Η κυβέρνηση δεν έπεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, με την πρόταση δυσπιστίας. Ούτε πρόωρες εκλογές προκηρύχθηκαν, ούτε παρενέβη η ευρωπαία εισαγγελέας να ανατρέψει τον Μητσοτάκη, ούτε εμφανίστηκαν εδώ πέρα τίποτα διεθνείς παρατηρητές, όπως διακινούσαν κάποιοι αστείοι.
Αντίθετα, η πρόταση δυσπιστίας έδωσε ανάσα στον πρωθυπουργό, παρεμπιπτόντως και στον Καραμανλή.
Οι δύο αναγκάστηκαν πράγματι να εμφανιστούν ενώπιον της Βουλής και να δώσουν εξηγήσεις για τα Τέμπη -«σύρθηκαν», ισχυρίστηκε η αντιπολίτευση. Αλλά αυτό μάλλον ως ευκαιρία λειτούργησε και για τους δύο: εξήγησαν και ξεκαθάρισαν τα γεγονότα, διά παντός. Τα υπόλοιπα στη Δικαιοσύνη.
Για τον κ. Μητσοτάκη η ευκαιρία ήταν διπλή: επειδή ουσιαστική αντιπολίτευση ακόμη δεν υπάρχει και τον ρόλο έχει αναλάβει μια μερίδα εκδοτικών-επιχειρηματικών συμφερόντων, αξιοποίησε τη Βουλή για να στείλει ξανά τα απαραίτητα μηνύματα.
Βλέπω και ένα τρίτο κέρδος για τον Μητσοτάκη: η τριήμερη δοκιμασία που πέρασε η κυβέρνησή του συμπυκνώνεται σε ένα ερώτημα: Ποια είναι η εναλλακτική πρόταση εξουσίας πέρα από την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε το «μέτωπο»; Καμία.
Αν τελεσφορούσε η δυσπιστία, και έχανε η κυβέρνηση τη νωπή εντολή της, τι θα συνέβαινε στη χώρα την επόμενη μέρα; Με ποιο κομματικό όχημα θα αναλάμβανε η κοινωνία το ρίσκο; Κανένα. Για μια ακόμη φορά, λοιπόν, δίπλα σε ένα έξαλλο, συνωμοσιολογικό και μισαλλόδοξο «μέτωπο», ο Μητσοτάκης αναδείχτηκε η μόνη αξιόπιστη επιλογή.
Για τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή δεν είχαμε αυταπάτες. Καμία στροφή προς τη σοβαρότητα και το Κέντρο δεν σημειώθηκε, παρά την αλλαγή ηγεσίας. Επικράτησαν οι κραυγές για «πρόωρες εκλογές», «νοθεία» και άλλες θεωρίες συνωμοσίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπονόμευσε ακόμη και το «μέτωπο» που συνασπίστηκε με τις ευλογίες του, με τον ίδιο τον Κασσελάκη να σκοτώνει την πρωτοβουλία Ανδρουλάκη πριν αυτή ξεκινήσει, δηλώνοντας ευθαρσώς ότι η δυσπιστία είναι σόου χωρίς ουσία και «κοκορομαχία»!
Κατά την τριήμερη συζήτηση θριάμβευσαν, δυστυχώς, τα δήθεν επιχειρήματα ενός ακραίου πολιτικού, που πούλησε επιδέξια ό,τι ψεκασμένο σενάριο κυκλοφορεί για τα Τέμπη... Από τα τρένα που μετέφεραν απαγορευμένα υλικά ως την εξαΰλωση βαγονιών και τα ύποπτα χαλίκια του «μπαζώματος», διακινήθηκαν ύπουλα αστήρικτες και δηλητηριώδεις θεωρίες ώστε να κατηγορηθεί η πολιτεία ότι δήθεν συγκαλύπτει το δυστύχημα.
Το ΠΑΣΟΚ δεν είχε κανένα λόγο να ακολουθεί τον Βελόπουλο και τον ΣΥΡΙΖΑ σε αυτά τα μονοπάτια. Κανένα λόγο να συντάσσεται δίπλα σε μια αντιπολίτευση τόσο ευτελή και τόσο ιδιοτελή και να υιοθετεί όλες τις θεωρίες συνωμοσίας των ακτιβιστών της ακρότητας. Γιατί να συμπορεύεται με τύπους που αμφισβητούν την υπόσταση και λειτουργία τής εδώ και 50 χρόνια εδραιωμένης Δημοκρατίας μας και ζητούν παρατηρητές στις εκλογές; Και, εν τέλει, η αίσθηση λαϊκών δικαστηρίων θυμίζει σε πολλούς την περίοδο 2011-2015, και όχι μόνο δεν βοηθάει το ΠΑΣΟΚ αλλά συμβάλλει στην επανασυσπείρωση δυνάμεων που τα πολέμησαν όλα αυτά, γύρω από τη Νέα Δημοκρατία.
