του Ηλία Μαγκλίνη, Καθημερινή, 23/3/2020
JAMES GLEICK: Ταξίδι στον χρόνο. Η ιστορία
μτφρ. Γιώργος Κυριακόπουλος, επιμ. Νέστορας Χούνος
εκδ. Τραυλός, 2019, σελ. 450
Σήμερα, ο οποιοσδήποτε προβληματισμός, φιλοσοφικός, επιστημονικός ή και στο πλαίσιο μιας αφήγησης, πάνω στην έννοια του χρόνου φαίνεται απολύτως δεδομένος. Στη δε επιστημονική φαντασία, αλλά και σε μεγάλη μερίδα της σοβαρής επιστημονικής κοινότητας, η ιδέα μιας μετάβασης στο παρελθόν ή στο μέλλον, είναι πλέον πολύ διαδεδομένη, τόσο που να νομίζουμε ότι έτσι ήταν πάντα. Κι όμως δεν ήταν.
Όπως λέει ο Τζέιμς Γκλάικ στο «Ταξίδι στον χρόνο. Η ιστορία», η ιδέα ότι θα μπορούσε ο άνθρωπος να μετακινηθεί στον χρόνο όπως κάνει στον χώρο, προέκυψε πολύ πρόσφατα: γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Πριν από αυτό το όριο, ο χρόνος ήταν για τον άνθρωπο κάτι περίπου αυτονόητο, με την έννοια ότι το περίφημο «βέλος του χρόνου», όπως το είχε ορίσει ο Νεύτωνας, ήταν σταθερό, πήγαινε πάντοτε προς μία κατεύθυνση και κάπου εκεί τελείωναν όλα.
Βεβαίως, ο χρόνος προκαλούσε πάντοτε βαθιά αγωνία. Στη μεγάλη ενότητα με τον τίτλο «Γερο-Χρόνος» που αφιερώνει ο ιστορικός τέχνης Ερβιν Πανόφσκι στο βιβλίο «Μελέτες εικονολογίας. Ουμανιστικά θέματα στην Τέχνη της Αναγέννησης» (μτφρ. Α. Παππάς, Νεφέλη, 1991), αναλύει πώς μέσα από τη ζωγραφική ο άνθρωπος εξέφρασε έναν τρόμο απέναντι στον χρόνο και στο ανελέητο πέρασμά του. Τον ταύτισε με τον Κρόνο («ο πιο ξερός, πιο ψυχρός και πιο αργός στην κίνηση πλανήτης, ήταν συνυφασμένος με τα γηρατειά, την έσχατη πενία και τον θάνατο»), με την καταστροφή αλλά και με τον Χάρο (συχνή η εικόνα του «αδυσώπητου, κανιβαλικού, δρεπανηφόρου Κρόνου») και άλλοτε θεωρήθηκε μια «συμπαντική και ανεξιχνίαστη δύναμη που, μέσω ενός κύκλου γέννησης και καταστροφής, προκαλεί αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί κοσμική συνέχεια».
Την ίδια στιγμή, οι νεοπλατωνιστές φιλόσοφοι, και ειδικά ο Πλωτίνος, ταύτισαν τον χρόνο-Κρόνο με τον φιλοσοφικό και τον θρησκευτικό στοχασμό, παρότι, όπως παρατηρεί πάντοτε ο Πανόφσκι, «ακόμα και αυτή η νεοπλατωνική “αναθεώρηση”» θα οδηγήσει εντέλει στην ταύτιση του Κρόνου (και του χρόνου) με τη μελαγχολία.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τον φιλοσοφικό και θρησκευτικό στοχασμό πάνω στον χρόνο, δεν γίνεται να μη μνημονεύσουμε τον Ιερό Αυγουστίνο. Πέρα από το ότι σηματοδότησε προφητικά σχεδόν την έλευση του δυτικού ανθρώπου όπως τον κατανοήσαμε από τον Μεσαίωνα κι έπειτα, και κυρίως μετά την Αναγέννηση, συνδυάζοντας αριστουργηματικά στον λόγο και στη σκέψη του τον φιλοσοφικό στοχασμό των Ελλήνων με τον ψαλμό των Γραφών, ο Αυγουστίνος είχε μια τρομακτική εμμονή με τον χρόνο (και τη μνήμη). Στις «Εξομολογήσεις» του, οι γεμάτοι αγωνία (ακόμα και σπαραγμό) συλλογισμοί του πάνω στο αίνιγμα του χρόνου προχωρούν τόσο πολύ, που θα έλεγε κάποιος πως ακραγγίζει εντελώς σύγχρονες έννοιες της φυσικής.
