19 December 2018

Στέφανος Βασιλειάδης


Μικρή αναφορά στον συνθέτη-μουσικοπαιδαγωγό, που έφυγε από τη ζωή τον Μάιο 2004
της Ρουμπίνης Σούλη
Υπήρξε ακούραστος μαχητής της τέχνης και της ζωής, ένας πραγματικός και βαθιά πνευματικός δάσκαλος, που αγωνιούσε για το σήμερα και το αύριο του μουσικού μας πολιτισμού. Αναφερόμαστε στον συνθέτη και μουσικοπαιδαγωγό Στέφανο Βασιλειάδη, τον σημαντικό εκπρόσωπο της σύγχρονης ελληνικής μουσικής δημιουργίας και σκέψης, ο θάνατος του οποίου άφησε ένα μεγάλο κενό στον μουσικό πολιτισμό του τόπου μας. Χτυπημένος από τον καρκίνο πέθανε στις 23 του Μάη, αφήνοντάς μας παρακαταθήκη το έργο του και την απαράμιλλη μαχητικότητά του. Με πάθος για τη μουσική δημιουργία και παιδεία, με γνώση και αγάπη αγωνίστηκε για την αναβάθμισή τους, καταθέτοντας τη δημιουργία και τους κοινωνικούς προβληματισμούς του. Η μεγάλη δυσκολία στην όραση που αντιμετώπιζε δεν του στάθηκε εμπόδιο να δημιουργήσει ένα πλούσιο έργο, από παιδικά τραγούδια, μέχρι συνθέσεις για το αρχαίο δράμα και το σύγχρονο θέατρο και μια σειρά από ηλεκτρονικά πολύτεχνα έργα.
Μακρά δημιουργική διαδρομή
«Η βουή του Νέστου κι ο ήχος του τρένου ήταν η μόνη μουσική στα πρώτα μου εφτά χρόνια», έγραφε ο ίδιος στο, αντί βιογραφικού, κείμενό του. «Αυτά μου έφεραν τα πρώτα μηνύματα από τους μακρινούς κόσμους των ταξιδιών τους κι αυτά πήραν μαζί τους τα δικά μου τα όνειρα και τους δικούς μου τους πόθους. Τα πήραν μαζί τους και τα πήγαν προτρέχοντας εκεί που λαχταρούσα πάντα να φτάσω κι εγώ. Οι γονείς μου, οι συγγενείς και οι παππούδες μου ήταν πρόσφυγες απ' τη Μικρά Ασία. Έτσι, όσο κι αν γεννήθηκα στο όμορφο Παρανέστι της Μακεδονίας, αισθάνομαι σαν πατρίδα μου την ιερή, παντοτινά άβατη Ανατολή. Εκεί γεννήθηκαν και κοιμούνται οι πρόγονοί μου κι οι παραδόσεις και τα παραμύθια της μάνας και του πατέρα μου. Γι' αυτό και αγαπώ και συνδέομαι το ίδιο δυνατά με όλους τους τόπους, με όλους τους ανθρώπους και προπαντός με όλα τα παιδιά του τόπου μας, απ' όποιο μέρος κι αν είναι...».
Γεννημένος στο Θόλο Δράμας το 1933, ο Στέφανος Βασιλειάδης από τα παιδικά του χρόνια μαθήτευσε την ευρωπαϊκή και βυζαντινή μουσική, ενώ αργότερα σπούδασε ανώτερα θεωρητικά και νεότερα συστήματα σύνθεσης στο Ελληνικό Ωδείο με την Ουρ. Ιωαννίδου και στη συνέχεια με τον Γ. Α. Παπαϊωάννου. Καθοριστική για την πορεία του υπήρξε η γνωριμία του με τον Γιάννη Χρήστου, όπως και η συνεργασία του με τους Μιχάλη Αδάμη, Γ. Γ. Παπαϊωάννου και Γιάννη Ξενάκη.
Δούλεψε σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε πολλά δημοτικά σχολεία, γυμνάσια και λύκεια από το 1953 ως τώρα. Στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου ('68-'96), στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, καθηγητής επί συμβάσει ('92-'95). Έγραψε σε συνεργασία με άλλους συναδέλφους του πέντε βιβλία για τη μουσική, έκανε αμέτρητες εισηγήσεις, ομιλίες και εκπομπές στην Αθήνα, αλλά και σε πολλές πόλεις του τόπου μας. Έγραψε μουσικά έργα: για παιδιά (πάνω από 100 τραγούδια, ενώ το τραγούδι του «Γλυκό τσαμπί σταφύλι», ήρθε πρώτο στον διεθνή διαγωνισμό της UNICEF). H ενασχόλησή του από πολύ νωρίς με τη μουσική εκπαίδευση τον οδήγησε στη συνειδητοποίηση των σοβαρών προβλημάτων της μουσικής παιδείας στον τόπο μας, την οποία υπηρέτησε με πάθος από πλήθος θέσεων.
Από το 1956 αρχίζει η μακρόχρονη θητεία του στο θέατρο με μουσική διδασκαλία και διεύθυνση των ορχηστρικών συνόλων σε αρχαίο δράμα και νεότερο δραματολόγιο (υπεύθυνος μουσικός διευθυντής στο ΚΘΒΕ 1961-67 και αργότερα, στο Εθνικό Θέατρο 1968-78). Αυτή την περίοδο ξεκινάει η δουλειά του ως συνθέτη για το θέατρο (18 αρχαίες τραγωδίες, που ακούστηκαν στα πιο πολλά αρχαία ελληνικά θέατρα, αλλά και σε πολλές πόλεις της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ιαπωνίας και 35 έργα του κλασικού και νεότερου δραματολογίου). Από τη δεκαετία του '70 επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στην ηλεκτροακουστική μουσική, διαμορφώνοντας μια δική του οπτική για τη σύνθεση. Ονομάζει τη μουσική του «ιδεογραφική», υπονοώντας ότι οι «ιδέες» (οι καταστάσεις, τα συναισθήματα), που αποτελούν τον πρωταρχικό κόσμο, τη βαθύτερη σκέψη του συνθέτη, πραγματώνονται σε ηχητικά - μουσικά μορφώματα (δίκην «ιδεογραμμάτων» - συμβόλων). Αυτά τα στοιχεία ωθούνται από μια δραματική κινητήρια δύναμη, στην «περιπέτεια» των άπειρων συνδυασμών τους. Σ' αυτό το πνεύμα γράφει 8 ηλεκτροακουστικά πολύτεχνα έργα.
Για πολλά χρόνια διηύθυνε το Κέντρο Σύγχρονης Μουσικής Ερευνας (ΚΣΥΜΕ) και υπήρξε Πρόεδρος του Ιδρύματος Χουρμουζίου-Παπαϊωάννου και της Στέγης Ελληνικών Χορωδιών.
«Δούλεψα σκληρά...»
Πολύ σημαντική υπήρξε η συμβολή του Στ. Βασιλειάδη στην ανάδειξη του έργου κορυφαίων δημιουργών, όπως ο Ν. Σκαλκώτας και ο Γ. Χρήστου. Ηταν αυτός που συγκέντρωσε και επεξεργάστηκε το ηχητικό υλικό της δισκογραφικής συλλογής (τέσσερα CD) με έργα του πρόωρα χαμένου Γ. Χρήστου, που εκδόθηκε πριν δυόμισι χρόνια. Μια έκδοση με πολύ μεγάλη σημασία, καθώς το ανεκτίμητο και πρωτοποριακό έργο του συνθέτη, εξαιτίας της κρατικής αδιαφορίας, ουσιαστικά παραμένει άγνωστο στο φυσικό αποδέκτη του, το σύγχρονο άνθρωπο. Στις τρεις και πλέον δεκαετίες από το θάνατο του Γ. Χρήστου οι εκτελέσεις έργων του υπήρξαν ελάχιστες, ενώ ακόμη λιγότερες - έως μηδενικές - ήταν οι δισκογραφικές παραγωγές. Αναφερόμενος στη «δραματική απουσία» του έργου του Γ. Χρήστου στη σύγχρονη Ελλάδα, ο Στ. Βασιλειάδης υπογράμμιζε τις «ευθύνες της ίδιας της πνευματικής ηγεσίας του τόπου μας, όλων αυτών που λέμε ότι παλεύουμε για τον πολιτισμό και την παιδεία του τόπου».
Πριν μισό χρόνο, στην παρουσίαση του δίτομου έργου του Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου «Νίκος Σκαλκώτας (1904-1949): Μια προσπάθεια είσδυσης στο μαγικό κόσμο της δημιουργίας του», ο Στ. Βασιλειάδης έκρουε για μια ακόμα φορά τον «κώδωνα», τονίζοντας την επιτακτική ανάγκη «να σωθεί πρώτα και να συντηρηθεί μια τόσο σημαντική ελληνική και ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά, όπως είναι το Αρχείο Σκαλκώτα: Οι 5.500 σελίδες των χειρογράφων του και ένα πλήθος από αξιόλογα τεκμήρια (κριτικές, ηχογραφήσεις, φωτογραφίες, μελέτες κ.ά.)».
«Σημασία έχει ότι όλα αυτά τα χρόνια δούλεψα σκληρά, γνώρισα πολλούς σπουδαίους ανθρώπους και συνεργάστηκα μαζί τους και διδάχτηκα απ' αυτούς πιο πολλά απ' όσα έμαθα από τις σπουδές μου», έλεγε κάνοντας ο ίδιος τον «απολογισμό» του. «Σκέφτηκα πολύ, πόνεσα ακόμα περισσότερο, αγάπησα και αγαπήθηκα πάρα πολύ, χάρηκα πολλές ομορφιές και, πάνω απ' όλα, τα φωτεινά μάτια, τα φωτεινά πρόσωπα και την εμπιστοσύνη των μικρών παιδιών. Απογοητεύθηκα πολύ συχνά, αλλά επιμένω να μην απελπιστώ. Έκανα πολλά λάθη και δυστυχώς ακόμα δεν έμαθα ό,τι έπρεπε να μάθω...».

