Το κόμμα ΔΡΑΣΗ έχει στο πρόγραμμά του τη φράση:
«Η ΔΡΑΣΗ αγωνίζεται για ... Τον απόλυτο συνταγματικό διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, με ανεξαρτητοποίηση όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων και την κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους.» Δεν περιλαμβάνει αναφορές σε θέματα περιουσίας, φορολόγησης κτλ., αλλά καλύπτονται αρκετά από αυτά που απαιτούνται για να γίνει η χώρα σύγχρονο κοσμικό κράτος!
Όπως θα παρατηρήσατε, η ενότητα επιγράφεται «σχέσεις Κράτους–Εκκλησιών» και όχι «σχέσεις Κράτους–Εκκλησίας». Πορευόμαστε προς μία εποχή συγκατοίκησης με άλλα έθνη και άτομα άλλων θρησκειών και οφείλουμε να κινηθούμε ταυτόχρονα σε δύο επίπεδα: σε εκείνο που έχει ως βάση του τον άνθρωπο και την ελευθερία να πιστεύει τον δικό του ή και κανένα θεό, και στο επίπεδο της εμβάθυνσης σε πατροπαράδοτες αξίες και στις ρίζες της ελληνικότητάς μας. Ο στόχος μας είναι να διαπλάσουμε ανθρώπους ανεξίθρησκους και ανοιχτόμυαλους, που όμως ταυτόχρονα θα κοινωνούν με την παράδοση του τόπου, όχι ως στείροι οπαδοί, αλλά ως δημιουργικοί και σύγχρονοι συνεχιστές της. Ανθρώπους με «έρμα» που να είναι πανανθρώπινο και ελληνικό.
Ωστόσο, καθώς η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η επίσημη θρησκεία του Κράτους, θα πρέπει να εστιάσουμε κατ’ αρχήν σ΄ αυτή τη σχέση. Πολλοί θεολόγοι νοιώθουν άβολα και μόνο στο άκουσμα της έκφρασης «σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας» εξηγώντας ότι, από τη φύση του, ο Χριστιανισμός δεν τάσσεται παρά τω Καίσαρι (ή συχνά υπέρ τον Καίσαρα!) και η εκκοσμίκευση της εκκλησίας υπονόμευσε την πνευματικότητά της, άρα την ίδια τη φύση της. Το «δωρεάν ελάβατε, δωρεάν δότε» σίγουρα δεν αποτυπώνει την οικονομική πλευρά της λειτουργίας της Εκκλησίας, το «ο έχων δύο χιτώνας...» δεν δημιουργεί συνειρμούς με τα αρχιερατικά άμφια, όμως μια ρεαλιστική σύγχρονη θεώρηση δεν μπορεί να παραβλέψει ότι για τα πάντα σήμερα «δει χρημάτων».
Φυσικά, μια πολιτική κίνηση, δεν έχει ρόλο στον σχολιασμό θεολογικών απόψεων, έχει όμως ρόλο στην καθιέρωση ενός πλαισίου λειτουργίας που να ενώνει τους Πολίτες, σε όποια εκκλησία ή δόγμα κι αν ανήκουν.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΠΟ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ
Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι άλλο πράγμα είναι το θρησκευτικό συναίσθημα και άλλο η Εκκλησία με την νομική της υπόσταση (με την οποία το κράτος σχετίζεται). Πολύ συχνά, στις σχετικές συζητήσεις αυτά τα δύο συγχέονται. Το θρησκευτικό συναίσθημα είναι η προσωπική απάντηση που δίνει ένας άνθρωπος στα μεγάλα ερωτήματα της Ύπαρξης ενώ η Εκκλησία είναι ένα νομικό πρόσωπο το οποίο εποπτεύει χιλιάδες άλλα νομικά πρόσωπα Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου, διαχειρίζεται πόρους, διαθέτει περιουσία και τελεί νομικές πράξεις. Επομένως η οριοθέτηση της σχέσης Κράτους – Εκκλησίας δεν αφορά στην έκφραση της θρησκευτικής πίστης η οποία είναι ελεύθερη και προστατευόμενη από το Σύνταγμα για κάθε Έλληνα Πολίτη. Αφορά σε καθαρά νομικά θέματα, τα οποία, μάλιστα, διαθέτουν μια περίπλοκη νομική προϊστορία.
