Φυσιολογική ζωή, χωρίς νηπιακό
εκφοβισμό
Έφη Τ., μηχανικός, Θεσ/νίκη, 49 ετών, 2 παιδιά.
«Γάλα τη Μεγάλη Παρασκευή;». Δεν το κατάλαβα με
την πρώτη, είχα το μυαλό μου στο παγωτό που κρατούσα στο χέρι και μόλις είχα διαλέξει.
«Ορίστε; Δεν σ’ άκουσα!». «Λέω, τρως γάλα σήμερα που είναι Μεγάλη Παρασκευή;!».
«Γιατί, τι έχει η Μεγάλη Παρασκευή;». «Νηστεία είναι, δεν τρώμε ούτε λάδι!».
Άντε τώρα να του εξηγήσεις, ότι δεν πιστεύεις στο
θεό, ότι δεν τρέμεις μην πας στην κόλαση (ή δεν ελπίζεις να πας στον παράδεισο)
κι ότι όλα αυτά είναι μυθολογία και μάλιστα κάποιου άλλου λαού. Να μπλέξεις για
άλλη μια φορά σε κουβέντες αδιέξοδες κι ατέρμονες, με ανθρώπους που κατά τα
άλλα, στην καθημερινότητά τους, μια χαρά ενσωματώνουν όλες τις «διαβολικές»
ανακαλύψεις επιστημόνων που, κόντρα στο «πίστευε και μη ερεύνα», ερεύνησαν,
κατανόησαν και εξήγησαν ένα σωρό φαινόμενα. Μήπως να μη μπλέξεις; Να μη μπεις
καν στη διαδικασία και να τους αφήσεις στην πλάνη τους;
Αυτό το ερώτημα, δεν το έχω απαντήσει ακόμη. Δεν
μπόρεσα να γενικεύσω τις επί μέρους παρατηρήσεις μου και τις «μελέτες
περίπτωσης» που έτυχε να συναντήσω. Η καθεμιά διαφορετική. Η καθεμιά με τις
ιδιαιτερότητές της. Γιατί το άλλο ερώτημα, το «υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός;»,
πραγματικά δεν θυμάμαι να με απασχόλησε ποτέ στα σοβαρά.
Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που τηρούσε τις
θρησκευτικές παραδόσεις εντελώς «χονδρικά», στα πλαίσια της κοινωνικής
συμβίωσης. Δεν μου είπε ποτέ κανείς να κάνω την προσευχή μου, ότι πρέπει να
νηστέψω και να κοινωνήσω, ότι οφείλω να εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου για να μην
πάω στην κόλαση.
Ο πατέρας μου, άνθρωπος σκεπτόμενος, με ανησυχίες
και δίψα για μάθηση. Τον θυμάμαι πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι. Στις πολύ παλιές
μου αναμνήσεις, με τα σκληρόδετα, αυστηρά, σχεδόν τρομακτικά –ίσως λόγω του
όγκου τους– βιβλία της Νομικής. Σπούδασε την αγαπημένη του επιστήμη, σε πείσμα
των τότε συνθηκών, που τον ανάγκασαν, για λόγους άμεσης επαγγελματικής
αποκατάστασης να αναβάλλει το όνειρό του. Αποφάσισε να το πραγματοποιήσει, όταν
είχε ήδη δημιουργήσει οικογένεια και είχε δυο παιδιά. Ακόμη τον θαυμάζω γι’
αυτό! Ακόμη θυμάμαι, σαν μέσα σε όνειρο, τις οικογενειακές εξορμήσεις στη
Θεσσαλονίκη «για τις εξετάσεις του μπαμπά». Ακόμη και σήμερα χαμογελάω όταν το
σκέφτομαι. Μετά, χάθηκαν οι χοντροί μαύροι τόμοι, τη θέση τους πήραν χάρτινα
εξώφυλλα. Πάντα χωμένος μέσα στα βιβλία του, ίσως και λίγο στον κόσμο του ώρες
ώρες, διάβαζε, ρουφούσε, έψαχνε απαντήσεις στα ερωτηματικά του. Μπορεί γι’ αυτό
να νιώθω ότι ποτέ δεν είχα τέτοιου είδους ερωτηματικά, ίσως ο πατέρας μου
πρόλαβε να λύσει τα δικά του εγκαίρως, πριν μου τα μεταδώσει.