Το γεγονός, πάντως, παραμένει. Έως τον 19ο αιώνα, ουδέποτε ο άνθρωπος σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να ταξιδέψει στον χρόνο. Μπορεί να φαντάστηκε ταξίδια σε άλλους κόσμους, στο φεγγάρι και στα άστρα (ή στο κέντρο της Γης ή ακόμα και στην κόλαση), ο χρόνος όμως αφέθηκε στην ησυχία του. Η ιδέα έγινε κοινός τόπος (έως και εμμονή) μονάχα μέσα στον 20ό αιώνα, στη λογοτεχνία, στην τηλεόραση και στο σινεμά. Σταχυολογώ πρόχειρα ταινίες: «La Jette» (1962), «Αεροπλανοφόρο “Νίμιτς”» (1980), «Κάποτε στον χρόνο» (1980), «Το πείραμα της Φιλαδέλφεια» (1984), «Επιστροφή στο μέλλον» (1985), «Η Πέγκι Σου παντρεύτηκε» (1986) κ.ά.
«Το ταξίδι στον χρόνο», γράφει ο Γκλάικ, «μοιάζει με παλαιά παράδοση, ριζωμένη στις αρχαίες μυθολογίες, εξίσου παλαιά όσο οι θεοί και οι δράκοντες. Αλλά δεν είναι. Μολονότι οι αρχαίοι φαντάζονταν την αθανασία και την αναγέννηση και τους τόπους των νεκρών, οι μηχανές του χρόνου βρίσκονταν πέρα από τα όρια της αντίληψής τους. Το ταξίδι στον χρόνο είναι μια φαντασίωση της σύγχρονης εποχής».
Το όνομα-κλειδί εδώ είναι ο Τζορτζ Χέρμπερτ Ουέλς, ο συγγραφέας της «Μηχανής του χρόνου». «Όταν ο Ουέλς, στο φωτισμένο από έναν λύχνο δωμάτιό του, φανταζόταν μια μηχανή του χρόνου, επινοούσε ταυτοχρόνως έναν νέο τρόπο σκέψης», σχολιάζει ο Γκλάικ. «Γιατί αυτό δεν συνέβη νωρίτερα; Και γιατί συνέβη τώρα;», αναρωτιέται αμέσως μετά.
Πράγματι, γιατί; Συνηθίζουμε να λέμε ότι ορισμένοι συγγραφείς είναι «πιο μπροστά από την εποχή τους», η αλήθεια όμως είναι ότι αποτελούν περισσότερο παράγωγα της εποχής τους. Ο Ουέλς είναι το προϊόν της εποχής του και του τόπου του. Η βικτωριανή Αγγλία του 1890 απέκτησε αίφνης τεράστια φαντασία, απόρροια της βιομηχανικής, τεχνολογικής προόδου αλλά και της έξαρσης του αποκρυφισμού. Η έλευση του ηλεκτρισμού, οι έρευνες των φυσικών πάνω στη φύση του φωτός και του ηλεκτρομαγνητισμού, και των μαθηματικών πάνω στη γεωμετρία και στον χώρο, αλλά και η τεράστια μόδα των συνεδριών με μέντιουμ όπου (υποτίθεται ότι) καλούνταν πνεύματα και οι πεθαμένοι εμφανίζονταν μέσα από τα μυστηριώδη «εκτοπλάσματα», οδήγησε σε νέες, ριζοσπαστικές ιδέες περί άλλων διαστάσεων.
Αυτή ήταν μια παράπλευρη συνέπεια της διαδεδομένης τότε φήμης ότι οι μαθηματικοί έκαναν υπολογισμούς και εξισώσεις λογαριάζοντας επιπλέον διαστάσεις. «Αλαφροΐσκιωτοι» (όπως ο Αρθουρ Κόναν Ντόιλ, μεταξύ αυτών) αλλά και κληρικοί που ήθελαν να τονώσουν το μεταφυσικό αίσθημα του κόσμου (το οποίο φοβούνταν πως είχε βληθεί μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση), νόμιζαν πως βρήκαν στα μαθηματικά την εγκυρότητα που αποζητούσαν, διαστρεβλώνοντας όμως την πραγματικότητα: ιδού που υπάρχουν, είπαν, άλλες διαστάσεις – και σε αυτές κατοικούν τα πνεύματα των νεκρών, οι άγγελοι, ακόμα και ο Θεός ο ίδιος: στην 4η διάσταση!