Επίσης, μια άλλη επισήμανση είναι αναγκαία: σε κάθε συζήτηση για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας δεν θα πρέπει να έχουμε κατά νουν μόνο την Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι αναγνωρισμένες θρησκείες – και σ΄ αυτές περιλαμβάνεται η μουσουλμανική – θα έχουν νομικό έρεισμα να διεκδικήσουν οτιδήποτε παρέχεται ως δικαίωμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ό,τι κάνει ο δεσπότης θα μπορεί να το κάνει και ο μουφτής, ό,τι ο ιεροκήρυκας, και ο μουεζίνης. Επομένως, το ζήτημα ουσιαστικά είναι ο ρόλος των εκκλησιών σε ένα σύγχρονο ελεύθερο πολίτευμα και η ανάδειξή τους σε παράγοντες σταθερότητας της κοινωνικής ζωής. Δεν χρειαζόμαστε εστίες αποσταθεροποίησης ή πηγές εντάσεων.
ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Κάθε υγιής σχέση βασίζεται στον αλληλοσεβασμό, στην αλληλοεκτίμηση και στους σαφείς και διακριτούς ρόλους. Η σχέση Κράτους – Εκκλησίας δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί πρότυπο εφαρμογής αυτών των αρχών. Η Εκκλησία γοητεύθηκε από τις σειρήνες της εξουσίας και την ασφάλεια της κρατικής (και της κοινοτικής) χρηματοδότησης, ενώ το κράτος χρησιμοποιούσε την Εκκλησία κατά βούλησιν έχοντάς την πολιτικό υποχείριο. Όλοι γνωρίζουμε ότι η Εκκλησία ενισχύει συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα, τα οποία συνθέτουν ένα διακομματικό «λόμπι», και, αντιστρόφως, συγκεκριμένοι πολιτικοί απευθύνονται στην Εκκλησία για πολιτική στήριξη. Η «ανάρμοστη» αυτή σχέση δεν ωφέλησε κανέναν. Δίχασε τον λαό, οδήγησε σε πολιτικές τραγωδίες, «αναθέματα» και «λαοσυνάξεις» πλήττοντας το κύρος και των δύο πλευρών και κυρίως διαβρώνοντας την ενότητα του ελληνισμού.
Μπορεί να ακούγεται περίεργο, αλλά η σημερινή κατάσταση στις σχέσεις Κράτους – Ορθόδοξης Εκκλησίας παραβαίνει πρωτίστως τους εκκλησιαστικούς κανόνες. Ο Τόμος του 1850, με τον οποίο το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακήρυξε αυτοκέφαλη την Εκκλησία της Ελλάδος, σαφώς αναφέρει ότι πρέπει αυτή να διοικείται «ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως». Είναι δηλαδή το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο που ορίζει την πλήρη διάκριση των ρόλων Εκκλησίας-Πολιτείας.
Η συνέχεια, βέβαια, υπήρξε χαρακτηριστικά νεοελληνική: μόλις δύο χρόνια μετά, οι νόμοι 200 και 201/1852, με την συναίνεση της αυτοκέφαλης πλέον Εκκλησίας της Ελλάδος ξεκινούν τη διαπλοκή η οποία από τότε εξελίχθηκε σε γόρδιο δεσμό καθώς περιλαμβάνει:
- περιουσιακά στοιχεία που διεκδικούνται από τις δύο πλευρές αλλά και από τρίτους (η έλλειψη Κτηματολογίου και η ασάφεια στον προσδιορισμό των συνόρων που υπάρχει σε χρυσόβουλα, φιρμάνια κ.λ.π. δημιούργησε το ιδανικό περιβάλλον για δικαστικές διεκδικήσεις δεκαετιών)
- υποχρεώσεις μισθοδοσίας κληρικών και αρχιερέων που ανάλογα με τις συνθήκες επιβεβαιώνονται ή αμφισβητούνται από το κράτος
- εκατοντάδες νόμων, συχνά αντιφατικών, που αφορούν συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία της εκκλησίας ή τις φορολογικές της υποχρεώσεις.