Η μητέρα μου, άνθρωπος δημιουργικός και πρακτικός,
πάντα παρούσα και πρόθυμη, αλλά και με αρκετά «δεν ξέρω» έτοιμα για τις
δύσκολες και περίεργες ερωτήσεις, αυτές που θεωρούσε ότι δεν άρμοζε στην ηλικία
μας να απαντηθούν. Θυμάμαι με πόση λαχτάρα είχα τρέξει στο σπίτι να ξεδιαλύνω
την απορία μου, όταν κάπου στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, είχα δει στο
σχολείο εκείνο το ομοίωμα ανθρώπου που έδειχνε τα όργανα του ανθρώπινου σώματος.
Όλα στη θέση τους, όλα σε τάξη: η καρδιά, οι πνεύμονες, νεφρά, ήπαρ, πάγκρεας,
έντερα, όλα εκεί. Η ψυχή; Πού είναι η ψυχή; Τι μέγεθος έχει και τι σχήμα; Και
πού χωράει, αφού δεν μένει πουθενά κενός χώρος! Λες στο κεφάλι; Μα κι αυτό
γεμάτο είναι, δεν μπορεί! Κάπου θα είναι και δεν τη βλέπω! Είχα την ακλόνητη
πεποίθηση, πως όταν μας μιλούσε η δασκάλα για την ψυχή στα θρησκευτικά, έλεγε
αλήθεια και φυσικά, μιλούσε για κάτι χειροπιαστό, κάτι που έχουμε όλοι οι
άνθρωποι μέσα μας! Τόση απορία, τόση βιασύνη, τόση λαχτάρα, για να εισπράξω ένα
μεγαλοπρεπέστατο «δεν ξέρω»!
Μου άρεσε πάντα να διαβάζω, ήταν ένα παράθυρο στον
κόσμο τα βιβλία, όλα τα βιβλία, οποιουδήποτε είδους. Από τα σχολικά βιβλία
ιστορίας, μέχρι τις απίστευτες περιπέτειες του Ιουλίου Βερν, κι από την αρχαία
ελληνική μυθολογία, μέχρι τις ιστορίες της βίβλου, όλα με συνέπαιρναν, όλα με
ταξίδευαν σ’ άλλα μέρη και σ’ άλλες εποχές. Το ίδιο κι οι συζητήσεις του πατέρα
μου με γνωστούς, φίλους και συγγενείς, που τύχαινε ν’ ακούσω. Μου άρεσε να τον
ακούω να επιχειρηματολογεί ενάντια στις «γραφές» και τις δηλώσεις πίστης στο
υπέρτατο ον που μας δημιούργησε. Ρουφούσα την κάθε λέξη. Υπερασπιζόταν τον ορθό
λόγο και την επιστήμη κι εγώ ένιωθα περήφανη που ήμουν η κόρη αυτού του
ανθρώπου, που κατατρόπωνε με το λόγο του τους συνομιλητές του! Πολλές φορές οι τόνοι
ανέβαιναν –αυτό συμβαίνει συνήθως όταν τελειώνουν τα επιχειρήματα άλλωστε– κι
οι συζητήσεις κατέληγαν σε δηλώσεις σεβασμού των απόψεων του καθενός.
Κι αργότερα, αυτό έγινε παιχνίδι! Παιχνίδι
σκανταλιάρικων παιδιών που θέλουν να γλιτώσουν το μάθημα. Κι έτσι, στα χρόνια
του Γυμνασίου και του Λυκείου, βρέθηκα να απασχολώ τους θεολόγους του σχολείου
με τις απορίες και τις ανησυχίες μου τόσο πολύ, που μάθημα δεν προλάβαιναν να
κάνουν. Φεύγαμε όλοι ευχαριστημένοι, όταν χτυπούσε το κουδούνι για διάλειμμα: οι
συμμαθητές γιατί δεν είχαμε προλάβει να πούμε το «παρακάτω μάθημα», οι
καθηγητές, γιατί είχαν πολεμήσει να φέρουν στον ίσιο δρόμο ένα εν δυνάμει
«απολωλός πρόβατον», κι εγώ, γιατί πραγματικά με διασκέδαζε όταν τους έφτανα
σχεδόν στα όρια της υπομονής τους.
