13 April 2012

Υποκρισία και μακαρόνια




της  Σώτης Τριανταφύλλου, Athens Voice, 16/3/2012
Αναδημοσίευση από το blog.atheia.gr
Οποιοδήποτε ρεπορτάζ σχετικό με την Εκκλησία παραμένει συγκεχυμένο

Το παρακάτω κείμενο που σχολιάζει την εκκλησιαστική περιουσία περιέχει πολλές ανακρίβειες: κανείς δεν λέει την αλήθεια· έτσι, οποιοδήποτε ρεπορτάζ σχετικό με την Εκκλησία παραμένει συγκεχυμένο. Οι ιεράρχες δεν δημοσιεύουν στοιχεία σχετικά με την περιουσία της Εκκλησίας – άλλωστε δεν έχει κάνει καμιά επίσημη απογραφή. Έτσι, ενώ ο ελληνικός λαός υποφέρει από ανισοβαρή και άδικη φορολόγηση, οι εξουσίες –πολιτικές και εκκλησιαστικές– χειρίζονται το ζήτημα σαν το απόλυτο εθνικό ταμπού.
Η Αρχιεπισκοπή διανέμει καθημερινά 10.000 μερίδες φαγητού σε συσσίτια. Σύμφωνα με στοιχεία της «Αποστολής της Εκκλησίας της Ελλάδας», η συμμετοχή σ’ αυτά τα συσσίτια αυξήθηκε τους τελευταίους μήνες κατά 40% με τους Έλληνες να υπερτερούν των μεταναστών (60% είναι Έλληνες). Ακολουθούν μετανάστες από την Αφρική (16,6%), την Ανατολική Ευρώπη (13,8%) και την Ασία (9,6%). Οι μισοί που προσέρχονται στα συσσίτια είναι μεγαλύτεροι των 50 ετών (2.548 άτομα), ενώ 1.574 άτομα είναι μεταξύ 31 και 50 ετών. (Κι αυτά τα στοιχεία είναι προσεγγιστικά.)

Η Εκκλησία, αντί να μοιράζει νερόβραστα μακαρόνια, θα έπρεπε (το «θα έπρεπε» δεν έχει ποτέ θέση στην ελληνική πραγματικότητα: είμαστε εναντίον οποιασδήποτε δεοντολογίας) να παραδώσει την περιουσία της στο Δημόσιο και να διαχωριστεί οριστικά από το κράτος. Παρά την οικονομική μας κατάρρευση, αυτό το διαλυμένο κράτος συνεχίζει να πληρώνει τους παπάδες (τις χήρες και τις ανύπαντρες κόρες τους, που, εξαιτίας της απουσίας αντισύλληψης, είναι πολλές) ως δημοσίους υπαλλήλους, δαπανώντας ένα εκατομμύριο ευρώ ετησίως. Παραλλήλως, αναγνωρίζει φορολογικά προνόμια στην εκκλησιαστική περιουσία. Αντί λοιπόν να καλλωπίζει τη δημόσια εικόνα της με ελεημοσύνες, θα προτιμούσαμε η Εκκλησία να δηλώσει αληθινά στοιχεία για το οικονομικό της δυναμικό και να πάψει να κοροϊδεύει το ποίμνιό της καθώς κι εμάς τους υπόλοιπους που δεν είμαστε ποίμνιό της.
Μπροστά στο ενδεχόμενο της φορολογικής μεταρρύθμισης οι Έλληνες ιεράρχες βάλθηκαν να θρηνολογούν ότι θα χρεοκοπήσουν. Αρνούνται ότι η εκκλησιαστική περιουσία ανέρχεται σε τρισεκατομμύρια (όπως πιστεύεται) και υποστηρίζουν ότι αντιστοιχεί σε 702.160.000 ευρώ… Τι μαθηματική ακρίβεια, ε; Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στη λεγόμενη αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας της Ιεράς Συνόδου που αξιοποιείται εμπορικά. Τι συμβαίνει όμως με την υπόλοιπη περίουσία; Εκτός από τα εκμεταλλεύσιμα ακίνητα και την άγνωστη κινητή περιουσία που διαθέτει η Ιερά Σύνοδος, υπάρχει ανεκμετάλλευτη ακίνητη περιουσία: 1,3 εκατομμύρια στρέμματα (βοσκοτόπια, δασικές εκτάσεις, χωράφια), καθώς και 400.000 στρέμματα με καθεστώς συνιδιοκτησίας ή με απροσδιόριστο καθεστώς. Γι’ αυτό, μαζί με τις 2.500 μονές και την περιουσία τους, το μέγεθος της εκκλησιαστικής περιουσίας υπολογίζεται από 2 δις έως 15 δις ευρώ.