Παράδειγμα: φορολογικές ελαφρύνσεις που άλλοτε ισχύουν κι άλλοτε καταργούνται, ενώ αφήνουν «παράθυρα» στην παραοικονομία (π.χ. από τον ΦΠΑ απαλλάσσονται τα υλικά που προορίζονται για την ανέγερση ναών – ποιος ελέγχει αν ο εργολάβος που ανέλαβε την ανέγερση, χρησιμοποίησε και μερικά φορτηγά αμμοχάλικο για μια άλλη οικοδομή του;)
- «σουρεαλιστικές» νομικές αποφάσεις: η Ελληνική Δικαιοσύνη αποφαίνεται ότι η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να πληρώνει φόρους, αλλά σε περίπτωση που αρνηθεί ή αμελήσει, το Κράτος δεν μπορεί να τους διεκδικήσει!
- εμπλοκή του Κράτους σε υποθέσεις καθαρά εκκλησιαστικού χαρακτήρα, όπως στην εκλογή Αρχιεπισκόπου, την οποία πρέπει να επικυρώσει η Πολιτεία με πράξη διορισμού, ενώ στη διαδικασία εκλογής παρίσταται υποχρεωτικά ο Υπουργός Παιδείας ο οποίος είναι αρμόδιος για να επιλύσει και τυχόν ενστάσεις των ιεραρχών για τη διαδικασία!
Κανένα μέρος δεν θέλησε ουσιαστικά τον διαχωρισμό, αν και προοδευτικές φωνές ακούγονταν και από τα δύο μέρη κατά καιρούς. Όμως όλες οι κινήσεις ήταν ελλιπείς ή προσχηματικές. Είναι αδήριτη ανάγκη, αυτό το «κουβάρι» επιτέλους να «ξεμπερδευτεί».
Είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη τα εξής δεδομένα:
1. Η Εκκλησιαστική περιουσία ανήκει σε χιλιάδες νομικά πρόσωπα Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου. Όταν ο «νόμος Τρίτση» προσπάθησε να κρατικοποιήσει κάποια από αυτά, 10 μονές κατέφυγαν στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια και δικαιώθηκαν, καθώς η περιουσία ενός ΝΠ προστατεύεται ακριβώς όπως και η ατομική περιουσία ενός φυσικού προσώπου.
2. Σύμφωνα με το άρθρο 51 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, η κυριότητα κρίνεται με βάση το δίκαιο της εποχής που εκτήθη. Δηλαδή ένα ακίνητο που αποκτήθηκε επί τουρκοκρατίας, θα κριθεί με βάση τους νόμους που ίσχυαν στην τουρκοκρατίας, και όχι με βάση τους σημερινούς. Το ίδιο ισχύει και για τα βυζαντινά χρυσόβουλα.
3. Όποια νομοθεσία υποχρεώνει το Κράτος σε παροχές προς την Ορθόδοξη Εκκλησία δημιουργεί νομικό προηγούμενο για διεκδικήσεις και εκ μέρους άλλων εκκλησιών ή θρησκειών.
4. Η Εκκλησιαστική Περιουσία επί Τουρκοκρατίας δεν ήταν ακριβώς… εκκλησιαστική. Η Εκκλησία ήταν και πολιτικό εγκαθίδρυμα καθώς ασκούσε διοικητικά και δικαστικά καθήκοντα. Πολλά από αυτά τα καθήκοντα διευκολύνονταν με την παραχώρηση από μέρους του Σουλτάνου τεράστιων εκτάσεων γης, στις οποίες ζούσε μεγάλο μέρος πληθυσμού. Μετά την άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως ο Μωάμεθ ο Πορθητής, ενθρόνισε ως Πατριάρχη και Εθνάρχη τον Γεώργιο Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος εξέφραζε την ομάδα των ανθενωτικών. Ο Μωάμεθ επέβαλε στο Οθωμανικό κράτος το σύστημα των μιλέτ, σύμφωνα με το οποίο κάθε έθνος θα ασκούσε διοίκηση, όπως το επιβάλλει η θρησκεία του. Έτσι, τα Πατριαρχικά δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία σε όλες τις υποθέσεις που αφορούσαν τους Ρωμηούς σύμφωνα με τον κανονικό νόμο τών Βυζαντινών και με το αστικό και εθιμικό βυζαντινό δίκαιο. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν η κεφαλή του έθνους, ένας μιλέτ-μπασί, υπεύθυνος ενώπιον τού Σουλτάνου.
