερόν, προωθώντας τα συμφέροντα του καθενός αφανούς χορηγού τους. Μέχρι τα πρωινάδικα και τα μεσημεριανάδικα που αποβλακώνουν τη μια γενιά μετά την άλλη. Όταν, παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2002, ένας λαός σύσσωμος είχε κολλήσει στις οθόνες του και αγωνιούσε εάν νικητής του Big Brother θα έβγαινε ο Πρόδρομος ή ο Τσάκας, γιατί να φρικιά σήμερα με τους Συριζανέλ; Ή ακόμα και με τη "Χρυσή Αυγή";
Η αισθητική και ηθική καταβαράθρωση, η αντίληψη ότι όλα παίζουν κι όλοι παίζουμε εμπεδώθηκε στα χαρισάμενα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Τα παλαιά κόμματα έστρωσαν κόκκινο χαλί για να επελάσει, μετά την οικονομική χρεοκοπία, το συνονθύλευμα που αυτοαποκαλείται "Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς". Αντί να λέγεται "Περονικό Κόμμα Ελλάδας".
Και σήμερα τι κάνουμε εμείς, οι νουνεχείς; Καγχάζουμε με τα χαΐρια των κυβερνώντων; Περιμένουμε να φθαρεί ο Σύριζα και να πέσει υπό το βάρος των ανοησιών και των ανομημάτων του; Ξεφυλλίζουμε παλιά άλμπουμ με φωτογραφίες του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο Ηρώδειο, ανάμεσα στον Χατζιδάκι και στον Κουν, και του Λεωνίδα Κύρκου με τη φυσαρμόνικα – μυρηκάζουμε ένδοξους, κατά τη γνώμη μας, καιρούς που ποτέ δεν γνωρίσαμε;
Κούνια που μας κούναγε εάν νομίζουμε πως ο τροχός θα γυρίσει νομοτελειακά και το "ευρωπαϊκό", "μεταρρυθμιστικό" –ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε το– τόξο θα επανέλθει στα πράγματα για να ξαναθέσει την πατρίδα στην ορθή τροχιά της...
Όταν ο Βασίλης Λεβέντης –για να αναφέρω την λιγότερο αντιπαθή περίπτωση– γίνεται εν μια νυκτί από περίγελως, αξιοσέβαστος πολιτικός παίκτης, γιατί να μην τον καμαρώσουμε προσεχώς ηγέτη του 10% και αντιπρόεδρο της κυβέρνησης;
Όταν ο Λάκης Λαζόπουλος εξακολουθεί να επηρεάζει την κοινή γνώμη περισσότερο από τον οποιονδήποτε, τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι θα βγούμε στο ορατό μέλλον από τον αστερισμό της ευτέλειας;
Όταν, κυρίως, εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε κάποια απτή, πειστική, ελκυστική πρόταση για τη χώρα παρά αρκούμαστε σε γενικότητες; Ως οπαδοί –συστηνόμαστε– της λογικής, ως παιδιά του Διαφωτισμού... Το μήνυμα που εκπέμπουμε είναι πολύ γενικόλογο, πολύ θολό για να συγκινήσει. Με ευχολόγια και "ήξεις αφήξεις" κανείς δεν κέρδισε ποτέ όχι εκλογές αλλά ούτε καν τη γυναίκα που επιθυμούσε. Εκτός και αν μόστραρε ένα γεμάτο πορτοφόλι...
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν πρόκειται ποτέ να ηττηθεί από κάποια κεντροδεξιά απομίμησή του. Ούτε από τον οποιονδήποτε θυμίζει τις "παλιές, καλές ημέρες" που έληξαν οριστικά με τα μνημόνια.

Μονάχα εκείνος (ή εκείνη) που θα κοιτάξει την κοινωνία ασκαρδαμυκτί και θα επαγγελθεί συγκεκριμένες αλλαγές: Την εκκαθάριση του κράτους ωσάν να πρόκειται για χρεοκοπημένη επιχείρηση. Την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων. Την ελάφρυνση –πάση θυσία– των φόρων. Την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων με ξενόγλωσσα τμήματα. Την άμεση πώληση του Ελληνικού και κάθε άλλης περιουσίας που σαπίζει αναξιοποίητη. Το τέλος –ακόμα, ακόμα– της υποχρεωτικής συμμετοχής στα ασφαλιστικά ταμεία, εφόσον εργαζόμενος και εργοδότης προτιμούν κάποια ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία... Μονάχα εκείνος έχει μια ελπίδα να καθίσει στο τιμόνι. Και να ξεκολλήσει την πατρίδα από τη λάσπη.