05 December 2018

Και ζωντανοί και νεκροί, όλοι εχθροί.

Kostas Onisenko, FB, 4/12/2018
Αυτές τις μέρες έπαιξε στη Ρωσία ένα πολύ αστείο σκηνικό. Οι τοπικές αρχές της πόλης Καλίνιγκραντ (στη Βαλτική Θάλασσα) διεξήγαγαν ηλεκτρονική ψηφοφορία για την ονοματοδοσία του αεροδρομίου της πόλης και ανάμεσα στα υποψήφια ονόματα ήταν και εκείνο του μεγάλου φιλοσόφου Εμμανουήλ Καντ. Για την ιστορία, το Καλίνινγκραντ είναι μια πόλη που ανήκε στην Ανατολική Πρωσία και περιήλθε στην Σοβιετική Ένωση ως «προίκα» με το τέλος του β' Παγκοσμίου Πολέμου. 
Το αρχικό όνομα της πόλης, από το 1255 -όταν σε αυτό το σημείο Τεύτωνες Ιππότες έχτισαν το ομώνυμο κάστρο-, ήταν Κένιγκσμπεργκ (Königsberg). Μετά το 1945 οι Γερμανοί μετοίκησαν και η πόλη κατοικήθηκε από Ρώσους. Το Wikipedia γράφει: «Η πόλη καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό στη διάρκεια του β' Παγκοσμίου Πολέμου, κατελήφθη από τον Κόκκινο Στρατό το 1945 και ο γερμανικός πληθυσμός διέφυγε ή εκδιώχθηκε. Μετονομάστηκε σε Καλίνινγκραντ στις 4 Ιουλίου 1946 προς τιμήν του Μιχαήλ Καλίνιν».

Ο φιλόσοφος Καντ (1724-1804) γεννήθηκε, έζησε και πέθανε σε αυτή την πόλη. Κατά τη διάρκεια της ζωής του το Königsberg ήταν τέσσερα χρόνια υπό τη διοίκηση των Ρώσων ήταν τα μόνα χρόνια της ρωσικής παρουσίας στην πόλη από την ίδρυσή της και μέχρι το τέλος του β' ΠΠ. Έχει λοιπόν μια λογική να θέλει κάποιος να δώσει το όνομα αυτό σε ένα σημαντικό έργο αυτής της πόλης, αν και ο Καντ ήταν απλά ο ιδρυτής της σύγχρονης φιλοσοφίας. Ωστόσο… Μετά την ανακήρυξη των υποψήφιων ονομάτων, και αφού το όνομα Εμμανουήλ Καντ είχε αποκτήσει ένα μεγάλο προβάδισμα, ξεσηκώθηκε ένα άγριο «πατριωτικό» κύμα αντιδράσεων.
«Ένας άγνωστος… Ένας κάποιος Εμμανουήλ Κάντ. Ήταν ένας προδότης της χώρας του, ένας γλείφτης που σερνόταν στα γόνατα για να πάρει μια έδρα στο πανεπιστήμιο. Έγραφε κάτι ακαταλαβίστικα βιβλία που κανείς δεν τα διαβάζει και ούτε θα τα διαβάσει». Τα λόγια ανήκουν στον αντιναύαρχο του Ρωσικού στόλου και επικεφαλής του στόλου της Βαλτικής Θάλλασας, Ιγκόρ Μουχαμέτσιν, ο οποίος απευθυνόμενος στους ναυτικούς της Βόρειας Θάλασσας τους προτρέπει να καταψηφίσουν στην ψηφοφορία (και να προτρέψουν τους συγγενείς τους να καταψηφίσουν) τον «κατάπτυστο» Καντ. 
Μετά από αυτό, το μνημείο του Καντ στην πόλη βανδαλίστηκε, φυλλάδια με προσβλητικό περιεχόμενο κατά του φιλοσόφου γέμισαν τους δρόμους. Φυσικά η ψηφοφορία έληξε με τη «νίκη» του ονόματος μιας Ρωσίδας τσαρίνας. Ο Καντ συνεχίζει να αναπαύεται στο Königsberg, εκτός και αν οι ρωσικές αρχές αποφασίσουν τελικά να χτίσουν σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας πάνω στο σημείο που βρίσκεται ο τάφος του.
Οι ζωντανοί εχθροί που έχει δημιουργήσει η Ρωσία μάλλον δεν της αρκούν και τώρα έχει αποφασίσει να τα βάλει και με τους νεκρούς.

25 November 2018

Η θλιβερή μοίρα του George Soros

του Νίκου ΔήμουΒήμα της Κυριακής, Νοέμρ. 2018

Τρεις λόγοι υπάρχουν για να μισούν οι άνθρωποι τον Τζώρτζ Σόρος: 1. Είναι Εβραίος. 2. Είναι πάμπλουτος. 3. Είναι φανατικός φιλελεύθερος.
Οι δύο πρώτοι λόγοι είναι προφανείς: 1. ο ανοιχτός ή υφέρπων παγκόσμιος αντισημιτισμός και 2. ο μόνιμος φθόνος προς τους έχοντες.
Αλλά ο τρίτος;
Η ζωή μέχρι σήμερα με έχει διδάξει ένα πράγμα: όλοι υμνούν την ελευθερία, όλοι την θεωρούν ως ύψιστη αξία – αλλά οι περισσότεροι δεν αντέχουν έναν άνθρωπο που είναι πραγματικά ελεύθερος, και ακόμα: δεν ανέχονται έναν άνθρωπο που προσπαθεί να ελευθερώσει τους άλλους. Οι άνθρωποι βολεύονται και ταμπουρώνονται μέσα στις «αλήθειες» τους.
Την περασμένη Κυριακή το έζησα αυτό ο ίδιος: είχα γράψει εδώ ένα κείμενο που έκανε σκληρή κριτική στον Τσίπρα – αλλά είχε και μία (σωστή) αρνητική παρατήρηση για τον Μητσοτάκη. Το πόσο εξόργισε αυτό πολλούς σχολιαστές δεν περιγράφεται…
Χειροκροτούμε την ελευθερία μόνο όταν δείχνει προς την δική μας κατεύθυνση. Είμαστε υπέρ της αμεροληψίας …υπό όρους. Επιστρέφω στον Σόρος.
Είναι παγκόσμια γνωστός ως επενδυτής και διαχειριστής αμοιβαίων κεφαλαίων. Στην Ελλάδα συνήθως αναφέρεται ως «κερδοσκόπος». Αυτό βέβαια δεν είναι επάγγελμα – είναι επιδίωξη. Κάθε επιχειρηματίας στοχεύει στο κέρδος.
Γεγονός είναι ότι ο Σόρος υπήρξε πολύ επιτυχημένος στην δουλειά του. Το 1992 έπαιξε εναντίον της στερλίνας (διακινδυνεύοντας δέκα δις δολάρια) και κέρδισε ένα δις.
Αυτό που με ενδιαφέρει με τους πλούσιους είναι τι κάνουν με τα χρήματά τους. Όταν ο Μπιλ Γκαίητς έχει ήδη δεσμευτεί να δωρίσει το 95% της περιουσίας του σε κοινωφελείς σκοπούς (και ήδη έχει δώσει τα μισά) τον επαινώ. Αν όμως ο στόχος είναι το μεγαλύτερο και ακριβότερο σκάφος ή ένα ιδιωτικό νησί, τότε επαναστατώ.
Ο Σόρος ανήκει στην κατηγορία των ευεργετών. Και μάλιστα των ιδιότυπων. Αγωνίζεται για την ελευθερία. Υπήρξε μαθητής του μεγάλου φιλόσοφου Καρλ Πόπερ στον οποίο οφείλουμε τον όρο και την ιδέα της «ανοιχτής κοινωνίας» και έχει θέσει σαν σκοπό της ζωής του την πραγματοποίηση αυτής της ιδέας.
Ανοιχτή κοινωνία είναι κάθε δημοκρατική κοινωνία που είναι έτοιμη να δεχθεί ιδέες, προτάσεις, σκέψεις, αξίες, από κάθε κατεύθυνση. Όπως η επιστήμη (που ήταν το μοντέλο του Πόπερ) αναγνωρίζει και ελέγχει κάθε εναλλακτική θεωρία και είναι έτοιμη να διορθώσει ή να αναθεωρήσει τις θέσεις της, έτσι και η πολιτική σκέψη θα πρέπει να παραμένει ανοιχτή σε κάθε διαφορετική γνώμη. Αυτό φυσικά προϋποθέτει απόλυτη ελευθερία έκφρασης, απουσία κάθε δογματισμού (ιδεολογικού ή παραδοσιακού)  και κυρίως ελευθερία σκέψης.
Ο Σόρος ξόδεψε τα δισεκατομμύριά του για να προωθήσει την ελευθερία των ιδεών. Ακόμα και την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, έστελνε μεγάλες δωρεές πίσω από το Παραπέτασμα για να ιδρυθούν σχολεία, ακαδημίες, σπουδαστήρια, βιβλιοθήκες που, σε ένα θεόκλειστο περιβάλλον, θα προωθούσαν την ανοιχτή κοινωνία.
Μετά την κατάρρευση του Υπαρκτού οι δωρεές του πολλαπλασιάστηκαν.
Τον Φεβρουάριο του 2018 τα έδωσε όλα: 18 δις δολάρια στην Open Society Foundation (Ίδρυμα Ανοιχτή Κοινωνία) για την συνέχιση του έργου της.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο Όρμπαν, που σπούδασε χάρη στα χρήματα του Σόρος, και δήλωνε αρχικά φανατικός οπαδός της Ανοιχτής Κοινωνίας, όταν έγινε εξουσία τον επικήρυξε ως τον υπ’ αριθμό ένα εχθρό της κοινής πατρίδας τους!
Είναι νωρίς βέβαια για μία αποτίμηση – αλλά μοιάζει πως η ουτοπική προσπάθεια του Σόρος δεν καρποφόρησε. Οι υπερασπιστές της ελευθερίας έχουν πολλούς εχθρούς. Στο Ιντερνέτ θα βρείτε δεκάδες φήμες και θεωρίες συνομωσίας. Άλλωστε ο άνθρωπος αυτός τα έχει βάλει με όλους: είναι εχθρός του Τραμπ και του Πούτιν, έχει κάνει σκληρή κριτική στο Ισραήλ, χρηματοδοτεί απελευθερωτικά κινήματα παντού όπου υπάρχουν δικτατορίες ή αυταρχικά καθεστώτα. Φυσικά αυτά αμύνονται με συκοφαντίες. Η τελευταία ήταν μία κυκλοφορία φωτογραφίας με τον νεαρό Σόρος ως αξιωματικό των SS. Μόνο που, όταν υπήρχαν ακόμα SS, o Σόρος ήταν 14 χρονών…
Ούτε στη χώρα μας είναι δημοφιλής. Φυσικό. Ποτέ δεν ήμασταν ανοιχτή κοινωνία κι όσο πάμε κλείνουμε. Στους Έλληνες ταιριάζει περισσότερο ο παραμυθάς Σώρρας…