Πάντως οκτώ μονές που προσέφυγαν στα ευρωπαϊκά δικαστήρια εναντίον του νόμου Τρίτση (περί φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας) αποτιμούσα ν τα περιουσιακά τους στοιχεία στο αστρονομικό ποσό των 8 τρισεκατομμυρίων δραχμών και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το κράτος έπρεπε να τις αποζημιώσει με το ποσό των 7,6 τρισεκατομμυρίων δραχμών – δηλαδή με 22,5 δις! Αν η περιουσία των oκτώ μονών κυμαινόταν πριν από είκοσι χρόνια σε 7,6 τρισεκατομμύρια δραχμές, πώς μπορούμε να υπολογίσουμε την περιουσία των 2.500 μοναστηριών και ναών σε όλη τη χώρα; Εξάλλου, μέσα σε είκοσι χρόνια, με την αύξηση της τιμής των ακινήτων, τα 7,6 τρις έχουν γίνει καμιά δεκαπενταριά… Επιμένω: το ποσό αυτό αντιστοιχούσε σε οκτώ μόνο μοναστήρια…
Η συνολική περιουσία των μονών της επικράτειας παραμένει άγνωστη στο κοινό: η αδιαφάνεια οφείλεται σε πλέγμα που υφαίνουν περισσότερα από 10.000 νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (μητροπόλεις, ναοί, μονές, «προσκυνήματα», ιδρύματα, κληροδοτήματα) μαζί με κυβερνητικά στελέχη που πρόσκεινται στην Εκκλησία. Το αποτέλεσμα είναι να προστατεύεται η εκκλησιαστική περιουσία από τα αδιάκριτα μάτια των «αντικληρικών»: στην Ελλάδα η σχέση κράτους-Εκκλησίας βρίσκεται ακόμα στην εποχή πριν από τον Ζαν Ζορές, πριν από το λαϊκό σχολείο και τον νόμο του 1905. Δικαιολογημένα λοιπόν οργιάζουν οι εικασίες και οι αυθαίρετοι υπολογισμοί, σύμφωνα με μερικούς από τους οποίους η αξιοποίησιμη εκκλησιαστική περιουσία ξεπερνά τα 5 τρις ευρώ, άρα καλύπτει άνετα το δημόσιο χρέος.
Φιλανθρωπικό έργο η Εκκλησία δεν έχει να επιδείξει: άλλωστε, τα κοινωνικά προβλήματα δεν λύνονται με φιλανθρωπικούς εράνους – λύνονται με θεσμούς και οικονομικές δραστηριότητες. Η Εκκλησία της Ελλάδος διαθέτει περίπου οκτακόσια κτίρια γραφείων, καταστήματα, εμπορικά κέντρα, ξενοδοχεία, ακόμα και μισθωμένα βενζινάδικα: πού διοχετεύονται αυτά τα έσοδα; Και πώς συγκροτήθηκε ένας τέτοιος οικονομικός κολοσσός; Η ρευστότητά της υπολογίζεται, χοντρικά (πολύ χοντρικά!), σε μερικές δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες, εκατομμύρια ευρώ. Ταυτοχρόνως, οι μητροπολίτες έχουν συστήσει δύο ανώνυμες εταιρείες: μία για τη διαχείριση κοινοτικών κονδυλίων, με την επωνυμία «Υποστήριξη Επιχειρησιακών και Χρηματοδοτικών Προγραμμάτων Μελετών και Έργων» και μία για τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Για όλη αυτή την επίσημη επιχειρηματική της δραστηριότητα η Εκκλησία δήλωσε το 2008 έσοδα 20 εκατομμυρίων ευρώ… Δεν ακούγεται «λίγο»; Πιθανότατα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια χονδροειδή φοροδιαφυγή που δεν αντισταθμίζεται με διανομή μακαρονιών.
Όσο για το λαϊκό κίνημα, το έχουμε επαναλάβει, αναλώνεται σε ψευτοεπαναστατικές ενέργειες που δυσκολεύουν την καθημερινότητα των πολιτών χωρίς να διατυπώνει συγκεκριμένα αιτήματα, όπως θα ήταν, για παράδειγμα, η ξεκάθαρη ενημέρωση σχετικά με την εκκλησιαστική περιουσία και η πρόοδος στην κατεύθυνση ενός εκκοσμικευμένου κράτους. Στην Ελλάδα, η Εκκλησία είναι η ιερή μας αγελάδα – όσο γι’ αυτή την ομοιοκαταληξία, θεωρήστε την απολύτως αθέλητη και απολύτως τυχαία.