13 December 2015

Η «καταδίκη» της πλατείας Βικτωρίας

του Νίκου Βατόπουλου, Καθημερινή, 12/12/2015

Εκτός από ατυχής, ήταν και επικίνδυνη η στάση του αναπληρωτή υπουργού για θέματα Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιάννη Μουζάλα, που έμπλεξε, ασφαλώς όχι τυχαία, την πλατεία Βικτωρίας του 2015 με τον σιδηροδρομικό σταθμό του Μονάχου της δεκαετίας του 1960. Πρέπει να είναι κανείς παντελώς αδιάβαστος και ανιστόρητος για να αποτολμήσει μια τέτοια σύγκριση. Χωρίς να αποκλείεται βεβαίως και αυτή η περίπτωση, το θέμα είναι ότι ο αρμόδιος υπουργός για το μείζον θέμα της μετανάστευσης δεν έχει καμία επεξεργασμένη θέση ή σαφή άποψη για το τεράστιο πρόβλημα που δημιουργείται στην Αθήνα.

Πιο σωστό θα ήταν να πει κανείς ότι η απουσία σχεδίου είναι από μόνη της και θέση και άποψη. Και η «άποψη» αυτή εξυπηρετείται ως προς τη δημόσια εκφορά της με το γνωστό μαξιλαράκι του συναισθηματικού λαϊκισμού, καθώς και ο ίδιος ο πρωθυπουργός δεν παύει να επαναλαμβάνει ότι «εμείς» είμαστε «ανθρωπιστές», υπονοώντας προφανώς ότι οι «υπόλοιποι» είναι απλώς ανθρωπόμορφοι.


Επίσης, συνάγεται ότι το αρμόδιο υπουργείο δεν μπορεί να σκέφτεται ένα σύνθετο θέμα σε όλες του τις διαστάσεις. Αδυνατεί προφανώς να επεξεργαστεί ένα σχέδιο παροχής βοήθειας σε όσους πρόσφυγες έχουν εγκλωβιστεί στη χώρα και ταυτόχρονα να επεξεργαστεί και ένα σχέδιο προστασίας της πόλης. Η πλατεία Βικτωρίας είναι, προφανώς, πολύ βολική για τον αναπληρωτή υπουργό ως μια «ανοιχτή πλατεία». Είναι σαφές ότι δεν κατοικεί στην περιοχή ούτε συγκινείται από τα μπαρ της μαφίας στην Αχαρνών που έχουν συμφέρον η πλατεία Βικτωρίας να παραμείνει έτσι όπως είναι.

Οπότε το Μόναχο του 1960 ας το αφήσουμε ήσυχο στην Ιστορία. Ποια σχέση μπορεί να έχει η διεθνής υπόθεση της ανασυγκρότησης της μεταπολεμικής οικονομίας της Γερμανίας (βάσει διμερών συμφωνιών με διάφορα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου και της Βόρειας Αφρικής) με τα σύγχρονα προσφυγικά ρεύματα, μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ξέρει... Είναι εξωφρενικό σε ένα τόσο δύσκολο, σύγχρονο θέμα που κλονίζει όλη την Ευρώπη, να ακούμε τέτοιες ρηχές σκοπιμότητες δημαγωγίας και φθηνής εκμετάλλευσης. Κατά τα λοιπά, η πλατεία Βικτωρίας έγινε από επιλογή της κυβέρνησης ένα «ελεύθερο κρατητήριο». Αυτό, φυσικά, δεν είναι πολιτική. Ας αναδιατυπώσει, λοιπόν, ο κύριος Μουζάλας και ας συνεργαστεί με τον Δήμο Αθηναίων.

04 December 2015

Τα παράλληλα σύμπαντα του Δημήτρη Νανόπουλου…

Βιβλία, βιβλία

Δημήτρης Νανόπουλος: «Στον τρίτο βράχο από τον Ηλιο»
Μία ζωή, η επιστήμη και άλλα παράλληλα σύμπαντα
σε συνεργασία με τον Μάκη Προβατά
Εκδόσεις Πατάκη

του Κώστα Γιαννακίδη, Protagon.gr, 3/12/2015

«Το γεγονός ότι ο πλανήτης μας βρέθηκε στη σωστή απόσταση από τον Ήλιο ήταν εντελώς τυχαίο. Υπήρχε η πιθανότητα να μη βρισκόταν ποτέ κανένας πλανήτης σε αυτή τη θέση, πράγμα που δεν θα είχε καμία σημασία για τη Φύση. Όλες τις εποχές οι άνθρωποι αναζητούσαν την ύπαρξη ενός κεντρικού νόμου ο οποίος να διέπει την ανθρώπινη ζωή από τη Δημιουργία και μετά. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος τέτοιος νόμος. Είμαστε το αποτέλεσμα μίας συγκυρίας γεγονότων και αυτή είναι πλέον μία οριστική γνώση, στηριγμένη πάνω σε πειραματικά δεδομένα.».