Συνολικά, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης δεν εισέπραξαν κάτι δια της δυσπιστίας. Έδειξαν αδύναμες και διχασμένες. Εγκλωβίστηκαν σε ένα σενάριο υπερβολής με μονταζιέρες, «αδίστακτες αγέλες εξουσίας», συγκαλύψεις και δολοφόνους, διανθισμένο από μια αδιανόητη αμφισβήτηση των εκλογών, του κράτους δικαίου και της Δημοκρατίας.
Όταν πρόεδρος κόμματος μιλάει για παραίτηση του πρωθυπουργού και βουλευτικές εκλογές και μάλιστα με ξένους επιβλέποντες φέρνει στην επιφάνεια μια άνευ όρων τοξικότητα και ένα επικίνδυνο αντισυστημισμό.
Αν στόχος του Νίκου Ανδρουλάκη ήταν να διαγκωνιστεί με τον Κασσελάκη, ενόψει ευρωεκλογών, τότε βρήκε τον πιο ακατάλληλο τρόπο.
Πιθανόν στον ανταγωνισμό για τη δεύτερη-τρίτη θέση να βρίσκεται το μυστικό για την πρόταση δυσπιστίας, με την επίκληση του ρεπορτάζ του «ΒΗΜΑΤΟΣ», που ειδικά το ΠΑΣΟΚ έτρεξε πρώτο να κρεμαστεί πάνω του. Δίνοντας έτσι την ευκαιρία στην κυβέρνηση να ισχυριστεί ότι το δημοσίευμα του «ΒΗΜΑΤΟΣ» ήταν ένα προσυνεννοημένο πυροτέχνημα στην υπηρεσία της αντιπολίτευσης.
Στη Βουλή, ωστόσο, το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε καν να εξηγήσει τα περί μονταζιέρας στις ηχογραφημένες συνομιλίες των Τεμπών του «ΒΗΜΑΤΟΣ». Ούτε να στηρίξει τα περί πολιτικής ευθύνης. Τι ακούμε σε αυτές; «Έφυγες, έφυγες» λέει ο σταθμάρχης σε κάποιον μηχανοδηγό, αλλά αυτός -λέει- ήταν άλλης αμαξοστοιχίας, όχι της μοιραίας. Και λοιπόν; Ο μηχανοδηγός της μοιραίας αμαξοστοιχίας έφυγε μόνος του; Μόνος του πήρε τη γραμμή ανόδου; Ή τον έβαλε εκεί η κυβέρνηση; Μιάμιση ώρα πήγαινε στη γραμμή για σύγκρουση. Γιατί δεν τηρήθηκε ο γενικός κανονισμός; Εξάλλου, ο ίδιος ο σταθμάρχης παραδέχτηκε το εγκληματικό λάθος του.
Τι κέρδισε, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ με την πρόταση δυσπιστίας;
Σίγουρα όχι το κεντρώο ακροατήριο. Όταν η πρόταση δυσπιστίας συνυπογράφεται και συνδιαμορφώνεται από ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά, Πλεύση Ελευθερίας, θα πρέπει να αναμένεται ότι ένα ποσοστό κεντρώων και κεντροαριστερών ψηφοφόρων αρχίζει να ανησυχεί, γιατί δεν πιστεύει σε τέτοιες επικίνδυνες συμπλεύσεις και συνεργασίες.
Πιθανόν για τον Νίκο Ανδρουλάκη η τριήμερη συζήτηση στήθηκε για να δηλώσει την παρουσία του, αφού νιώθει να «πνίγεται» από την υπερπροβολή του Κασσελάκη. Ήταν ίσως μια ευκαιρία να καβαλήσει το κύμα της δυσαρέσκειας για τα Τέμπη, ενώ προηγουμένως είχε αποτύχει να πείσει σε κρίσιμα νομοσχέδια, όπως η ισότητα στο γάμο και τα πανεπιστήμια. Πιθανόν επεδίωξε να διεκδικήσει (ξανά) τα πρωτεία της κατακερματισμένης αντιπολίτευσης -άπιαστος στόχος με βάση τις τελευταίες δημοσκοπήσεις.
Δεν μπορεί, όμως, κάθε φορά που ένα κόμμα έχει εμφανείς αδυναμίες να κάνει σοβαρή πολιτική, να αγκιστρώνεται σε μια σκανδαλολογία και να πριμοδοτεί έξαλλους συνεταίρους. Ούτε να επιτρέπει, μέχρι να γίνουν οι ευρωεκλογές, η μάχη για τη δεύτερη θέση να οδηγεί σε επικίνδυνες αγριότητες τους εμπόρους των νεκρών.