Απάντηση της Συνοδικής Επιτροπής Τύπου, Δημοσίων Σχέσεων και Διαφωτίσεως


Από την Ἐφημερίδα Athens Voice, 27/3/2012
Στό τεῦχος 378 – 8/2/2012, τῆς ἔντυπης καί ἠλεκτρονικῆς Ἐφημερίδος ATHENS Voice, ἡ δημοσιογράφος κα Σώτη Τριανταφύλλου ἔγραψε ἕνα ἄρθρο μέ τίτλο:«Υποκρισία και μακαρόνια». Σέ αὐτό μεταξύ ἄλλων αναφέρει: «Οποιοδήποτε ρεπορτάζ σχετικό μέ τήν Ἐκκλησία παραμένει συγκεχυμένο».

Προσπαθεῖ λοιπόν ἡ συντάκτρια τοῦ ἄρθρου ἐξ ἀρχῆς νά μᾶς πείσει ὅτι ὁποιοδήποτε ρεπορτάζ σχετικό μέ τήν Ἐκκλησία παραμένει συγκεχυμένο. Ἄραγε γι’ αὐτό εὐθύνεται ἡ Ἐκκλησία ἤ αὐτοί πού κάνουν τό ρεπορτάζ;

Ἐπίσης, ἐπικρίνοντας τά συσσίτια τῆς Ἐκκλησίας καί ὑποβαθμίζοντας τήν προσφορά αὐτή, ὑποδεικνύει ὅτι πρέπει νά παραδώσει ἡ Ἐκκλησία τήν περιουσία της, νά χωρισθεῖ ἀπό τό Κράτος, νά μή μισθοδοτοῦνται οἱ Κληρικοί ἀπό αὐτό καί τέλος μᾶς ἐνημερώνει καί γιά τά φορολογικά προνόμια τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄραγε, πρίν τά γράψει αὐτά ἡ κα Τριανταφύλλου, ἐνημερώθηκε περί τό τί ἀκριβῶς συμβαίνει; Ἐπισκέφθηκε τούς χώρους αὐτούς, νά δεῖ μέ τά ἴδια της τά μάτια πῶς διαχειρίζονται οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας τά πράγματα αὐτά; Λοιπόν, μέ πολύ σεβασμό καί ταπείνωση, θά θέλαμε νά τήν ἐνημερώσουμε:

α) Τό καλομαγειρεμένο φαγητό, πού διανέμεται ἀπό τά συσσίτια τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτέλεσμα ἀγάπης καί προσφορᾶς στόν ἀδελφό μας, ὁ ὁποῖος τό ἔχει ἀνάγκη, προσφέρεται καθημερινά ἀπό τά συσσίτια τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν καί τίς Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ζεστό, περιποιημένο, ἀξιοπρεπές καί ἁλατισμένο μέ πολλή ἀγάπη καί στοργή! Ἀλήθεια, ἀναλογίσθηκε ἡ κα Τριανταφύλλου ποιός εὐθύνεται γι’ αὐτήν τήν κατάσταση τῶν ἀνθρώπων; Ἤ ἐπίσης τό γεγονός ὅτι ἡ Ἐκκλησία μέ τά προγράμματα αὐτά ἀντικαθιστᾶ τό Κράτος Πρόνοιας;