Εννοείται πως οι όντως καινοφανείς μαθηματικές θεωρίες της εποχής (από τον Μοέμπιους και τον Κλάιν έως τους Γκάους και Λομπατσέφσκι, αλλά με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον περίφημο Μπέρνχαρντ Ρίμαν, ο οποίος ξεπέρασε την ευκλείδεια γεωμετρία, «μετρώντας» πλέον σε έναν χώρο όχι ευθύγραμμο αλλά καμπύλο), ήταν ασκήσεις επί χάρτου και ουδεμία σχέση είχαν με πραγματικές διαστάσεις στον χώρο. Για τους μαθηματικούς, το λογικό δεν χρειάζεται να συμβαδίζει με το εμπειρικό. Αλλά ας είναι.
Η αλήθεια είναι ότι ήταν μια εποχή «θαυμάτων», ειδικά στις επιστήμες (αλλά και στις τέχνες). Στα 1908, ο Πολωνογερμανός μαθηματικός Χέρμαν Μινκόφσκι εξέφρασε μια απίθανη ιδέα όταν ανακοίνωσε πως ως ξεχωριστές έννοιες ο χώρος και ο χρόνος είναι «καταδικασμένες να σβήσουν και να γίνουν απλώς σκιές, και μόνο κάποιου είδους ένωση των δύο θα διατηρήσει μια ανεξάρτητη πραγματική ύπαρξη». Τον Μινκόφσκι θα επικυρώσει περίτρανα ο Αϊνστάιν ελάχιστα χρόνια μετά με τις δύο θεωρίες του περί Σχετικότητας.
Ο Γκλάικ γράφει πως κάτι απ’ όλα αυτά «άρπαξε» στον αέρα πολύ νωρίς ο ευφυής Ουέλς. Και όχι μόνον: η τεράστια πρόοδος που σημείωσαν η αρχαιολογία, η ζωολογία, η αστρονομία και η γεωλογία τον 19ο αιώνα, όπως επίσης η εδραίωση της έννοιας της θερμοδυναμικής και των τριών νόμων της (με την εντροπία να παίζει ρόλο-κλειδί) προσέδωσε στον υποψιασμένο άνθρωπο της εποχής μια άλλη έννοια του χρόνου, πέρα από την εφήμερη της δικής του ζωής. Ο Ουέλς ήταν ψυλλιασμένος λοιπόν. Όχι όμως επειδή γύρευε να εξηγήσει το σύμπαν, αλλά επειδή ως σοβαρός πεζογράφος που ήταν, ήθελε να προσδώσει αληθοφάνεια στην ιστορία που τον βασάνιζε.
Και όντως, η «Μηχανή του χρόνου», που εκδόθηκε το 1895, περιλαμβάνει πολλές σελίδες «επιστημονικής» εξήγησης και ερμηνείας. Ο Ουέλς προτείνει ο ίδιος κάτι ριζοσπαστικό: ξεχάστε την 4η διάσταση ως «τόπο χλοερό, τόπο αναψύξεως», η 4η διάσταση είναι ο χρόνος! Κάπως έτσι γεννήθηκε στον άνθρωπο η ιδέα ότι όπως υπάρχουν πολλά και διαφορετικά μέρη στον χώρο, ίσως να υπάρχουν πολλά και διαφορετικά «μέρη» στον χρόνο. Και τι μπορεί να συμβεί αν (καταφέρουμε να) τα επισκεφθούμε; Μπορούμε άραγε; Να γυρίσουμε στο παρελθόν; Ή να ταξιδέψουμε στο μέλλον;
Ήταν μια εξωφρενική αλλά και απόλυτα λογική ιδέα ή σκέψη, η οποία, έκτοτε, ουδέποτε εγκατέλειψε τον άνθρωπο. Ειδικά έτσι καθώς η (αστρο)φυσική, η αστρονομία και η κοσμολογία έγιναν ακόμα πιο «εξωτικές» κατά τον 20ό αιώνα – για να μην αναφερθούμε στην κβαντομηχανική με τα υποατομικά σωματίδια που συμπεριφέρονται αλλόκοτα.