Οι Αμερικανοί φυσικοί αναφέρονται στον πλανήτη μας ως «ο τρίτος βράχος από τον Ήλιο». Είναι ο τίτλος που επέλεξε ο Δημήτρης Νανόπουλος για τη σύντομη βιογραφία του, όπως προέκυψε μέσα από 43 συναντήσεις με τον Μάκη Προβατά. Είναι μόλις 250 σελίδες. Ως μέγεθος δείχνει μικρό, όμως ίσως να αρκεί στον άνθρωπο που χρειάζεται ένα σωματίδιο για να δει το σύμπαν. Και όχι μόνο ένα σύμπαν...

«Βαθιά μέσα μου γνωρίζω ότι υπάρχουν παράλληλα σύμπαντα, αλλά δυστυχώς δεν θα μπορέσω ποτέ να βρεθώ σε κάποια από αυτά.» Βαθιά μέσα του γνωρίζει. Μην είναι μία στιγμή «αδυναμίας» που ο αυθορμητισμός υπερέχει της λογικής και η πίστη της απόδειξης; Όχι, ο επιστήμονας έτσι ξεκινάει. Πρώτα πιστεύει κάτι και μετά προσπαθεί να το αποδείξει. Και ο Νανόπουλος, ένας από τους σπουδαιότερους θεωρητικούς φυσικούς των καιρών μας, παραδέχεται ότι μόλις που βρέξαμε τα πόδια μας στον ωκεανό της γνώσης. Απλώς οι φυσικοί μπορούν να επιπλεύσουν καλύτερα εκεί μέσα: «Η Φυσική μάλλον είναι η οικουμενικότερη των επιστημών... Οι σύγχρονοι θεωρητικοί φυσικοί είμαστε σε θέση, ακόμα κι αν σε κάποιο άλλο σύμπαν οι φυσικοί νόμοι είναι διαφορετικοί από αυτούς που ισχύουν στο δικό μας, να περιγράψουμε ποιοι θα είναι οι διαφορετικοί αυτοί νόμοι.» 

Εντάξει, αλλά ποιος θέτει αυτούς τους νόμους σε ισχύ και λειτουργία; Είναι ο Θεός; «Αν θέλει κάποιος να σβήσει τη λέξη “τυχαίο” και βάλει στη θέση της τη λέξη “Θεός”, θα καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα.». Ναι, αλλά ενώ η επιστήμη έχει πάντα την τελευταία λέξη, η θρησκεία διεκδικεί το δικαίωμα για την πρώτη. Κάπως ξεκίνησαν όλα, έτσι δεν είναι; «Οι άνθρωποι θεωρούν ότι αυτό που συνέβη για να δημιουργηθεί το δικό μας Σύμπαν ήταν ένα μεγάλο big bang. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό δεν ήταν παρά ακόμα ένα, μέσα μία απειρία αιώνιων big bangs, στα οποία δεν υπάρχει ούτε αρχή, ούτε τέλος. Αυτή η διαδικασία θα συνεχίζεται αιώνια.»  Δεν υπάρχει αρχή. Η Φυσική είναι, τελικά, φιλοσοφία συμπυκνωμένη σε εξισώσεις. 

Στο υπαρξιακό «ευαγγέλιο» του Νανόπουλου περιγράφεται ως πιθανότητα η ύπαρξη παράλληλων συμπάντων. «Η Φύση, όμως, φαίνεται πως για κάθε σύμπαν που φτάνει στο τέλος του, δεν προτιμάει να απαλείφει εντελώς τη "μνήμη" που έχει συσσωρευτεί μέσα από τη συνολική διαδρομή του. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η θεωρία θα μπορούσε να εξηγήσει ορισμένες δευτερεύουσες πτυχές του ανθρώπινου βίου, όπως είναι η αίσθηση που έχουμε μερικές φορές πώς κάποιο γεγονός το έχουμε ξαναζήσει -την προμνησία, το περίφημο deja vu- καθώς και η ανθρώπινη διαίσθηση σε υψηλή ένταση».