β) Ἡ Ἐκκλησία ἔχει δώσει στό Κράτος τό 96% τῆς περιουσίας της. Ἄς μελετήσει ἡ κα Τριανταφύλλου τό Κτηματολόγιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ ἀναγράφεται ἡ περιουσία πού ἡ Ἐκκλησία ἔχει παραχωρήσει στό Κράτος, προκειμένου νά ἀνοικοδομηθοῦν ὅλα τά ἐκπαιδευτικά Ἱδρύματα τῆς Χώρας, Πανεπιστήμια, Στρατιωτικές Σχολές, Σχολεῖα πρωτοβάθμιας καί δευτεροβάθμιας Ἐκπαίδευσης, ὅλα τά μεγάλα Νοσοκομεῖα, γήπεδα καί ἄλλοι ἀθλητικοί χῶροι. Ἐπίσης ἐκεῖ θά ἔβλεπε καταχωρημένα τά πολυάριθμα οἰκόπεδα καί ἀκίνητα πού ἔχουν παραχωρηθεῖ σέ Ὀργανισμούς καί τοπικούς Συλλόγους.

Πῶς λοιπόν γράφονται αὐτά χωρίς νά ἔχει μιά πλήρη καί σφαιρική ἐνημέρωση γιά τά θέματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας; Ἀπό τήν ἁρμόδια ὑπηρεσία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου δέν ζήτησε τέτοια στοιχεῖα, ἀπό ποῦ λοιπόν τά ἀνηῦρε; Ἡ Ἐκκλησία δέν πρέπει ἄραγε νά ἔχει πόρους γιά νά ζήσει ὡς Ὀργανισμός, νά ἐπιτελέσει τό ποιμαντικό καί φιλανθρωπικό Της ἔργο; Ὅπως βλέπουμε στό ἄρθρο, ὄχι, δέν πρέπει! Αλλά πρέπει καί τά ἐναπομείναντα νά παραχωρηθοῦν, γιά νά γίνουν φύλλο καί φτερό!
Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος κ. Ἱερώνυμος ἐπανειλημμένως ζήτησε ἀπό τήν Κυβέρνηση τήν ἀξιοποίηση τῆς ἐναπομεινάσης ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας καί τήν συνεκμετάλλευσή της ἀπό κοινοῦ μέ τό Κράτος, ἀλλά μόνον γιά φιλανθρωπικούς σκοπούς καί προγράμματα ὑπέρ τῶν ἀσθενεστέρων, ὅμως ἀκόμη δέν ἔχει λάβει καμιά ἀπάντηση.
γ) Ἡ μισθοδοσία τῶν κληρικῶν εἶναι συμβατική ὑποχρέωση τοῦ Κράτους πρός αὐτούς ὡς ἀντάλλαγμα γιά τήν μοναστηριακή καί ἄλλη περιουσία, ἡ ὁποία ἐδόθη τό ἔτος 1952.
δ) Τέλος, γιά τά δῆθεν φορολογικά προνόμια τῆς Ἐκκλησίας, παρεπέμπουμε τήν κα δημοσιογράφο στό Δελτίο Τύπου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 15ης Σεπτεμβρίου 2011, στό ὁποῖο ἀναφέρεται λεπτομερῶς βάσει ποίων νόμων ποίους Φόρους καταβάλλει ἐτησίως ἡ Ἐκκλησία. Ἀπό αὐτό θά ἤθελα νά τονίσω μόνον τό ἑξῆς: τό γεγονός, δηλαδή, ὅτι ἐνῶ ὅλα τά νομικά καί φυσικά πρόσωπα καταβάλλουν Φόρο Ἀκίνητης Περιουσίας 1‰, ἡ Ἐκκλησία γιά τά ἀκίνητά της καταβάλλει 3‰.
Αὐτά μέ πολλή ἀλήθεια καί ἀγάπη καί μέ τήν ὑποχρέωση γιά ὅποιες πληροφορίες περαιτέρω χρειασθοῦν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.