Αυτή την άκρως συναρπαστική και γοητευτική ιστορία διηγείται σε αυτό το απολαυστικό βιβλίο ο Αμερικανός Γκλάικ, πανεπιστημιακός, ιστορικός των επιστημών και δημοφιλής συγγραφέας σοβαρών εκλαϊκευτικών βιβλίων. Το πιο ωραίο με το «Ταξίδι στον χρόνο» είναι πως δεν περιορίζεται σε μια συμβαντολογική καταγραφή δεδομένων και πληροφοριών. Ο Γκλάικ έχει την ικανότητα του στοχασμού, έχει επίγνωση των φιλοσοφικών, υπαρξιακών, προεκτάσεων του θέματός του, καθώς και των παραδόξων που προκύπτουν από αυτό.
Όπως λέει, μόλις το 1914 η έννοια του ταξιδιού στον χρόνο κατεγράφη για πρώτη φορά επισήμως αν και, όπως λέει, είχαν παρατηρηθεί ορισμένες παραλλαγές ήδη από το 1866, ενώ υπήρξαν και ορισμένα σποραδικά δείγματα μυθιστορημάτων πρώιμης επιστημονικής φαντασίας τον 18ο αιώνα με οράματα του μέλλοντος.
Ωστόσο, ως σημείο αφετηρίας στην έννοια του ταξιδιού στον χρόνο ορίζεται σαφώς ο Ουέλς. Δεν είναι τυχαίο πως ακόμα και κοινότοπες εκφράσεις, όπως το «γύρισμα του αιώνα», δεν υπήρχαν καν πριν από την έλευση του 20ού αιώνα ή ότι τότε γιορτάστηκε για πρώτη φορά στον κόσμο το πέρασμα στον νέο αιώνα. Κάτι άλλαξε τότε στην αντίληψη του ανθρώπου απέναντι στον χρόνο, καθορίζοντας τη συνέχεια.
Συνεπώς, το ουσιαστικό σημείο αφετηρίας είναι εκείνη η συναρπαστική εποχή, από τα 1890 περίπου έως τη δεκαετία του 1920. Οι θεωρίες της Σχετικότητας του Αϊνστάιν, η επανάσταση της κβαντομηχανικής (με ηλεκτρόνια που πάνε πίσω στον χρόνο), η ψυχανάλυση του Φρόιντ, ο μοντερνισμός στην τέχνη και οι νεόκοπες αναζητήσεις στη φιλοσοφία από τον Μπερξόν, τον Χάιντεγκερ, τον Χούσερλ και άλλους, έφεραν στο προσκήνιο το θέμα του χρόνου ως μια εμπειρία πιο εσωτερική, που δεν υπακούει στο πώς τον βιώνουμε μέσα στην καθημερινότητά μας. Γι’ αυτό και την αφήγησή του ο Γκλάικ την προχωράει πέρα από το σημείο τομής με τον Ουέλς, εξακτινώνοντάς την σε διάφορα πεδία. Έτσι, δεν λείπει η φυσική αλλά και η επιστημονική φαντασία του 20ού αιώνα από το βιβλίο του, ούτε όμως και ο Προυστ ή ο Τζόις, ο Ελιοτ, η Γουλφ, ο Νταλί, ο Εσερ, ο Χάιντεγκερ, ο Ναμπόκοφ, ο Μπόρχες, ο Ζέμπαλντ, η Ούρσουλα Λε Γκεν, ο Αλφρεντ Μπέστερ, ο Ρόμπερτ Χάινλαϊν, ο Ουίλιαμ Γκίμπσον κ.ά.
Ένας άλλος λόγος για τον οποίο η ιδέα ενός ταξιδιού στον χρόνο, στο μέλλον ειδικά, αναπτύχθηκε μέσα στον 20ό αιώνα είναι και η υποχώρηση της θρησκευτικής πίστης: παραδοσιακά, οι θρησκείες βλέπουν τον χρόνο ως κάτι κυκλικό, ως ένα στοιχείο κυκλικής «αναγέννησης» ή, βέβαια, μονάχα ως αιωνιότητα. Μέλλον δεν υπάρχει, είναι μάλιστα και κάτι ύποπτο. «Είμαστε πλέον όλοι φουτουριστές», αποφαίνεται ο Γκλάικ.