Μου προκαλούσε πάντα μεγάλη απορία, πώς γίνεται,
στη σημερινή εποχή της καινοτομίας, της ταχύτατης επιστημονικής και
τεχνολογικής προόδου, της άρσης κάθε είδους εμποδίου στην επικοινωνία, να
υπάρχουν τόσο πολλοί άνθρωποι που πιστεύουν στις απλοϊκές ιδέες ενός αρχαίου λαού
νομάδων γιδοβοσκών. Τι το ανώτερο έχει η βιβλική Γένεση, από την αρχαιοελληνική
κοσμογονία. Πώς γίνεται να μην βλέπουν όλοι αυτοί οι πιστοί, τα κοινά σημεία
στις μυθολογίες σχεδόν όλων των λαών; Κι ακόμη πιο ανεξήγητο, πώς οι ίδιοι που
απορρίπτουν τα ιερά βιβλία άλλων θρησκειών, ως κακογραμμένα παραμύθια,
αποδέχονται ως αληθινά τα κακογραμμένα παραμύθια της δικής τους θρησκείας! Πόσες
παραδοχές αναγκάζεται να κάνει κάποιος, για να θεωρηθούν σοφά και άγια τα λόγια
της παλαιάς και της καινής διαθήκης; Είναι αλληγορικά, είναι απλοϊκά γραμμένα,
γιατί απευθύνονταν αρχικά σε αγράμματους ανθρώπους κι έπρεπε να γίνουν
κατανοητά, τα βαθιά νοήματα είναι κρυμμένα πίσω, κάτω, ανάμεσα στις λέξεις κλπ
κλπ κλπ.
Στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον δεν υπήρχε
κάποιος ένθερμος υποστηρικτής όλων αυτών, μέχρι που εκδηλώθηκε μία θεία! Η εξ’
αγχιστείας θεία, που λόγω χιλιομετρικών αποστάσεων, δεν συναντιόμασταν συχνά,
παρά μόνο μια δυο φορές το χρόνο. Η θεία που πιθανότατα πάντα τόσο πιστή και
θρήσκα ήταν, απλά εγώ ήμουν πολύ μικρή για να το διαπιστώσω. Η ταλαίπωρη,
δύστυχη, αλλά και τόσο αγωνίστρια θεία, που επί 30 σχεδόν χρόνια πάλευε με
νύχια και με δόντια με την ασθένεια της κόρης της και, κόντρα σε κάθε πρόβλεψη,
νικούσε, μέχρι που νικήθηκε με τον πιο οριστικό τρόπο. Σε όλο αυτόν τον δύσβατο
δρόμο, περπατούσε αγόγγυστα, ακούραστα και στην κυριολεξία με το σταυρό στο
χέρι! Πίστη στο θεό, μελέτη των ιερών κειμένων, εκπλήρωση θρησκευτικών
καθηκόντων ανελλιπώς, κι όλα με θέρμη, με απόλυτη αφοσίωση, με αληθινή και βαθιά
πεποίθηση, ότι ο θεός είναι μεγάλος, ότι ο θεός είναι αγάπη, ότι σκοπός του
ανθρώπου είναι η θέωση, ότι πρέπει ο άνθρωπος ν’ αγωνιστεί για να κερδίσει τον
παράδεισο. Και παράλληλα νοσοκομεία, νοσηλείες, επιμόρφωση για την ασθένεια,
μαθήματα φυσικοθεραπείας, για να μπορεί να συνεχίζει τη σωστή θεραπεία κατ’
οίκον, ξενύχτια κι όλα τα παρεπόμενα μια χρόνιας ασθένειας, με προδιαγεγραμμένη
κατάληξη. Αγώνας δρόμου κόντρα στο θάνατο κι ο νικητής γνωστός.