19 November 2018

Τι σημαίνει «φασίστας» και...

πώς φτάσαμε ο «φασίστας» να σημαίνει «αυτός που μας τη σπάει»; 
Χρησιμοποιούμε τον όρο ανιστόρητα και «για πλάκα», την ώρα που αναδύονται από παντού πραγματικές φασιστικές συμπεριφορές
του Δημήτρη Πολιτάκη, Lifo, 8/11/2018
Ζούμε καιρούς συγχρόνως ιστορικούς και ανιστόρητους, κρίσιμα μοναδικούς αλλά και αφόρητα μπανάλ στο δυστοπικό τους περιτύλιγμα, πεπεισμένοι ότι η Αποκάλυψη μας κυκλώνει, ενώ στην πραγματικότητα επιτρέπουμε στη ρουτίνα του 24ωρου κύκλου μιας «και μη χειρότερα» διαβίωσης να μας κατατρώει χειρότερα ίσως από ποτέ. Και ένα δείγμα αυτής της σχιζοειδούς συμπεριφοράς είναι ότι χρησιμοποιούμε τόσο εύκολα (νωχελικά σχεδόν) και καταχρηστικά πλέον τον προσδιορισμό «φασίστας» για να περιγράψουμε ή να εγκαλέσουμε ή να την πούμε σε κάποιον που μας τη σπάει ή μας ενοχλεί ή μας καταπιέζει προσωρινά, την ώρα που αναδύονται από παντού πραγματικές φασιστικές συμπεριφορές και τάσεις με την «κλασική», ιστορική έννοια του όρου.
Όπως έλεγε και μια φίλη τις προάλλες, συζητώντας για κάποια φραξιονιστικά μαλλιοτραβήγματα σε ακαδημαϊκούς μάλιστα κύκλους της ευρύτερης ριζοσπαστικής αριστεράς (στην οποία ανήκει), όπου η λέξη πεταγόταν ως φτυσιά κατά την κλιμάκωση των αντιπαραθέσεων, ο όρος «φασίστας» έχει εκπέσει σε ένα διεθνές συνώνυμο του «μαλάκα», ένας χαρακτηρισμός που πετάς αβίαστα χωρίς να κινδυνεύεις να εμπλακείς σε ρητορική μίσους και, συχνά, χωρίς να ρισκάρεις να εμπλακείς σε διάλογο με νηφάλια επιχειρήματα που ίσως, εν προκειμένω, δεν διαθέτεις.
Κάπως έτσι «ξεπλένονται» από το αιματηρό ιστορικό τους πλαίσιο και κανονικοποιούνται ακόμα και οι πιο αυταρχικές, ολοκληρωτικές και ισοπεδωτικές ιδεολογίες που κόστισαν τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους και τώρα επιστρέφουν για να εμπεδωθούν στην κοινή συνείδηση ως «αναγκαία κακά» (βλ. και «σταλινισμός»).
Η ειρωνεία είναι ότι δεν χρησιμοποιείται ο όρος αυθαίρετα και κάποιες φορές στο πλαίσιο ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μόνο από ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται, έστω και αφηρημένα, ως αριστεροί ή αναρχοαυτόνομοι –έχω δει να αποκαλούνται «φασίστες» από άλλους συντρόφους ακόμα και στελέχη της Antifa(!) που σημαίνει ότι δεν γλιτώνεις ακόμα κι αν γράψεις «αντιφασίστας» στο μέτωπό σου– αλλά και από φιλελεύθερους, και από νεοδεξιούς και από καραδεξιούς και από καραμπινάτους νεο-ναζί ακόμα. Εξού και διάφορα σύγχρονα συνθετικά παράγωγα τύπου «οικο-φασισμός», «ισλαμοφασισμός» αλλά και «φεμιναζισμός».
O χαρακτηρισμός «φασίστας» έχει γίνει καραμέλα, placebo, μια πασπαρτού βρισιά που δεν κόβεται στη λογοκρισία και τελειώνει κάθε συζήτηση πριν αυτή ξεκινήσει. Την ίδια στιγμή, η πλειοψηφία που υποτιμητικά αποκαλούμε «ο κοσμάκης» ή «οι νοικοκυραίοι» παρακολουθεί τη λέξη να εκστομίζεται δεξιά κι αριστερά ελλείψει σοβαρού πολιτικού λόγου, ενώ τα φασιστοειδή στοιχεία τρίβουν τα χέρια τους εκμεταλλευόμενα την απορία, την ανασφάλεια και τη σύγχυση.
Δεν πρόκειται, πάντως, για κάποια καινούργια συγκλονιστική διαπίστωση η έλλειψη κάθε οικονομίας και αυτοσυγκράτησης στη χρήση του όρου. Από το 1944 ήδη, δηλαδή έναν χρόνο πριν από τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και τη συντριβή των φασιστικών υπερδυνάμεων, ο Τζορτζ Όργουελ, στο άρθρο του με τίτλο «Τι είναι φασισμός;», έγραφε ότι έχει χάσει νόημα ο όρος και έχει γίνει συνώνυμο του «αντιπαθητικού» ή του «νταή» και χρησιμοποιείται αδιακρίτως από τους αντιπάλους τους εναντίον συντηρητικών, σοσιαλιστών, αναρχικών, τροτσκιστών, Καθολικών, αντιρρησιών συνείδησης, εθνικιστών πάσης φύσεως και φυλής κ.ο.κ.:  
«[...] Ο φασισμός όμως είναι κυρίως ένα πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Γιατί τότε δεν μπορούμε να τον ορίσουμε με έναν ξεκάθαρο και ευρέως αποδεκτό τρόπο; Αλίμονο, δεν νομίζω να τα καταφέρουμε – όχι σύντομα, πάντως. Οι λόγοι είναι πολλοί και σύνθετοι, αλλά βασικά εστιάζονται στο ότι είναι αδύνατον να ορίσεις ικανοποιητικά τον φασισμό χωρίς να γίνουν παραχωρήσεις που ούτε οι συντηρητικοί, ούτε οι κομμουνιστές ούτε οι ίδιοι οι φασίστες, βέβαια, δεν θα δεχόντουσαν ποτέ να κάνουν. Το μόνο που μπορεί κάποιος είναι να χρησιμοποιεί τη λέξη με κάποιο βαθμό περίσκεψης και όχι, όπως γίνεται πλέον συνήθως, να την υποβαθμίζει στο επίπεδο μιας βρισιάς του συρμού».  