Ένας αέναος στοχασμός πάνω στη συνείδηση και στη μνήμη
Εντάξει με το μέλλον, τι γίνεται με το παρελθόν όμως; Η επιστήμη λέει πως, τεχνικώς μιλώντας, ένα ταξίδι στο μέλλον είναι όντως εφικτό – αν κατορθώναμε να μετακινηθούμε με την ταχύτητα του φωτός, πρακτικά ανέφικτο. Η φυσική όμως δηλώνει κατηγορηματικά πως ένα ταξίδι στο παρελθόν είναι και θεωρητικώς αδύνατον.
Κι όμως το τελευταίο ήταν που πυροδότησε μερικά από τα σημαντικότερα έργα επιστημονικής φαντασίας ή απλώς του αλλόκοτου και του παράδοξου μέσα στον 20ό αιώνα. Και αυτό διότι μια τέτοια πιθανότητα θα προκαλούσε μία σειρά από σχεδόν παράλογες παραδοξότητες. Π.χ., το «παράδοξο του παππού»: αν ταξιδέψετε στο παρελθόν και σκοτώσετε τον παππού σας, και άρα δεν γεννηθεί ο πατέρας ή η μητέρα σας, τι λέει αυτό για τη δική σας ύπαρξη;
Η όποια συζήτηση περί χρόνου, περί του αινίγματός του, περί της δικής μας αντίληψης και θέσης μέσα στον χρόνο, καταλήγει σε έναν αέναο στοχασμό πάνω σε δύο κομβικά ζητήματα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης: στη συνείδηση (και, αντίστροφα, στο ασυνείδητο) και στη μνήμη (αλλά και στη λήθη). Ο Γκλάικ αφιερώνει μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες σελίδες του σε αυτά τα ζωτικής σημασίας θέματα, όχι μόνον σε φιλοσοφικό και ψυχολογικό επίπεδο, αλλά και σε σχέση με το τι βιώνουμε σήμερα: τον «χρόνο του Διαδικτύου», όπου το παρόν μοιάζει να καταβροχθίζει κάθε έννοια μελλοντικού χρόνου.
Ένα ερώτημα που έρχεται και επανέρχεται πάντως είναι αυτό: γιατί μας απασχολούν τόσο πολύ εδώ και εκατό περίπου χρόνια τα ταξίδια στον χρόνο; Η απάντηση είναι μάλλον εύκολη: προσπαθούμε μέσω αυτών να αφανίσουμε τον θάνατο, καθώς η σχέση μας μαζί του έχει αλλάξει δραστικά συγκριτικά με τους περασμένους αιώνες. «Αντιλαμβανόμαστε το πέρασμα του χρόνου διότι ξέρουμε ότι θα πεθάνουμε», κατά τον Χάιντεγκερ.
Δημιουργούμε νοερά έξτρα χρονικές διαστάσεις μέσω της τέχνης, της αφήγησης, της λογοτεχνίας κ.τ.λ., ποθούμε να το κάνουμε όμως και κυριολεκτικά. Αν ο χρόνος του βίου είναι πεπερασμένος, ίσως έτσι μπορέσουμε να κάνουμε αυτό τον πεπερασμένο χρόνο να διασταλεί. Και κάτι ακόμα: είναι το τελευταίο καταφύγιο μιας απελπισμένης επαφής μας με τα πρόσωπα που χάσαμε. «Οπότε μοιραζόμαστε το παρόν μαζί με φαντάσματα», γράφει ο Γκλάικ. Όντως.
Κι ωστόσο, ο ίδιος ο χρόνος παραμένει ένα εξωφρενικό αίνιγμα, από την εποχή του Ιερού Αυγουστίνου ως τις ταραγμένες μέρες μας. «Τι είναι ο χρόνος; Όταν κανείς δεν μου θέτει το ερώτημα, ξέρω τι είναι. Αν όμως θελήσω να τον ερμηνεύσω σε κάποιον, δεν ξέρω τι να πω», είναι ο διάσημος, αγωνιώδης αφορισμός του Αυγουστίνου. Δεν απέχουμε πολύ από αυτή την αρχαία αγωνία ενός στοχαστή που κοίταξε κατάματα τον χρόνο κι αισθάνθηκε δέος.