Στο τέλος αυτής της διαδρομής ήταν που κατέρρευσε
ο κόσμος μου. Εκεί στην άκρη του διαδρόμου ενός νοσοκομείου. Το μυαλό μου
έμοιαζε να παίρνει στροφές ατελείωτες με ιλιγγιώδη ταχύτητα, προσπαθώντας ίσως
να τακτοποιήσει τα πράγματα μέσα του. Δεν χωρούσαν! Λίγη ώρα πριν, η εξαδέλφη
μου, είχε αφήσει την τελευταία της πνοή, μετά από ατέλειωτες ώρες ταλαιπωρίας.
Είχα συγκλονιστεί απ’ το θάνατο, απ’ τα βάσανα της κοπέλας, απ’ την απελπισία
που ‘χα δει ζωγραφισμένη στα μάτια του πατέρα της, από το άδειο βλέμμα του
αδελφού της κι από την ηρεμία της μητέρας της.
Η μητέρα της…. η θεία…. Όλες αυτές τις ώρες της
ατέλειωτης αναμονής και της απόλυτης απελπισίας για εμένα, εκείνη ήταν τελείως
ψύχραιμη. Με κάποιο ιερό βιβλίο στο χέρι που δεν αναγνώρισα, ίσως η καινή
διαθήκη ή οι ψαλμοί; Ποιος ξέρει… Διάβαζε στην κόρη της, έψελνε, σε κάποιες
στιγμές διαύγειας ακολουθούσε και η κοπέλα, η εξαδέλφη μου, προετοίμαζαν την
ψυχή της για την έξοδο. Για την άνοδο στον παράδεισο. Κι εγώ, στα όρια της
κατάρρευσης, δεν μπορούσα να πιστέψω, ότι η κοπέλα πέθαινε στα 31 της κι η μάνα
της, με απόλυτη πίστη κι αφοσίωση στο θεό, στον ίδιο θεό που αποφάσισε να
στερήσει τη ζωή από ένα νέο άνθρωπο, προσευχόταν για τον παράδεισο!
Ήταν ο τρόπος της για να αντέξει τον απόλυτο πόνο
της απώλειας ενός παιδιού; Για να σταθεί όρθια και να συμπαρασταθεί στο κορίτσι
της μέχρι την τελευταία της πνοή; Ήταν η τελευταία και μοναδική παρηγοριά της,
ότι η κόρη της θα πήγαινε κάπου καλύτερα, κι ας την στερούνταν για πάντα; Ίσως.
Πάντως εμένα μου φαινόταν όλα αυτά στα όρια της παραφροσύνης – ή και πέρα από
αυτά. Έβρισκα τελείως λογικό που χρειάστηκε να κρατώ μ’ όλη μου τη δύναμη τον
θείο μου, για να μην χτυπάει άλλο το κεφάλι του στον τοίχο, και τελείως
παράλογη την ηρεμία της θείας μου. Ήρθε κι ο ρασοφόρος που είχαν καλέσει, ένας
μελαχρινός μικροκαμωμένος νεαρός με ευγενική φυσιογνωμία, βγήκαμε έξω, έμειναν
μόνοι για λίγο μάνα, πατέρας και κόρη μαζί του, κι όταν βγήκαν, η θεία μου
ήταν… πώς να πω «τρισευτυχισμένη» για μια γυναίκα που περιμένει την κόρη της να
πεθάνει; Κι όμως, αυτήν την εντύπωση έδινε η όψη της. Χαμογελούσε, κι έλεγε
δεξιά κι αριστερά, ότι ο ρασοφόρος είπε πως το ταβάνι του δωματίου ήταν «Γεμάτο
αγγέλους! Γεμάτο σας λέω! Την περιμένουν για να την οδηγήσουν».