Και εμείς; Τι είμαστε εμείς; Επιστημονικά τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα τυχαίο συμβάν. «Αν ήμασταν είτε λίγο πιο κοντά είτε λίγο πιο μακριά από την μπάλα φωτιάς και ακτινοβολίας που ονομάζεται Ήλιος, δεν μπορούσε ποτέ να αναπτυχθεί ζωή με τη μορφή και χαρακτηριστικά που γνωρίζουμε». Και όπως λέει ο Νανόπουλος, όλα όσα έχουν να κάνουν με την ύπαρξη τη δική μας ή του πλανήτη μας, «δεν έχουν καμία σημασία για τη φύση».  

Α, ναι, εμείς οι άνθρωποι έχουμε υπερεκτιμήσει τον ρόλο και τη θέση μας στο σύμπαν. Ίσως να είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης που μας κάνει εγωιστές. Είναι η ευφυΐα μας που γεννά παρεξηγήσεις και οδηγεί σε μία λάθος προσέγγιση του πνεύματος.

Εξηγεί ο φυσικός: «Δεν υπάρχει πνεύμα ξεχωριστό από την ύλη. Από την ύλη βγαίνει το πνεύμα. Η ύλη σκέφτεται. Στη δική μας περίπτωση, για παράδειγμα, η ύλη με τη βοήθεια των εγκεφαλικών νευρώνων δημιουργεί καινούριες συνάψεις και διασυνδέσεις... Υπάρχει, όμως, πιθανότητα, να υφίστανται στο Σύμπαν και άλλες μορφές ύλης, όπως η υπερσυμμετρική και η σκοτεινή ύλη - οι οποίες, ωστόσο, εάν ανακαλυφθούν, δεν θα έχουν καμία σχέση με τη δική μας ύλη. Θα μπορούσαν άραγε οι προς το παρόν άγνωστες, σε μας, μορφές ύλης να δημιουργούν και αυτές "σκέψη" με έναν τρόπο παρόμοιο ή ανάλογο με τη δική μας;». 

Να, είδατε; Η Φυσική θα μπορούσε να είναι ελαφρώς διαλλακτική απέναντι σε ορισμένες εκδοχές της θρησκευτικής πίστης. Αν εσείς θέλετε να αποκαλείτε «θεό» μία άγνωστη μορφή ύλης, ο επιστήμονας δεν θα φέρει αντιρρήσεις. Οργίζεται, όμως, μπροστά στα εμπόδια που ύψωσε η θρησκεία. «Έχω την πεποίθηση ότι η ανθρωπότητα θα μπορούσε να είχε φτάσει στο φεγγάρι αιώνες νωρίτερα αν όλο αυτό το θαύμα που συνέβαινε στην αρχαία Ελλάδα είχε αφεθεί να εξελιχθεί ομαλά και με την ορμή που είχε τότε».

Το βιβλίο δεν είναι μόνο εκλαϊκευμένη Φυσική που βαδίζει στο πεδίο της φιλοσοφίας. Ο Δημήτρης Νανόπουλος αφηγείται τη διαδρομή του που ξεκίνησε όταν ακόμα η Παλλήνη λεγόταν Χαρβάτι. Ναι, το οικογενειακό περιβάλλον τού χορήγησε κίνητρα για να ανθίσουν οι δεξιότητες. Όμως τι είναι εκείνο που κάνει ένα μικρό παιδί να ακολουθεί τη λογική, μην επιτρέποντας σε σκιές και δαίμονες να του κλείσουν τον δρόμο; Τι ακριβώς συμβαίνει στο σύμπαν ενός μυαλού όπως αυτό που βρίσκεται στο κεφάλι του Δημήτρη Νανόπουλου;

Ο «αφηγητής» της έκδοσης, ο Μάκης Προβατάς, είναι μία από τις ιδιαίτερες περιπτώσεις στον κόσμο της επικοινωνίας. Έκλεισε το οδοντιατρείο του για να κάνει ραδιόφωνο με μοναδικό τρόπο -οι εκπομπές του στον ΒΗΜΑ FM είναι υπέροχες- έχει δημοσιεύσει συνεντεύξεις με σπουδαίους διανοητές των καιρών μας, ενώ σε συνεργασία με τη Λίνα Νικολακοπούλου πραγματοποίησε κύκλους ζωντανών συζητήσεων με σημαντικές προσωπικότητες της χώρας.