 Ανταπάντηση της Σώτης Τριανταφύλλου
Athens Voice, 9/4/2012

Αρχίζω αυτό το αρθρίδιο με μια απλή δήλωση προκειμένου να συνεννοηθούμε ευκολότερα: δεν έχω καμιά θρησκεία, δεν πιστεύω σε καμιά θεϊκή δύναμη, αλλά, όπως κάθε εχέφρων άνθρωπος, σέβομαι το θρησκευτικό αίσθημα. Επίσης, αν έχει κάποια σημασία, ο παππούς μου, τον οποίον λάτρευα, ήταν ένας νηφάλιος και σοφός θεολόγος. Τώρα, σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε: «Η εκκλησιαστική περιουσία είναι ένας μύθος», μας λένε οι ιεράρχες ενώ ο κ. Βενιζέλος διαβεβαιώνει τον αρχιεπίσκοπο πως η εκκλησιαστική περιουσία δεν πρόκειται να ενταχθεί στο Ταμείο Δημόσιας Περιουσίας και η μισθοδοσία των κληρικών θα εξακολουθήσει να επιβαρύνει τους φορολογουμένους.



Επιμένω ότι η Εκκλησία δεν φορολογείται για το σύνολο της περιουσίας της. Παρότι αυτή η φορολόγηση αποτελεί ευρωπαϊκό αίτημα (ήδη η κυβέρνηση Μόντι στην Ιταλία προωθεί σχετικά μέτρα έναντι της Καθολικής Εκκλησίας) η εκκλησιαστική περιουσία παραμένει ασαφής. Στην Εκκλησία της Ελλάδος, σε άλλα Ορθόδοξα Πατριαρχεία, σε ναούς και μοναστήρια ανήκουν χιλιάδες στρέμματα δασών, μετοχές, καταστήματα, οικόπεδα, διαμερίσματα και εμπορικά κέντρα τα περισσότερα από τα οποία δεν δηλώνονται. Οι εκκλησιαστικές επενδύσεις περιλαμβάνουν την κατασκευή και ενοικίαση ακινήτων (όπως ξενοδοχεία στο κέντρο της Αθήνας), την ενοικίαση γαιών και την αγορά μετοχών της Εθνικής Τράπεζας, της Τράπεζας Πειραιώς και της Τράπεζας της Ελλάδος. Το 2007 η Εκκλησιαστική Κεντρική Οικονομική Υπηρεσία είχε 5.947.492 μετοχές της Εθνικής Τράπεζας, ενώ, το 2008, με την πτώση του χρηματιστηρίου, αγόρασε 1.600.000 μετοχές και το μερίδιό της έφτασε στις 7.785.405 μετοχές. Επιπροσθέτως, στην Τράπεζα Πειραιώς διαθέτει 391.155 χιλιάδες μετοχές, καθώς και 13.086 στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Ο αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος και οι οικονομικοί του συνεργάτες επισημαίνουν την ανάγκη αποδέσμευσης της εκκλησιαστικής περιουσίας ώστε να αναπτυχθεί το φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο της Εκκλησίας. Πράγματι υπάρχουν εκτάσεις που η Εκκλησία δεν μπορεί να αξιοποιήσει επειδή αμφισβητούνται οι τίτλοι κυριότητας. Το αποσαφηνίζουμε: το «κράτος» δεν είναι ο «καλός» μπροστά στην «κακή» εκκλησία· ο κρατικός μηχανισμός και η εκκλησία αλληλοσυμπληρώνονται εμφανίζοντας παρόμοια χαρακτηριστικά: σκάνδαλα (Βατοπαίδι, υπόθεση «σάπια κοτόπουλα»), κακοδιαχείριση, σπατάλες… Σήμερα, η Εκκλησία προσπαθεί να αξιοποιήσει τέσσερις εκτάσεις μεγάλης αξίας που διαθέτει στην Αττική, για ορισμένες από τις οποίες αναμένονται προεδρικά διατάγματα για αλλαγή χρήσης γης:

  1. Στο Κολωνάκι ένα οικόπεδο 11 στρεμμάτων
  2. Στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, η Εκκλησία βρέθηκε σε αντιδικία με τον Δήμο Αθηναίων για οικόπεδο έκτασης τριών στρεμμάτων, δικαιώθηκε στα δικαστήρια και σχεδιάζει την κατασκευή πάρκινγκ και κτιρίου γραφείων
  3. Στη Βουλιαγμένη η Μονή Πετράκη διαθέτει 200 στρέμματα. Η Εκκλησία, μετά από αντιδικία με τον Δήμο, δικαιώθηκε στα δικαστήρια επί αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου…
  4. Στον Βαρνάβα κατέχει 130 στρέμματα.