Κι η κοπέλα τελείωσε αθόρυβα, ήσυχα, ήρθαν οι
γιατροί, βεβαίωσαν το γεγονός, κι άρχισε το πήγαινε-έλα. Κυρίες με κότσους και
μακριές φούστες πηγαινοέρχονταν πυρετωδώς, για να γίνουν όλα όπως πρέπει. Παπάδες,
γιατροί, νοσηλευτές, συγγενείς, αδελφός σε πλήρη σύγχυση, συνεννοήσεις, φορεία,
όλα κουβάρι… κι εγώ εκεί στην άκρη του διαδρόμου, να σκέφτομαι ασταμάτητα κι
άθελά μου. «Μα τι λένε; Τι κάνουν όλοι αυτοί; Τι παράδεισο; Το κορίτσι
τελείωσε! Δεν θα την ξαναδούμε ποτέ πια. Κι οι άγγελοι; Πού τους βάζεις τους
αγγέλους; Τι δουλειά είχαν στο ταβάνι; Έχει σημασία ο όροφος που βρισκόμαστε;
ΜΑ ΤΙ ΛΕΝΕ; Ποιος θεός; Ποια άφεση αμαρτιών; Ποια τρομερή αμαρτία είχε αυτή η
κοπέλα, κι έπρεπε να πεθάνει εξ’ αιτίας της; Κι αφού έπρεπε να πεθάνει ως
αμαρτωλή, τι δουλειά έχει να πάει στον παράδεισο; Πώς είναι όλοι τόσο σίγουροι;
Και πώς αυτή η μάνα δοξάζει τ’ όνομα του υψίστου που έκανε τέτοιο κακό στο
παιδί της; Αν το ’χε κάνει άνθρωπος, θα τον είχε ξεσκίσει με τα ίδια της τα
χέρια! Αυτός που λέγεται θεός γιατί δικαιούται να το κάνει; Κι ο θεός που
πιστεύει είναι δίκαιος, είναι αγάπη, έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’
ομοίωσίν του; ΜΑ ΤΙ ΛΕΝΕ;!»
Ένιωθα σαν να είχα παγιδευτεί μέσα στον εφιάλτη
κάποιου άλλου. Ένιωθα πως δεν μπορεί να συνέβαιναν όλα αυτά, αυτή τη στιγμή, πως
είχαν όλοι παραφρονήσει ξαφνικά. Βγήκα από το κτήριο του νοσοκομείου
παραζαλισμένη. Ένιωσα τον ήλιο και τον αέρα μ’ ευγνωμοσύνη μόλις βγήκα έξω,
μετά έπρεπε να βρω ταξί, να πάω στο σταθμό των τρένων, η διαδικασία με ηρέμησε,
τακτοποιήθηκαν οι σκέψεις μου, χαλάρωσε το μυαλό μου. Το βράδυ, ταξιδεύοντας
για τον τόπο της κηδείας, έστειλα μήνυμα στον αγαπημένο μου φίλο, από τα
φοιτητικά μας χρόνια ακόμη, για να τον ενημερώσω. Του έγραψα «Αν είχα ποτέ στη
ζωή μου, την παραμικρή αμφιβολία βαθιά μέσα μου για την ύπαρξη του θεού, τώρα
είμαι πια εντελώς σίγουρη: ΔΕΝ υπάρχει θεός. Η εξαδέλφη μου πέθανε, μετά από
ατέλειωτες ώρες – κάθε ανάσα της ένας απίστευτος αγώνας. Όχι, δεν υπάρχει
θεός».
Αυτό το επεισόδιο θεωρώ πως ήταν ό,τι πιο κοντινό
στον αποχαιρετισμό της θρησκευτικής πίστης έζησα – αν μπορεί να ονομαστεί έτσι.
Εκεί έζησα τα πιο έντονα κι αρνητικά αντιθεϊστικά συναισθήματα. Κι ίσως, εκείνη
την ημέρα να αυτοπροσδιορίστηκα ως «άθεη». Μάλιστα, για ένα διάστημα, ένθερμη
άθεη, έτοιμη πάντα για επιχειρήματα, κουβέντα κι υποστήριξη της θέσης μου. Τώρα
πια, έχει καταλαγιάσει μέσα μου αυτή η εχθρότητα. Όχι γιατί άλλαξα γνώμη. Απλά
γιατί, στη συναναστροφή μας με άλλους ανθρώπους, καμιά φορά σκέφτεται κανείς
πως δεν ωφελεί σε τίποτα να κάνεις τον άλλο εχθρό σου (ή να τον βλέπεις εσύ ως
εχθρό σου). Κι όσο η άποψη του διπλανού σου, δεν επηρεάζει αρνητικά τη ζωή σου,
αλλά και τη σχέση σου μαζί του, δεν υπάρχει λόγος αντιπαλότητας. Γι’ αυτό
λοιπόν, ένα απλό «Εγώ τρώω τα πάντα, όλες τις ημέρες του χρόνου. Εμένα δεν με
ενοχλεί που εσύ τη μεγάλη Παρασκευή δεν τρως τίποτα. Σε πειράζει που εγώ τρώω
απ’ όλα;», πολλές φορές είναι αρκετό για να κάνει σαφή τη θέση σου, χωρίς πολλά
πολλά περιθώρια συζητήσεων.