16 November 2018

Η ιστορία του «πόθεν έσχες» των πολιτικών

Το πλήθος των οικονομικών σκανδάλων που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου συντέλεσε στην πλήρη απαξίωση των πολιτικών. Γι’ αυτό μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας έγινε κοινή συνείδηση πως ήταν επιβεβλημένη η λήψη μέτρων για την πάταξη της πολιτικής διαφθοράς. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα για την καθιέρωση του «πόθεν έσχες». «Γεννήτορές» της ήταν δυο βουλευτές, πραγματικά κοσμήματα του Κοινοβουλίου: ο Μεσσήνιος Φώτης Μοσχούλας και ο Κρητικός Ρούσος Κούνδουρος.
Ο Φώτης Μοσχούλας υποβάλλοντας στη Βουλή τη 2α Δεκεμβρίου 1927 πρόταση για τη θέσπιση νόμου περί του «Πόθεν έσχες» των δημόσιων λειτουργών τόνιζε: «Δυστυχώς  δεν ελήφθη ακόμη πρόνοια περί καθαρμού και κολασμού όλων των ασεβησάντων κατά της ιδέας του κράτους και κατά του δημοσίου χρήματος. Τον καθαρμόν και τον κολασμόν τούτων έχει ως σκοπόν η πρότασίς μου περί του πόθεν έσχες».
Ο Ρούσος Κούνδουρος, βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων, παίρνοντας στη συνέχεια το λόγο δήλωσε ότι συνεργάστηκε με τον Φ. Μοσχούλα στην κατάρτιση της πρότασης για το «πόθεν έσχες», γιατί πίστευε ότι ο νόμος αυτός ψηφίστηκε ήδη στην κοινή συνείδηση και ότι από αυτόν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η μελλοντική εξέλιξη της Ελλάδας. Μάλιστα υποστήριξε ότι θα έπρεπε να εξεταστεί η περιουσιακή κατάσταση όλων αυτών που πολιτεύτηκαν και ανέλαβαν λειτουργήματα στην Ελλάδα από το 1914 και εξής (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 3ης Δεκεμβρίου 1927). Τελικά στην πλειονότητά τους οι βουλευτές αρνήθηκαν να ψηφίσουν την υποβληθείσα πρόταση νόμου.


Στη συνέχεια η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου (1928 – 1932) προσπάθησε να καθιερώσει το 1931 το νόμο, ο οποίος θα προστάτευε την τιμή του πολιτικού κόσμου της χώρας, αλλά οι προσπάθειές της απέτυχαν. Έτσι είχε εδραιωθεί στην ελληνική κοινωνία η αντίληψη ότι οι πολιτικοί πλούτιζαν με αθέμιτα μέσα και γι’ αυτό τάσσονταν κατά του «πόθεν έσχες».
Το 1960 τόσο η κυβερνητική παράταξη της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης όσο και  κόμματα της Αντιπολίτευσης τόνιζαν την αναγκαιότητα καθιέρωσης του «πόθεν έσχες» εξαιτίας των πολιτικών σκανδάλων που αποδίδονταν τότε σε κυβερνητικά στελέχη. Με αφορμή τις διακηρύξεις τους αυτές ο αρθρογράφος της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (φύλλο της 8ης Νοεμβρίου 1960) στο κύριο άρθρο εξέφραζε την απαισιοδοξία του για την υλοποίησή τους: «Δεν γίνεται τώρα διά πρώτην φοράν λόγος περί της αρχής αυτής. Πλειστάκις κατά την τελευταία τεσσαρακονταετία υπεσχέθησαν την εφαρμογήν της διάφοροι πολιτικοί. Αι υποσχέσεις των όμως ουδέποτε επραγματοποιήθησαν». Ακολούθως υπογράμμιζε την αναγκαιότητα καθιέρωσης της δημοκρατικής αυτής αρχής, η οποία θα εξασφάλιζε τη διαφάνεια στη δημόσια ζωή. Μάλιστα έκανε αναφορά σε ανάλογους θεσμούς που ίσχυαν στην Αρχαία Αθήνα, όπου γινόταν καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων των αιρετών και κληρωτών αρχόντων, όταν αναλάμβαναν την εξουσία τους, ώστε να αποτραπεί κάθε διάθεσή τους για παράνομο πλουτισμό. Και ολοκλήρωνε το άρθρο του καθορίζοντας το περιεχόμενο του «πόθεν έσχες»: « Η αρχή του «πόθεν έσχες» πρέπει να αντιμετωπίσει το ζήτημα του αθέμιτου πλουτισμού από την ευρύτερη πλευρά της απιστίας προς το Δημόσιον. Διότι αι περισσότεραι παράνομοι περιουσίαι δεν σχηματίζονται διά κλοπής του δημοσίου χρήματος. Σχηματίζονται διά πλαγίας εκμεταλλεύσεως της εξουσίας, δηλαδή διά προμηθειών, κερδοσκοπικής χρησιμοποιήσεως κρατικών μυστικών, δωροδοκιών και παντοίων άλλων μεθόδων».
Η απαισιοδοξία του αρθρογράφου της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ βγήκε αληθινή. Η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. το 1960 – 1963 δεν είχε τη δύναμη να καθιερώσει το νόμο για το «πόθεν έσχες» των πολιτικών λόγω αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν στο εσωτερικό της. Έτσι η ψήφιση του νόμου θα καθυστερήσει λίγα χρόνια.
Στα τέλη Φεβρουαρίου 1964 ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, σε λόγο που απεύθυνε προς τον ελληνικό λαό από το κρατικό ραδιόφωνο, ανήγγειλε την πρόθεση της κυβέρνησής του να καθιερώσει την αρχή του «πόθεν έσχες» ως θεσμό στο δημόσιο βίο της χώρας. Παράλληλα ανακοίνωσε στους δημοσιογράφους ότι καταρτιζόταν ήδη σχετικό νομοσχέδιο, με το οποίο προβλεπόταν η σύσταση Ανώτατης Δικαστικής Επιτροπής Ελέγχου που θα λειτουργούσε μόνιμα ως ιδιαίτερο τμήμα του Αρείου Πάγου. Η Δικαστική αυτή Επιτροπή θα προέβαινε σε πλήρη έρευνα των διάφορων καταγγελιών ή κατηγοριών για αθέμιτο πλουτισμό πολιτικών με την εκ του νόμου υποχρέωση να περατώνει τον έλεγχο σε διάστημα ενός χρόνου (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 1ης Μαρτίου 1964).
Τελικά το νομοσχέδιο υποβλήθηκε στη Βουλή για ψήφιση στις αρχές Ιουλίου 1964. Με αυτό καθοριζόταν ότι ήταν υποχρεωτική η υποβολή κατ’ έτος δήλωσης για την περιουσιακή κατάσταση του εκάστοτε πρωθυπουργού, των αρχηγών και των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων, των υπουργών, των υφυπουργών, των βουλευτών καθώς και των στενών συγγενών των. Οι δηλώσεις θα υποβάλλονταν στη Βουλή το μήνα Απρίλιο.
Σ’ αυτές θα αναφέρονταν επακριβώς και λεπτομερώς η ακίνητη περιουσία των πολιτικών προσώπων και των στενών συγγενών τους, οι καταθέσεις τους σε τράπεζες του εσωτερικού και του εξωτερικού, οι μετοχές και τα χρεόγραφα που είχαν στην κατοχή τους καθώς και ο χρόνος κτήσης τους. Επιπλέον θα περιέχονταν αναλυτικά όλα τα εισοδήματά τους πέραν του υπουργικού μισθού ή της βουλευτικής αποζημίωσης.
Με το 5ο άρθρο του νόμου 4351/1964 «περί προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου της χώρας» καθορίζονταν ως ποινικά αδικήματα:
1.     «η αθέμιτος κτήσις περιουσιακού οφέλους», δηλαδή η απόκτηση από μέρους των πολιτικών (κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους) περιουσιακών στοιχείων, των οποίων δεν μπορούσαν να αποδείξουν τη νόμιμη και αδιάβλητη προέλευση,
2.     «η παράλειψις υποβολής δηλώσεως» και
3.     «η υποβολή εν γνώσει ανακριβούς δηλώσεως» (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 13ης  Μαρτίου 1965).
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις προβλέπονταν βαριές ποινές, όπως φυλάκιση, δήμευση περιουσιών, έκπτωση από το αξίωμά τους, χρηματικές ποινές, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων κ.ά.. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο νόμο είχε περιληφθεί διάταξη που πρόβλεπε ότι, εφόσον υφίσταντο στοιχεία πως υπήρχαν καταθέσεις σε Τράπεζες του εξωτερικού ή χρεόγραφα ή τιμαλφή κ.λπ. ελεγχόμενου πολιτικού, τα οποία δεν είχαν δηλωθεί στο «πόθεν έσχες», αυτά μετά το θάνατό του δεν τα κληρονομούσαν οι συγγενείς του, αλλά περιέρχονταν στο ελληνικό Δημόσιο (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 12ης Ιουλίου 1964).
Ο νόμος αυτός αντικαταστάθηκε από τον υπ’ αριθ. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημόσιων λειτουργών, ιδιοκτητών Μ.Μ.Ε. και άλλων κατηγοριών προσώπων». Οι διαφορές του νέου νόμου από τον παλιότερο είναι μικρές. Σήμερα προβλέπεται, όσον αφορά τους πολιτικούς, η υποβολή δήλωσης και από τους ευρωβουλευτές και από όσους διαχειρίζονται τα οικονομικά των κομμάτων και από άλλες κατηγορίες προσώπων εμπλεκόμενων με την πολιτική (οι γενικοί και οι ειδικοί γραμματείς υπουργείων και της Βουλής,  ο γενικός γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου κ. ά.). Ακόμα με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται κάθε θέμα που αφορά στη διαδικασία ελέγχου καθώς και στην οργάνωση και τη λειτουργία της Επιτροπής για την εξέλεγξη των υποβληθεισών δηλώσεων.
Έτσι καθιερώθηκε ο θεσμός του «πόθεν έσχες». Οι προθέσεις αυτών που ψήφισαν το σχετικό νόμο ήταν αγαθές, όμως τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιθυμητά. Στην εποχή μας οι πολιτικοί ουσιαστικά δεν δηλώνουν το «πόθεν;», αλλά το «τι;» έσχον. Ακόμα ο έλεγχος της ακρίβειας των δηλούμενων περιουσιακών στοιχείων τους έχει μετατραπεί σε μια τυπική διαδικασία. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται από περιπτώσεις υπουργών και συνεργατών τους που είτε είναι σήμερα τρόφιμοι του Κορυδαλλού ή παραδέχτηκαν ότι έλαβαν κάποια προεκλογική χορηγία από πολυεθνική εταιρεία ή που το όνομά τους συνδέθηκε με κάποιο οικονομικό σκάνδαλο. Όλοι αυτοί δεν είχαν πρόβλημα να δικαιολογήσουν το «πόθεν έσχες». Συνέπεια, λοιπόν, της δυσλειτουργίας του θεσμού είναι η απαξίωση συλλήβδην των πολιτικών. Και είναι κρίμα μαζί με τα ξερά να καίγονται και τα χλωρά.
Ενδιαφέρον είναι ότι κατά τα τελευταία χρόνια οι πολιτικοί μας ταγοί, για να δείξουν την εντιμότητά τους, αναρτούν τις δηλώσεις για τα περιουσιακά τους στοιχεία στο διαδίκτυο (στο site του Κοινοβουλίου) επί ένα μήνα, λες και οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν την ακρίβεια των δηλώσεων αυτών. Η δημοσιοποίηση, λοιπόν, συνιστά εμπαιγμό του εκλογικού σώματος και περιφρόνηση της νοημοσύνης των πολιτών. Και το χειρότερο είναι πως δεν μπορούν να πειστούν οι άνεργοι, οι άστεγοι, οι μισθοσυντήρητοι, οι συνταξιούχοι και άλλες ομάδες χειμαζόμενων πολιτών ότι θα αγωνιστούν για τη «σωτηρία» τους πολιτικοί με δεκάδες ακίνητα και με υπέρογκες καταθέσεις σε τράπεζες του εσωτερικού και του εξωτερικού, πολλοί από τους οποίους δεν έχουν δουλέψει ποτέ στη ζωή τους.