Σχεδόν σε όλους τους νομούς της χώρας υπάρχουν δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις που ανήκουν είτε σε μοναστήρια είτε στην Κεντρική Οικονομική Υπηρεσία της Εκκλησίας. Σύμφωνα με την τελευταία καταμέτρηση, σε εκκλησιαστικούς οργανισμούς ανήκουν (μέσες-άκρες):

  1. Νομός Χαλκιδικής: 86.330 στρέμματα δάσους και 2.300 στρέμματα λιβαδιών – ιδιοκτησία μονών του Αγίου Ορους, καθώς και άλλα 8.340 στρέμματα δάσους που ανήκουν σε άλλο μοναστήρι του Οικουμενικού Πατριαρχείου
  2. Νομός Τρικάλων: 41.110 στρ. δάσους και 22.840 στρ. λιβαδιών
  3. Νομός Μαγνησίας: 31.460 στρ. δάσους και 3.340 στρ. λιβαδιών
  4. Νομός Αττικής: 33.860 στρ. δάσους και 20.570 στρ. λιβαδιών
  5. Νομός Αχαΐας: 20.670 στρ. δάσους και 1.060 στρ. λιβαδιών
  6. Νομός Ευβοίας: 17.890 στρ. δάσους και 2.120 στρ. λιβαδιών
  7. Νομός Κορινθίας: 15.310 στρ. δάσους και 20.179 στρ. λιβαδιών
  8. Νομός Φωκίδας: 9.980 στρ. δάσους και 1.050 στρ. λιβαδιών.
Συνεχίζω αυτό το βαρετό αλλά απαραίτητο πράγμα που κάνω: η Μονή Φλαμουρίου Μαγνησίας διαθέτει δύο δάση, ανάμεσα στα οποία είναι χτισμένα δύο χωριά του Νομού Μαγνησίας· έχει στην κυριότητά της καλλιεργήσιμη γη και πολυκατοικίες στον Βόλο· η Μονή Οσίου Λουκά διαθέτει ιδιόκτητο ξενοδοχείο στην Αθήνα, αγρόκτημα και εκατοντάδες στρέμματα χωραφιών· η Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Μετεώρων κατέχει δασικές εκτάσεις, χωράφια και πολυκατοικίες στην Αθήνα, στα Τρίκαλα και στην Καλαμπάκα· η Μονή Ασωμάτων Πετράκη μετοχές, σπίτια, καταστήματα και δεκάδες στρέμματα στη Βουλιαγμένη. Συνεχίζω!… Στα Καλάβρυτα οι δύο μονές Αγίας Λαύρας και Μεγάλου Σπηλαίου διαθέτουν ακίνητα, χωράφια και οικόπεδα ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει μεγάλες επενδύσεις: ξενοδοχείο και συνεδριακό κέντρο.
Η τελευταία προσπάθεια του κράτους να διαχειριστεί την τεράστια μοναστηριακή και εκκλησιαστική περιουσία έγινε το 1988, όταν η κυβέρνηση με τον νόμο του Αντώνη Τρίτση αποπειράθηκε να αξιοποιήσει τη μοναστηριακή περιουσία. Η Εκκλησία την κατήγγειλε ότι δημεύει τα κτήματά της και το θέμα έκλεισε μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το οποίο επικαλούμενο τη Σύμβαση της Ρώμης κάλεσε το κράτος είτε να επιστρέψει στις μονές την περιουσία τους είτε να τις αποζημιώσει.
Σχετικά με το κοινωνικό έργο: η Εκκλησία έχει φροντίσει ώστε κανείς να μην ξέρει ακριβώς πόσο είναι το κοινωνικό της έργο, πώς ακριβώς συντελείται, σε πόσους και ποιους απευθύνεται… Το 1998 η κυβέρνηση Σημίτη επιχείρησε να καταγράψει αυτό το κοινωνικό έργο, στο πλαίσιο της καταγραφής όλων των δαπανών κοινωνικής προστασίας και με στόχο να εντοπιστούν τα μεγαλύτερα κενά ώστε να καλυφθούν.