Βέβαια, δεν παύω ποτέ να εκπλήσσομαι από τις
συμπεριφορές των ανθρώπων που πιστεύουν. Πώς γίνεται να παρουσιάζουν συμπεριφορά
παράφρονα, στα θέματα που σχετίζονται με την πίστη τους, αλλά να είναι
φυσιολογικοί άνθρωποι σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή τους;
Ο θεός της θείας, της επεφύλασσε κι άλλες
εκπλήξεις στο δρόμο για τον παράδεισο. Έχασε και το δεύτερο παιδί της, με
τραγικό τρόπο και σε περίοδο που η ίδια είχε σοβαρότατα προβλήματα υγείας. Δεν
θα ξεχάσω ποτέ τη μορφή της, μισοσκυμμένη πάνω από το φέρετρο του γιου της, με
τα μαλλιά να κρέμονται ξέπλεκα, με το βλέμμα της τρελής –λόγω των δυνατών
φαρμάκων που έπαιρνε για την αρρώστια της; λόγω της τραγικής απώλειας;– ίσα που
να στέκεται στα πόδια της. Έστελνε δέηση στο θεό της, να δεχτεί το γιο της στον
παράδεισο. Προσευχόταν κι έψελνε. Προσευχόταν ακόμη σ’ αυτόν που της πήρε τα
δυο παιδιά της! Τι να πεις όμως γι’ αυτήν τη μάνα; Δικαιούται να παραφρονήσει.
Όμως η φίλη–συμπαραστάτρια που της είπε όλο χαρά μετά την κηδεία, «Μη
στεναχωριέσαι καθόλου! Προσευχόμαστε ΟΛΕΣ νύχτα–μέρα! Δεν χρειάζεται ν’
ανησυχείς!», αυτή; Πώς να δικαιολογήσεις αυτή τη συμπεριφορά; Δεν είναι
συμπεριφορά παράφρονα;
Όπως παρομοίως παράφρων πρέπει να ήταν και η κυρία
που, ως παρηγορία, είπε στον θείο μου, την ημέρα της κηδείας της «Τι να κάνουμε;
Την αγάπησε ο θεός και την πήρε. Θα είναι καλά εκεί που θα πάει τώρα». Γιατί εν
τέλει, η αστείρευτη πίστη της θείας, η απόλυτη εμπιστοσύνη της στο θεό, που δεν
χάθηκαν ούτε για μια στιγμή, παρά την τραγικότητα της απώλειας δύο παιδιών, δεν
τη γλίτωσαν από κανένα βάσανο. Πέθανε μετά από μακρά κι επίπονη ασθένεια δύο
περίπου ετών. Τόσο πολύ την αγάπησε ο θεός της, που ακόμη κι ο θάνατός της ήταν
αργός.
Παρόλα αυτά, ο θείος μου, μετά από μερικές ώρες,
μου είπε πως ένιωσε μια ηρεμία μέσα του, την ώρα της κηδείας της, μέσα στην
εκκλησία. Πως επειδή η ίδια πίστευε πάρα πολύ, ήταν πολύ συμφιλιωμένη με την
ιδέα του θανάτου της. Είχαν ήδη αποχαιρετιστεί εν ζωή, κι ένιωσε πως η
χριστιανική τελετή, σφράγισε τη διαδικασία με το τέλος που η ίδια θα ήθελε.
Παραφροσύνη; Ίσως. Κι αυτός τη δικαιούται. Αλλά,
αν αυτού του είδους η παραφροσύνη τον βοηθάει να σταθεί όρθιος, μετά από αυτήν
την περιπέτεια ζωής, ποια είμαι εγώ που θα τον κρίνω;