19 October 2018

Χόκινγκ: Δεν υπάρχει θεός γιατί δεν χρειάζεται

Καθημερινή, 19/10/2018


Δεν υπάρχει Θεός και η επιστήμη μπορεί να εξηγήσει καλύτερα το σύμπαν από ό,τι μια θρησκεία, λέει ο Βρετανός φυσικομαθηματικός και κοσμολόγος Στίβεν Χόκινγκ στο τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Σύντομες απαντήσεις σε μεγάλα ερωτήματα», το οποίο μόλις εκδόθηκε, αρκετούς μήνες μετά το θάνατό του.



Η θέση του αυτή ασφαλώς δεν αποτελεί έκπληξη, αφού όσο ζούσε, ο Χόκινγκ δεν έχανε ευκαιρία να δηλώνει κατηγορηματικά ότι ήταν άθεος και ότι έβλεπε τη δημιουργία του κόσμου από τη σκοπιά του επιστήμονα και μόνο, συχνά προκαλώντας την ενόχληση των πιστών σε κάποια θρησκεία.
Το τελευταίο βιβλίο του, που περιλαμβάνει δέκα δοκίμια με ερωταπαντήσεις, αρχίζει με το ερώτημα αν υπάρχει θεός και δίνει αρνητική απάντηση. «Νομίζω», λέει, «ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε αυθόρμητα εκ του μηδενός, σύμφωνα με τους νόμους της επιστήμης. Αν αποδέχεστε, όπως εγώ, ότι οι νόμοι της φύσης είναι καθορισμένοι, τότε δεν χρειάζεται πολύ για να ρωτήσετε: ποιός ρόλος απομένει για το Θεό;».
Για τον Χόκινγκ -και πολλούς άλλους επιστήμονες- οι νόμοι της βαρύτητας, της σχετικότητας, της κβαντομηχανικής κ.α. είναι αρκετοί για να εξηγήσουν τα πάντα στο σύμπαν. «Αν θέλετε, μπορείτε να πείτε ότι οι νόμοι αυτοί είναι έργο του Θεού, αλλά αυτό είναι μάλλον ένας ορισμός του Θεού, παρά μια απόδειξη για την ύπαρξή του», γράφει ο Χόκινγκ.
Μήπως όμως ένα θεϊκό χέρι δημιούργησε τον «αυτόματο πιλότο» των φυσικών νόμων που διέπουν το σύμπαν; Αυτή είναι η βασική πεποίθηση των θρησκευόμενων επιστημόνων (περίπου ένας στους τρεις επιστήμονες πιστεύει στο Θεό, σύμφωνα με έρευνες) και των απλών ανθρώπων, όχι όμως του Χόκινγκ. Όπως το θέτει: «Μήπως ο Θεός δημιούργησε τους κβαντικούς νόμους που επέτρεψαν στην Μεγάλη Έκρηξη (Μπιγκ Μπανγκ) να συμβεί; Δεν θέλω να προσβάλω οποιονδήποτε πιστό, αλλά νομίζω ότι η επιστήμη έχει πιο πειστική εξήγηση από έναν θεό δημιουργό».
Για τον Χόκινγκ, αρκεί η κβαντομηχανική, η οποία εξηγεί πώς συμπεριφέρονται τα υποατομικά σωματίδια, προκειμένου να εμφανισθεί κάπου κάτι από το τίποτε, μετά να εξαφανισθεί και να εμφανισθεί πάλι κάπου αλλού. Επειδή το ίδιο το σύμπαν κάποτε δεν είχε παρά το μέγεθος ενός μόνου σωματιδίου, κάλλιστα ξεκίνησε κάπως έτσι. «Το ίδιο το σύμπαν, με όλη την εκπληκτική απεραντοσύνη και πολυπλοκότητά του, μπορεί απλούστατα να έκανε την εμφάνισή του ξαφνικά, χωρίς να παραβιάσει τους γνωστούς νόμους της φύσης», πιστεύει ο Χόκινγκ.
Και τότε τι υπήρχε πριν το «Μπιγκ Μπανγκ», ρωτάνε οι πιστοί; «Δεν υπήρχε χρόνος πριν την Μεγάλη Έκρηξη», απαντά ο Χόκινγκ. «Τελικά έχουμε βρει κάτι που δεν έχει μια αιτία, επειδή δεν υπήρχε χρόνος για μια αιτία ώστε να υπάρξει. Για μένα αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα ενός δημιουργού, επειδή δεν υπήρχε κανένας χρόνος για να υπάρξει ένας δημιουργός».
«Είμαστε ο καθένας ελεύθερος να πιστέψει ό,τι θέλει. Κατά την άποψή μου, η απλούστερη εξήγηση είναι ότι δεν υπάρχει Θεός. Κανείς δεν δημιούργησε το σύμπαν και κανείς δεν κατευθύνει τη μοίρα μας», γράφει. Αυτό ακριβώς είναι το βασικό αθεϊστικό επιχείρημα του Χόκινγκ: ότι δεν χρειάζεται μια αιτία (ένας δημιουργός) για να ξεκινήσει κάτι, εν προκειμένω όλος ο κόσμος. Το αν αυτό θα πείσει τους πιστούς και τις θρησκείες, είναι άλλο θέμα…