5. Όταν η Επανάσταση του 1821 δημιούργησε το ελληνικό Κράτος, το «πολιτικό» τμήμα των αρμοδιοτήτων της εκκλησίας πέρασε στη δικαιοδοσία του νέου Κράτους και θα ήταν αφύσικο η Εκκλησία να συνεχίσει να κατέχει όλες αυτές τις εκτάσεις στις οποίες περιλαμβάνονταν π.χ. ολόκληρη η Πάτμος με τα γύρω νησιά, ολόκληρη η Πειραϊκή χερσόνησος και εκατομμύρια στρέμματα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (μόνο η Μονή Βατοπεδίου είχε στη Μολδαβία 1.500.000 στρέμματα!).
6. Η περιουσία της Εκκλησίας ανήκε όχι μόνο στην ιεραρχία αλλά και στους λαϊκούς οι οποίοι συμμετείχαν και ψήφιζαν για τη διαχείρισή της. Αυτό το καθεστώς ίσχυε από το 1833 και καταργήθηκε από τη δικτατορία του Μεταξά, χωρίς έκτοτε να επαναφερθεί. Προφανώς η διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας αποκλειστικά από τους κληρικούς και τους ιεράρχες αλλά και το κράτος το ίδιο ήταν πολύ «βολική» και για τους μετά τον Μεταξά.
ΤΙ ΙΣΧΥΕΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
[...]
Είναι προφανές ότι η Ελλάδα και στο θέμα της σχέσης Κράτους – Εκκλησιών αποτελεί την «ανορθογραφία» της Ευρώπης.
ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΜΑΣ
Προτείνουμε πλήρη ανεξαρτησία και αυτονομία της εκκλησίας, η οποία σημαίνει ότι:
- Το Κράτος δεν θα έχει πλέον καμία ανάμειξη στα εσωτερικά της Εκκλησίας, η οποία θα αποφασίσει πώς θα διοικείται, πώς θα εκλέγει τους αρχιερείς και τον Αρχιεπίσκοπο χωρίς να χρειάζεται επικύρωση από κανέναν. Το Κράτος θέτει κανόνες δικαίου που ισχύουν για όλους τους πολίτες, ενώ η Εκκλησία θέτει κανόνες δικαίου που ισχύουν μόνο για τους πιστούς της. Αυτό ισχύει για κάθε αναγνωρισμένη Εκκλησία. Οι Εκκλησιαστικοί κανόνες δεν μπορούν όμως να αντιβαίνουν στους νόμους του κράτους (π.χ. να απαγορεύουν την μετάγγιση αίματος ή να επιβάλλουν τη σαρία ή την κλειτοριδεκτομή). Δεν επιτρέπεται ενδυμασία που καλύπτει το πρόσωπο ολόκληρο ή εν μέρει – επιτρέπεται μόνο το κάλυμμα της κεφαλής με μουσουλμανική μαντήλα.
- Καταργείται η υποχρέωση της Εκκλησίας να παραδίδει τα χρήματά της προς φύλαξη στην Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία μάλιστα, βάσει του ισχύοντος πλαισίου μπορεί να τα διαχειρίζεται εν λευκώ, χωρίς να ενημερώνει την ηγεσία της εκκλησίας για αυτό!
- Απεμπλέκεται σε τρία χρόνια το κράτος από την μισθοδοσία του κλήρου. Σ’ αυτά τα χρόνια ισχύει ένα μεταβατικό καθεστώς το οποίο έχει στόχο να δημιουργήσει το νομικό πλαίσιο, ώστε η Εκκλησία να αποκτήσει τα μέσα και τις δυνατότητες ώστε να διαχειρίζεται τα του οίκου της.
Κατά τη διάρκεια του μεταβατικού καθεστώτος, καταγράφεται με κάθε λεπτομέρεια η περιουσία κάθε νομικού προσώπου που ανήκει στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας και δημιουργείται Μητρώο Εκκλησιαστικής Περιουσίας. Αν και, όπως είπαμε, υπάρχουν πολλά ασαφή στοιχεία, μια μελέτη της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος το 1988, προσδιορίζει το σύνολο της αγροτικής (μόνο) περιουσίας της Εκλησίας σε 1.282.300 στρέμματα.