Η Εκκλησία, όχι μόνον δεν ευνόησε αυτή την απόπειρα να καταγραφεί και να μετρηθεί (και ίσως να αξιολογηθεί) η κοινωνική της προσφορά, αλλά εμπόδισε την «εκδιαφάνιση». Μετά από πολλές περιπέτειες, δημοσιεύτηκαν κάποια στοιχεία: το 1998 η Εκκλησία συνεισέφερε κοινωνικό έργο με δαπάνη 50,2 εκατομμύρια δρχ. (σε σύνολο κοινωνικών δαπανών 8.669,2 δις), δηλαδή το 0,6% του συνόλου της κοινωνικής προστασίας και μάλιστα σε συνεργασία με 79 μη κυβερνητικές οργανώσεις. Άρα, δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι αντικαθιστά το κράτος προνοίας! Η αποτίμηση έγινε από τη Στατιστική Υπηρεσία (ΕΣΥΕ) και ήταν μια «χοντρική» πρώτη ανάγνωση – με την ελπίδα ότι θα οδηγούσε σε πληρέστερη καταγραφή, η οποία όμως δεν έγινε ποτέ.
Κύρια πηγή πληροφοριών ήταν η ετήσια έκδοση της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπου η φιλόπτωχη δραστηριότητα καταλαμβάνει μικρότερο χώρο από την προβολή των ιερών και «θαυματουργών» λειψάνων. Η Εκκλησία προτίμησε να αναδείξει το έργο της με τη μορφή αναμνηστικών φωτογραφιών σε ευλαβικές πόζες: η μοναδική ετήσια έκδοση είναι το «Δίπτυχο της Εκκλησίας της Ελλάδος» όπου προβάλλεται το βιογραφικό και η φωτογραφία του κάθε μητροπολίτη, απαριθμούνται τα ιερά λείψανα, καθώς και τα ιδρύματα κοινωνικής προστασίας (π.χ. ορφανοτροφεία) χωρίς καμιά ένδειξη του έργου που επιτελείται.
Διαφάνεια μηδενική, αποτελεσματικότητα άγνωστη: η Εκκλησία κατέχει πλήθος χέρσες εκτάσεις και έχει εμπλακεί σε κάμποσες αποτυχημένες επιχειρήσεις – η οικονομική διαιχείριση δεν είναι το φόρτε της. Επίσης, παρότι είναι μεγάλος εργοδότης, το κράτος πληρώνει, όπως προαναφέραμε, τους κληρικούς (και τις ανύπανδρες κορασίδες των κληρικών!), ενώ τα υψηλά κλιμάκια της ιεραρχίας χρησιμοποιούν το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας για να αποκτήσουν πολιτικό βήμα. Παραλλήλως, η Εκκλησία μεγεθύνει την εντύπωση του έργου της, φροντίζοντας ταυτοχρόνως να μην καταγράφεται πουθενά: πίστευε και μη ερεύνα!
Καθώς μπαίνουμε σε φάση πτώχευσης, οι εκκλησιαστικές αγαθοεργίες (θα επιμείνω ότι τα προβλήματα δεν λύνονται με αγαθοεργίες ακόμα κι αν τα μακαρόνια δεν είναι νερόβραστα) χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο της κοινωνικής πολιτικής. Η απαγόρευση του ψεύδους είναι η ένατη από τις Δέκα Εντολές, η Εκκλησία όμως διαπρέπει στις ψευδείς διαδόσεις: στην παπαδοχώρα όπου ζούμε εκλαμβάνονται ως η απόλυτη, θεάρεστη αλήθεια.