09 October 2018

Ο ζωγράφος Σωτήρης Σόρογκας

Συνέντευξη στον Γιάννη Παναγόπουλο, Φιλελεύθερος, αρ. φύλλου 85
«Καθίστε», είπε, δείχνοντας την καρέκλα που θα καθόμουν. Και μετά είπε: «Αυτό είναι ένα μικρο κάτι για εσάς» αφήνοντας μια σοκολάτα με ολόκληρα αμύγδαλα στο τραπέζι δίπλα μου. Γυρνώντας την πλάτη, βηματίζοντας προς το δικό του κάθισμα, ο ζωγράφος Σωτήρης Σόρογκας πήρε αυτή τη συνέντευξη στα χέρια του λέγοντας «Ξέρετε, νομίζω πως δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο να πω. Τα έχω πει όλα αρκετές φορές. Δηλαδή για το πώς μεγάλωσα και ποιες δυσκολίες αντιμετώπισα». Πολύ καλά. Το εννοώ πολύ καλά. Πλέον μπορώ να απλώσω το σώμα μου στην καρέκλα που πρόσφερε πιο ήρεμος. Το «Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο να πω για μένα. Τα έχω πει όλα» είναι από μόνο του, ολόκληρη, συνέντευξη. Ο Σόρογκας είναι ένας άνθρωπος με χαμογελαστό βλέμμα και ευγένεια στον ήχο της φωνής του. Όταν μιλά για την τέχνη, την πολιτική, τη μαγεία του έρωτα, η ευεξία που προκαλεί ο «σταθερός ενεστώτας» αυτού του σπάνιου ανθρώπου είναι ισόποσα σημαντικός ίσως με τις ρίζες, το σώμα, την εξέλιξη του καλλιτεχνικού του έργου.
Επέστρεψε πριν λίγες μέρες από τη Θεσσαλονίκη. Είναι ενθουσιασμένος από εκείνο το ταξίδι. Θεωρεί τον τρόπο που οργανώθηκε αναδρομική έκθεση με έργα του πραγματικά υπέροχο. Λέει, επίσης, πως αισθάνεται κουρασμένος από τις υποχρεώσεις που προέκυψαν γύρω από αυτή την έκθεση. Κοιτώ την ξαπλωμένη σοκολάτα που μου προσέφερε. Θα πάρω ένα κομμάτι αργότερα, σκέφτομαι, την ώρα που ρωτώ να μάθω περισσότερα γύρω από το «Δεν υπάρχει κάτι καινούργιο να πω για μένα» του. Το ότι δεν υπάρχει κάτι καινούργιο να πείτε για εσάς είναι καινούργιο για εμάς. Ας ξεκινήσουμε από αυτό παρακαλώ.
- Είστε σίγουρος πως ό,τι ήταν να πείτε για εσάς και το έργο, σας έχει ήδη λεχθεί;
Πιστεύω πως ναι. Έχω είδη πει πάρα πολλά. Γιατί ο ζωγράφος οφείλει να σιωπά για την προσωπική του ζωή και κυρίως για το έργο του. Τι επιδιώκει να ζωγραφίσει, ποιο το νοηματικό ή συναισθηματικό περιεχόμενο των έργων του ή τι επιθυμούσε να μεταδώσει. Ο Μπρακ ήταν πολύ αυστηρός επ' αυτού. Έλεγε ότι ο ζωγράφος πρέπει να κόβει τη γλώσσα του. Ολοι έχουμε ακούσει αστείες ιστορίες με ύφος φιλοσοφίζον και βαρύγδουπο για το τι θέλει να πει ο ίδιος με τα έργα του. Όμως σχεδόν πάντοτε τις προθέσεις των περισσοτέρων μας της παίρνει ο αέρας και χάνονται, ενώ σπανίως μορφοποιούνται σε κιβωτό που τις περιέχει. Το έργο – κιβωτός πρέπει άλλωστε να βρει και τον τρόπο να εξακτινώνεται στους ανθρώπους και στις εποχές. Δηλαδή πρέπει να έχει και διάρκεια. Αυτό όμως είναι δύσκολες κουβέντες που δεν είναι του παρόντος.
- Το παρόν, αυτό που σύντομα θ' αποκτήσει ιστορική διάσταση δεν έχει το δικό του αυτόνομο ενδιαφέρον;
Το παρόν το εντάσσω ως ένα επί μέρους στα όσα ήδη σας είπα. Αυτά μέλλεται να καταγραφούν. Εδώ δεν πρόκειται περί αυτού. Αναφερόμαστε σε μια αφήγηση. Σε μια μορφή μνήμης αν θέλετε παλαιών χρόνων που ανάλογα με τη διάθεση άλλοτε λάμπει και άλλοτε γίνεται απελπισμένη.
- Αυτή τη στιγμή πώς θα περιγράφατε τη διάθεση σας;
Εις τα δυσμάς του βίου τους οι άνθρωποι συνήθως πάσχουν από κάτι. Ο αείμνηστος φίλος μου Δημήτρης Μυταράς έπασχε από τα μάτια του. Και καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό για έναν ζωγράφο. Είναι για μένα ένα ορόσημο η αγάπη που είχε για τη δουλειά του που τον κρατούσε ζωντανό αφηγούμενος στη γραμματέα του τις χρωματικές λειτουργίες και τα χαρακτηριστικά των πινάκων. Όταν του τηλεφωνούσα για να του κάνω συντροφιά την έβαζε να μου διαβάζει εδάφια του βιβλίου του. Τώρα που τα σκέφτηκα θυμάμαι πόσο τρυφερός ήταν και πόσο αγαπούσε τα παιδιά. Στα βαφτίσια της κόρης μου. Της έφερε δώρο ένα υπέροχο ζωγραφισμένο πουλί με χρώματα παστέλ.
- Ποια σχέση διατηρείτε με τα έργα σας; Πότε λέτε πως ένα έργο σας έχει ολοκληρωθεί;
Όταν αρχίζει κάποιος να ζωγραφίζει κάτι έχει στο νου του. Το βλέπει ο ίδιος πριν γίνει. Και κατά τη διάρκεια της κατασκευής του και όσο πλησιάζει στην ολοκλήρωσή του. Στην ταύτιση δηλαδή αυτού που ξεκίνησε να κάνει με αυτό που έκανε. Βέβαια απόλυτη ταύτιση νομίζω πως δεν υπάρχει. Και ούτε νομίζω πως ποτέ θα υπάρξει. Θυμάμαι τον Μόραλη, τον υπέροχο δάσκαλο μου. Όταν μας έβαζε να ζωγραφίζουμε νεκρές φύσεις ή κάποιο μοντέλο εμείς περιμέναμε να μας πλησιάσει κάνοντας μια κριτική ή ένα σχόλιο αναφορικά με αυτό που είχαμε φτιάξει. Μου ’λεγε «Σόρογκα σε αυτό το κομμάτι του έργου σου, δείχνοντας μια μικρή συγκεκριμένη περιοχή του πίνακα όχι ολόκληρο το έργο έχεις την αίσθηση πως δεν μπορείς ν' αλλάξεις κάτι. Έχεις κατασταλάξει.
Είναι φανερό αφού η παραμικρότερη μετάλλαξη ή μετακίνησή του θα το αποδομήσει. Αυτό που συμβαίνει στο συγκεκριμένο σημείο του έργου δεν υπάρχει στο σύνολο. Στο σημείο ή στα σημεία αυτά είχαν γίνει από ένστικτο ή τύχη. Δεν υπάρχει λοιπόν ένας μεθοδικός έλεγχος ο οποίος χτίζει μια επιφάνεια με ένα σοφό τρόπο στο υπόλοιπό έργο. Έπρεπε λοιπόν να συγκροτούμε την επιφάνειά μας με αυτή τη γνώση. Γνωρίζοντας πως τίποτε τελικά δεν μπορεί να μετακινηθεί. Ή να τροποποιηθεί. Του λέγαμε «δάσκαλε αυτό που ζητάς είναι αδύνατο». Εκείνος το έθετε ως όριο ως ζητούμενο. Ήταν ένα μέγιστο μάθημα για μένα. Το να μη μένω στην ευκολία. Το να ακολουθώ το όραμα που έχω και να κοιτώ αντικειμενικά τη συγκρότησή του.
- Στο παρελθόν έχετε μιλήσει για τις αριστερές καταβολές της οικογένειάς σας.
Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου ήταν αρτεργάτης. Ένας απλός άνθρωπος που τον οικειοποιήθηκε η αριστερά με στοιχεία αγιοσύνης που τον οδήγησαν στην τότε αριστερά με καθοδηγητή τον Πλουμπίδη έγινε και Γενικός Γραμματέας του σωματείου των Αρτεργατών. Μου έλεγε: Πλουτοκρατία, στρατοκρατία, παπαδοκρατία οι τρεις πυλώνες συγκρότησης του αστικού καθεστώτος που εκμεταλλεύεται τον εργάτη και συντηρεί την αδικία του κόσμου. Την βεβαιότητα αυτή μέχρι που πέθανε το 1982, δεν μπόρεσε να την αποβάλει.
- Υπήρξε περίοδος που η αριστερά έμοιαζε να γνωρίζει τα πάντα. Πως είχε μια απάντηση για κάθε ερώτηση. Δεν είχε σημασία ποια μπορεί να ήταν αυτή. Η άποψή της ήταν κάτι σαν πιστοποίηση ποιότητας της σκέψης.
Βίωσα αυτό το ιδεολόγημα με τη λογική πως οι αριστεροί είμαστε οι προνομιούχοι του πνεύματος. Πως γνωρίζαμε πολύ περισσότερα από άλλους που λόγω αλλοτριώσεως ή από έλλειψης γνώσεως δεν μπορούν ν' αντιληφθούν. Αυτό είχε συμβεί και σε μένα μέχρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όπου ο κλονισμός αυτής της βεβαιότητος είχε συντελεστεί.
- Τι συνέβη τότε;
Αυτές οι αλλαγές δεν συντελούνται τόσο εύκολα. Έρχονται αργά. Μετά από μια άλλη οπτική του κόσμου, αλλά διαβάσματα, άλλες εικόνες, άλλη φίλοι.
Με τον Στέλιο τον Ράμφο μεγάλο γνώστη των πατερικών κειμένων και της ηλιόλουστης ορθοδοξίας όπως την έλεγε ο ποιητής Νίκος Καρούζος, επισκέφτηκα για πρώτη φορά το Άγιον Όρος. Μόνο με τις τοιχογραφίες του Πανσέληνου στο Πρωτάτο ή του Θεοφάνη στη Μονή Σταυρονικήτα , διαπίστωσα πόσο θαυμαστά πράγματα είχα στερηθεί από έναν ηλίθιο δογματισμό. Υπάρχει ακόμα βορείως των Πρεσπών αλλά εντός της FYROM ένα μικρο μουσείο απίστευτης ομορφιάς και σπουδαιότητας. Τέσσερις ή πέντε αμφίπλευρες εικόνες συγκροτούν κάτι εξόχως μοναδικό και ανεπανάληπτο που μένει για πάντα κάτι ξεχωριστό.
- Της Μακεδονίας...
Απορώ με αυτούς τους ανθρώπους για την έλλειψη αξιοπρέπειας που τους διακατέχει. Πώς μπορούν αφού είναι Σλάβοι ν αποποιούνται την ιερότητα της καταγωγής τους και να θέλουν να λέγονται Μακεδόνες;
- O Σύριζα πρόδωσε τους ψηφοφόρους του;
Είναι προφανές.
- Πώς σας ακούστηκε η φράση: «Aριστερόστροφος ο πιο επικίνδυνος φασισμός» που είπε ο Μίκης Θεοδωράκης στο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία στην Αθήνα;
Μιλάτε για γεγονός που έδωσα και εγώ το «παρών». Η φράση του Μίκη Θεοδωράκη ήταν εύστοχη. Γιατί ο αριστερόστροφος φασισμός είναι επενδεδυμένος με μια αγαθή πρόθεση. Για μένα ο Θεοδωράκης στο συλλαλητήριο ήταν συγκινητικός και αληθινός. Είναι προς τιμήν του τόλμησε να πει «Όχι» σε μια βεβαιότητα που βίωσε έντονα, που πρωτοστάτησε, που πρωταγωνίστησε. Αγαπώ και τον Γιώργο Καραμπελιά καθώς και τη γυναίκα του Χριστίνα που χρόνια ατελείωτα αγωνίστηκαν για ιδανικά αξιοσύνης και αξιοπρέπειας όμοια με τον Θεοδωράκη και τόσων άλλων. Βοηθάω και εγώ όσο μπορώ τον Καραμπελιά για την έκδοση ενός πολύ καλού περιοδικού «Νέος Λόγιος Ερμής», που δημοσιεύει κάθε τρεις μήνες επί τρία τώρα χρόνια υπέροχα κείμενα για μια ανανεωμένη Ελληνική παράδοση. Το πνευματικό κέντρο στην οδό Ξενοφώντος 4 λειτουργεί αρκετά χρόνια απρόσκοπτα χάρη στη γενναιοδωρία κυρίως και την ασταμάτητη εργασία του.
- Στην τέχνη είναι νέα η λογική που λέει πως το πλαίσιο που εκτίθεται ένα καλλιτεχνικό έργο μπορεί να είναι ίσης σημασίας με εκείνο;
Αυτό είναι βέβαια παλιό. Είχαν προηγηθεί οι Ντανταϊστές οι οποίοι διακωμωδούσαν την τέχνη ως προϊόν μιας κουλτούρας της αστικής συνθήκης, η οποία παραλλήλως έφερνε και τους καταστροφικούς πολέμους. Ο Μαρσέλ Ντυσάν, ο Πικαμπιά και άλλοι, τοποθετούσαν στις εκθέσεις τους έργα με κολλημένα σπιρτόξυλα, εισιτήρια λεωφορείων, έβαζαν μουστάκι στη Τζοκόντα ή τοποθετούσαν ανάποδα ένα ουρητήριο. Ωστόσο αυτά τα έργα – διαμαρτυρίας το σύστημα τα τοποθετούσε ξανά στα μουσεία που υποτίθεται ότι τα πολεμούσαν. Έκτοτε εδώ και εκατό τόσα χρόνια εξακολουθεί αυτή η τέχνη να είναι ή να παραστάνει την πρωτοπορία και το καινούργιο στην τέχνη.
- Τα Ντοκουμέντα της Αθήνας ήταν ένα παράδειγμα;
Κατά τη γνώμη μου ήταν ένα σύγχρονο κατάντημα της τέχνης. Παρακολουθώ τα Ντοκουμέντα του Κάσσελ πριν γεννηθείτε. Πήγαινα κάθε τέσσερα χρόνια για να βλέπω τι συμβαίνει με όλα αυτά μήπως και μείνω απληροφόρητος. Τα Ντοκουμέντα λειτούργησαν υπονομευτικά για την ίδια την τέχνη. Περιθωριοποίησαν τη ζωγραφική. Αντίθετα με τη ζωγραφική πιστεύω πως η ποίηση έχει ψηλά ακόμα το κεφάλι και διατηρεί απόλυτα την πνευματικότητα της.
- Γιατί η ζωγραφική ήταν ευκολότερη από την ποίηση στην υπονόμευσή της;
Γιατί εμπορευματοποιήθηκε. Ανοίχτηκε στις πύλες της ευκολίας. Έγινε μια τέχνης δίχως κριτήρια το κύρος της το αποκτούσε από το που εξετίθετο. Κάποτε οι ιστορικοί της τέχνης, οι διευθυντές των μουσείων έψαχναν να βρουν τα ταλέντα. Τώρα τα δημιουργούν οι ίδιοι. Τους λένε και τι να κάνουν. Έχει καταντήσει η όλη κατάσταση μια επιχείρηση όσων την διαπραγματεύονται ή τη διακινούν.
- Σε τι ελπίζετε;
Στο αίσθημα της αυτοσυντήρησης του λαού μας. Οι δύο μεγάλες πρόσφατες διαδηλώσεις νομίζω πως αντανακλούν ένα ανυποχώρητο αίσθημα αγάπης για την πατρίδα, την ορθοδοξία και την Ελληνική ιδιαιτερότητα, η οποία συνεχώς και μεθοδικά υπονομεύεται από τις δήθεν προοδευτικές δυνάμεις, τους Εθνομηδενιστές ή τους διεθνιστές, θλιβερά κατάλοιπα άλλων καιρών. Θα χρειαστούμε πιστεύω μια κυβέρνηση να αγαπάει τον τόπο και την τριχιλιετή πνευματική της παράδοση, την αναβάθμιση της παιδιάς, την προστασία της γλώσσας και την Εθνική μας ιδιαιτερότητα.