Από αυτά τα 367.000 είναι δασικές εκτάσεις, τα 745.400 βοσκότοποι και τα 169.900 γεωργικές καλλιέργειες.
Αυτή η περιουσία δεν ανήκει μόνο στην Κεντρική Διοίκηση (Ιερά Σύνοδο), αλλά σε περισσότερα από 10.000 εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (Μητροπόλεις, Ναούς, Μονές, Προσκυνήματα, Ιδρύματα, Κληροδοτήματα και άλλα). Η Εκκλησία αποφασίζει για τον τρόπο αξιοποίησης αυτής της περιουσίας. Ορκωτοί λογιστές κάνουν έλεγχο στη διαχείριση των εσόδων από αυτή την περιουσία. Η μισθοδοσία και οι συντάξεις των κληρικών προέρχονται από πόρους της Εκκλησίας. Το πρώτο έτος το κράτος χρηματοδοτεί το 70% της μισθοδοσίας, το δεύτερο έτος το 40 %, το τρίτο έτος το 20% και από το επόμενο έτος την δαπάνη αναλαμβάνει αποκλειστικά η Εκκλησία.
-Κάθε φορολογούμενος συμπληρώνει προαιρετικά στη φορολογική του δήλωση, την εκκλησία στην οποία ανήκει και το ποσό που θα ήθελε να προσφέρει σε αυτή. Το κράτος εισπράττει τα ποσά και τα αποδίδει στις εκκλησίες χωρίς καμία παρακράτηση.
-Τα ακίνητα της Εκκλησίας που αποφέρουν εισόδημα φορολογούνται όπως για κάθε Έλληνα.
-Οι ναοί δεν φορολογούνται ως ακίνητη περιουσία αλλά πληρώνουν τα δημοτικά τέλη.
-Προσφορές πιστών δεν φορολογούνται.
-Δωρεές ακινήτων προς την Εκκλησία φορολογούνται με το ισχύον καθεστώς για κάθε δωρεά.
-Ο πολιτικός γάμος και ο θρησκευτικός παραμένουν ισόκυροι.
-Καταργείται ο, αντισυνταγματικός και προσβλητικός για την ελευθερία της έκφρασης, νόμος περί προσηλυτισμού.
-Θέματα καύσης νεκρών, βιοτεχνολογίας και γενικά επιστημονικά θέματα που αφορούν σε ηθικά ζητήματα ή αστικά δικαιώματα, τα χειρίζεται η πολιτεία με τους αρμόδιους συμβούλους της. Κάθε Εκκλησία έχει δικαίωμα να εκφέρει άποψη η οποία όμως δεν δεσμεύει την Πολιτεία.
-Καταργούνται όλοι οι νόμοι που προβλέπουν άμεση ή έμμεση οικονομική ενίσχυση της Πολιτείας (π.χ. ταφή αρχιερέων δημοσία δαπάνη) προς οποιαδήποτε Εκκλησία.
-Καταργούνται οι ορκωμοσίες πολιτικών αξιωματούχων ενώπιον αρχιερέων. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Πρωθυπουργός, οι Υπουργοί και οι Βουλευτές ορκίζονται ενώπιον τριμελούς επιτροπής που αποτελείται από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας και τον πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
-Διατηρείται ο θεσμός του στρατιωτικού ιερέα. Την μισθοδοσία του αναλαμβάνουν κατά το ήμισυ το Ελληνικό Κράτος και η Εκκλησία.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑ
Ο ρόλος της παιδείας δεν είναι να προσφέρει θρησκευτική εκπαίδευση. Αυτό δεν γίνεται για το «χατήρι» κάποιων μειονοτήτων αλλά απλώς διότι η Δημόσια Παιδεία έχει άλλο ρόλο και άλλον προορισμό σε ένα σύγχρονο κράτος. Οι γονείς μπορούν να δώσουν στα παιδιά τους όποια θρησκευτική εκπαίδευση θέλουν, είναι δική τους ευθύνη και όχι του σχολείου. Το μάθημα των θρησκευτικών γίνεται μάθημα θρησκειολογίας στο οποίο οι μαθητές έρχονται σε επαφή με την φιλοσοφία, τα κείμενα, την τέχνη, την ηθική των θρησκειών αλλά και τον ιστορικό τους ρόλο, θετικό ή αρνητικό.