14 September 2018

Η φαντασίωση της αθανασίας και ο πλούτος της Google

Βιβλία, βιβλία

Του Σωτήρη Βανδώρου, Book Press, 10/9/2086
«Οι αθάνατοι δεν συνάπτουν δεσμούς ούτε με τους συγκαιρινούς τους, ούτε με όσους προηγήθηκαν, ούτε όμως και με αυτούς που θα τους διαδεχθούν. Ζουν έξω από κάθε σχέση καταγωγής, εκτός κάθε σχέσης μετάδοσης. Αυτό συμβαίνει επειδή είναι η θνητότητα εκείνη που μας υπενθυμίζει ότι το εκάστοτε άτομο δεν συνιστά έναν κόσμο από μόνο του. Ο κόσμος μας είναι γεμάτος νεκρούς: συνομιλούμε με τους αποθανόντες οικείους μας, προσευχόμαστε για χάρη τους, ορισμένες φορές τους γράφουμε κιόλας, ενώ σε κάθε περίπτωση συνεχίζουν να είναι παρόντες στις χειρονομίες μας, στην ψυχική μας διαμόρφωση και σε χίλιες καθημερινές μας συνήθειες, σαν μια κληρονομιά μου δεν μπορούμε με τίποτα να αποποιηθούμε»
Είτε το πιστεύετε είτε όχι, υπάρχουν άνθρωποι που αρνούνται να αποδεχθούν ότι ο θάνατος είναι η μοιραία κι αναπόφευκτη κατάληξη όλων μας. Και δεν εννοώ, βέβαια, τις παραλλαγές της θρησκευτικής πίστης, είτε αφορούν την ανάσταση νεκρών είτε τη μετενσάρκωση κ.ο.κ. Άλλωστε, όλες τους κηρύσσουν τη μετά θάνατον ζωή. 

Όχι, αναφέρομαι σε εκείνους οι οποίοι αντιμετωπίζουν το θάνατο ως ατύχημα, κατασκευαστική ατέλεια, ασθένεια, ως κάτι τέλος πάντων που δύναται και πρέπει να διορθωθεί. Και δεν κάθονται με σταυρωμένα χέρια. Δίνουν δισεκατομμύρια δολάρια προκειμένου οι σχετικές επιστημονικές (;) έρευνες να προκαλέσουν χειροπιαστά αποτελέσματα, επιφέροντας αρχικά παράταση της ζωής για δεκάδες ή κι εκατοντάδες χρόνια με την παύση ή αναστροφή της γήρανσης. 

Ορισμένοι, μάλιστα, εκτιμούν ότι με την εκθετική πρόοδο της Ιατρικής και της βιοτεχνολογίας και τους τεράστιους πόρους που διοχετεύονται στο εγχείρημα αυτοί οι Μαθουσάλες πρέπει να έχουν ήδη γεννηθεί. Και κάποια στιγμή σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον ελπίζουν ότι θα μπορούν βασίμως να αναφωνήσουν ότι το μότο τους έχει γίνει πραγματικότητα: «ο θάνατος θανατώθηκε»!
Θα αναρωτιέστε ορισμένοι ποιοι είναι αυτοί οι τρελοί για δέσιμο και γιατί πρέπει να ασχολούμαστε με δαύτους. Ο Φρανκ Νταμούρ, δημοσιογράφος (αλλά και διδάσκων στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λιλ), αναλαμβάνει να μας τους παρουσιάσει, να μας εξηγήσει κάπως καλύτερα τα τι και τα πώς αυτού του πρότζεκτ, αλλά και να προβεί σε μια κατεδαφιστική κριτική. Το σύντομο, ευθύβολο και πολεμικό δοκίμιό του έχει τη μορφή δεκατριών επιστολών που απευθύνονται στους ιδρυτές της Google Λάρι Πέιτζ και Σεργκέι Μπριν. 