Όσοι επιλέγουν το επάγγελμα του κληρικού μπορούν να το κάνουν αφού περατώσουν την υποχρεωτική εκπαίδευση όπως ο νόμος ορίζει, σε σχολές που θα προσφέρουν αμιγώς θρησκευτική εκπαίδευση – οι σχολές αυτές θα είναι αδιαβάθμητες.
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Βάσει διεθνών συνθηκών την εποχή που το Άγιον Όρος έγινε τμήμα της ελληνικής επικράτειας υποχρεώθηκε το ελληνικό κράτος να αποδεχθεί ένα ιδιαίτερο διοικητικό καθεστώς. Οι Θέσεις μας βασίζονται στα εξής:
Το Άγιον Όρος Παραμένει αυτοδιοικούμενο τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Για θέματα τάξεως και ασφαλείας διορίζεται Πολιτικός Διοικητής από το Υπουργείο Εσωτερικών (και όχι από το Υπουργείο Εξωτερικών όπως, περιέργως/υπόπτως, γίνεται σήμερα). Οι μοναχοί, οι οποίοι εγκαταβιώνουν στο Άγιον Όρος, αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια, μόνο για όσο διάστημα διαμένουν στο Άγιον Όρος. Εάν αποσχηματισθούν ή εγκαταλείψουν τις Μονές του Αγίου Όρους η ελληνική ιθαγένεια αφαιρείται.
ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ
Σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν ισχύει η σαρία (ο ιερός ισλαμικός νόμος). Στην Τουρκία, καταργήθηκε το 1926. Στην Ελλάδα ισχύει ακόμα! Η Συνθήκη της Λωζάνης (1923), την οποία επικαλούνται όσοι υποστηρίζουν τη διατήρηση αυτού του αναχρονισμού, δεν αναφέρεται πουθενά σε εφαρμογή της σαρία – απλώς δεσμεύει τη χώρα μας να σέβεται τα έθιμα της μειονότητας για τα οικογενειακά ή προσωπικά ζητήματα των μελών της.
Οι διατάξεις της σαρία προσβάλλουν ευθέως πολλά θεμελιώδη δικαιώματα: την αρχή της ισότητας των φύλων, τη θρησκευτική ελευθερία, το συμφέρον των ανηλίκων, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Η άγραφη σαρία παραμένει αδιαφανής και διερμηνεύεται μόνο από τους μουφτήδες, κληρικούς χωρίς νομικές γνώσεις. Οι γιοι παίρνουν διπλό κληρονομικό μερίδιο από τις κόρες. Διαζύγιο δικαιούται μόνο ο άνδρας με απλή δήλωσή του, ενώ η γυναίκα σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις (σχιζοφρένεια, στειρότητα, εγκατάλειψη). Η ασήμαντη διατροφή αναγκάζει τις διαζευγμένες γυναίκες να καταφύγουν σε έναν νέο γάμο, χάνοντας έτσι άμεσα την επιμέλεια των παιδιών τους, η οποία σε κάθε περίπτωση από τα 7 έτη για τα αγόρια και από τα 9 για τα κορίτσια περνάει αυτομάτως στον πατέρα. Οι γάμοι ανηλίκων όχι μόνο επιτρέπονται, αλλά μέχρι το 2002 τελούνταν και δια αντιπροσώπου. Σπανίως τα δικαστήρια ελέγχουν τις αποφάσεις του μουφτή για αντισυνταγματικότητα, παρότι υποχρεούνται να το κάνουν. Σπανίως οι μουσουλμάνοι επιλέγουν να υπαχθούν σε αυτά, παρότι δικαιούνται να το κάνουν, καθώς αυτό θα σήμαινε εξοβελισμό από την κοινότητα. Η ελεύθερη βούληση καταργείται μαζί με την ισότητα, τη θρησκευτική ελευθερία και τη δυνατότητα του δικαίου να εξελίσσεται.
Αυτό το απαράδεκτο καθεστώς που κρατάει στην υπανάπτυξη την μουσουλμανική κοινότητα, οδηγώντας την στην αγκαλιά των εξτρεμιστών, θα καταργηθεί αμέσως, με υποχρεωτική υπαγωγή όλων των υποθέσεων που αφορούν μουσουλμάνους στα αστικά δικαστήρια.