Οι μεγιστάνες του κολοσσού της διαδικτυακής τεχνολογίας έχουν, βλέπετε, και άλλα ενδιαφέροντα, όντας ιδρυτές και της Calico, του βασικού βραχίονα διά του οποίου ευελπιστούν ότι θα επιτευχθούν ορόσημα στην καταπολέμηση του θανάτου μέχρι την τελική του κατατρόπωση. Εντάξει, θα πείτε. Έχοντας λύσει τα βιοποριστικά τους ζητήματα κι έχοντας ίσως μπουχτίσει από το γεγονός πως ό,τι αγαθό επιθυμούν μπορούν να το αποκτήσουν, τη βρίσκουν με το να σπαταλάνε τα δις τους σε κάτι το άπιαστο. Ίσως να διακατέχονται από μια φαντασίωση παντοδυναμίας και να έχουν την ψευδαίσθηση ότι τα πάντα είναι δυνατά με το χρήμα. Και πάλι, τι μας κόφτει;
Ο Νταμούρ μετράει τα λόγια του όταν λέει ότι, παρά το γεγονός ότι η μεγάλη πλειονότητα των επιστημόνων περιγελούν την ιδέα να κατακτήσει ο άνθρωπος την αθανασία, αφήνει ελάχιστες, έστω, πιθανότητες κάτι τέτοιο να πραγματοποιηθεί κάποτε. Εξάλλου, πολλά από τα ανθρώπινα επιτεύγματα σε παλαιότερες εποχές θεωρούνταν απλώς αδιανόητα. Όμως, κι εδώ τα πράγματα αρχίζουν να αποκτούν μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ισχυρίζεται ότι ακόμη κι αν είναι καταδικασμένη σε αποτυχία μια τέτοια επιδίωξη, και μόνον το γεγονός ότι έχει τεθεί σε εφαρμογή είναι προβληματικό, διότι παράγει απτά αποτελέσματα.
Ο συγγραφέας, περισσότερο διστακτικά απ’ όσο θα μπορούσε, συνδέει το κυνήγι της αθανασίας με τις εμπειρίες της ευγονικής. Μπορεί σήμερα η λέξη να είναι κακόσημη λόγω της σύναψής της με τις θηριωδίες των ναζί, αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε ότι, αν και προφανώς όχι τόσο εγκληματικά, προγράμματα ευγονικής εφαρμόστηκαν και σε φιλελεύθερες και δημοκρατικές χώρες, όπως η Σουηδία και οι ΗΠΑ. Ο αντίλογος των «ιμμορταλιστών» (από το immortal, δηλαδή αθάνατος) είναι ότι κατά το δικό τους «όραμα» οι πρόοδοι που θα επιτυγχάνονται στην παράταση της ανθρώπινης ζωής δεν θα επιβάλλονται καταναγκαστικά από κάποιο κράτος. Θα επαφίεται στην ελεύθερη επιλογή του καθενός εάν και πόσο θα κάνει χρήση των δυνατοτήτων που θα του παρέχονται. Αυτό, βέβαια, παραπέμπει κατευθείαν στη λεγόμενη «φιλελεύθερη» ευγονική που αποκτά (περισσότερο θεωρητικά ακόμη, παρά πρακτικά) υπόσταση από τα τέλη του 20ου αιώνα και δώθε και η οποία θέτει εξίσου σημαντικά βιοηθικά ζητήματα ώστε ακόμη και κατεξοχήν φιλελεύθεροι στοχαστές όπως ο Φράνσις Φουκουγιάμα να την αντιμετωπίζουν άκρως επικριτικά.
Εν πάση περιπτώσει, προς χάριν της συζήτησης, ας υποθέσουμε ότι είναι εφικτή η κατάκτηση της αθανασίας (ποτέ βέβαια δεν θα είναι εγγυημένη: ακόμη κι αν το γήρας και η αρρώστια μπορούν να αντιμετωπίζονται εσαεί, το ατύχημα ή ο φόνος καραδοκούν). Ποιο είναι το πρόβλημα; Το κεντρικό επιχείρημα του Νταμούρ, γύρω από το οποίο εξειδικεύεται ολόκληρη η επιχειρηματολογία του είναι ότι θεμελιακή κι απαραμείωτη διάσταση της ανθρώπινης συνθήκης είναι η θνητότητα. Η προσβολή της –ακόμη και μόνο διά της προσπάθειας άρσης ή υπέρβασής της– συνιστά αναπόφευκτα μια εκ βάθρων διατάραξη της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο πραγματικός και συμβολικός ορίζοντας του θανάτου μας (ο προσωπικός μας και των άλλων) μας κάνει αυτό που είμαστε. 

Είναι η τραγική γνώση του αναπόφευκτου τέλους που μας κάνει να πονάμε, αλλά ταυτόχρονα μας δίνει τη δυνατότητα να βιώσουμε πολύτιμες στιγμές ευτυχίας. Μας δίνει κίνητρα να αγωνιστούμε, να αναλάβουμε την ευθύνη των πράξεών μας, να κυνηγήσουμε τις επιθυμίες μας, να ρισκάρουμε, να δημιουργήσουμε πολιτισμό. Ο θάνατος, όσο αποτελεί τη μοναδική βεβαιότητα, συνιστά και την κοινή μας μοίρα. Είναι επομένως αυτός που μας επιτρέπει να αναπτύξουμε ταυτοτικούς δεσμούς, να αισθανθούμε αλληλέγγυοι με άλλους ανθρώπους, να νοηματοδοτήσουμε το δικό μας βίο με βίους που έχουν προηγηθεί και βίους που θα ακολουθήσουν. Είμαστε τέκνα και τεκνοποιούμε κι αισθανόμαστε έτσι ότι αποτελούμε τον κρίκο μιας αλυσίδας γενεών — μετέχουμε σε κάτι που προηγείται κι έπεται της φθαρτής και περιορισμένης μας ζωής. Αντιλαμβανόμενοι την περατότητά μας ονειρευόμαστε το άπειρο κι αναλογιζόμαστε το επέκεινα.
Όλα τούτα γίνονται κομμάτια και θρύψαλα εάν αισθανόμαστε απρόσβλητοι απ’ το θάνατο, υποστηρίζει ο Νταμούρ. Κι επισημαίνει πειστικά ότι τουλάχιστον στο σκεπτικό των ιμμορταλιστών (στους οποίους πέραν από τα Google’s boys εντάσσονται ουκ ολίγοι από τους πάμπλουτους καλιφορνέζους επιχειρηματίες της πληροφορικής και της τεχνολογίας) η «δολοφονία του θανάτου» συνάπτεται εν τέλει με μια ρηχή ιδεολογία που αποθεώνει τη ζωή ως μια ατελείωτη συσσώρευση καταναλωτικών αγαθών κι εμπειριών του αυτόνομου ατόμου. 

Βεβαίως, εδώ η αυτονομία δεν γίνεται κατανοητή με την αρχαιοελληνική σημασία της αυτοκυβερνώμενης πολιτείας και των αρετών του πολίτη, αλλά του κατά μόνας ατόμου το οποίο αισθάνεται αύταρκες και το οποίο δεν αναγνωρίζει χρέος προς κανέναν, αξιώνοντας αντίθετα να αφεθεί απερίσπαστο στην απόλαυση της ελευθερίας και των επιλογών του. Καθίσταται όμως έτσι ανέστιο σε έναν κόσμο τον οποίο δεν μοιράζεται πια με ομοίους του και στον οποίο η γενεαλογική διαδοχή καθίσταται άνευ νοήματος. Αναρωτιέται δηκτικά ο Νταμούρ: ένας «αθάνατος» γιατί να κάνει παιδιά και τι σημασία θα έχει η χρονική διαφορά μεταξύ τους σε μια κατάσταση κατά την οποία η κλεψύδρα του χρόνου έχει ακινητοποιηθεί; Μήπως πιο εύλογα θα θεωρήσει τυχόν απογόνους του ως ανταγωνιστές του στο διαμοιρασμό των πόρων;
Μολονότι συντάσσομαι αναφανδόν με τον συγγραφέα, δεν μπορώ να αποφύγω ένα προβοκατόρικο ερώτημα. Κατά τα καθιερωμένα, αναφέρεται σε ανθρώπινη συνθήκη (ή κατάσταση) την οποία αντιδιαστέλλουμε προς την ανθρώπινη φύση (όπως κάναμε πολύ παλαιότερα) προκειμένου ακριβώς να τονίσουμε τον ανοιχτό κι αδέσμευτο χαρακτήρα της. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος δεν ανάγεται σε κάποιου είδους βιολογικό προγραμματισμό, δεν περιορίζεται από κάποια προκαθορισμένη φύση, ίσα-ίσα αποδύεται συχνά σε έναν αγώνα ενάντια στη φύση (του). Εάν αυτό είναι ένα πρωταρχικό γνώρισμά μας, γιατί θα έπρεπε να θεωρηθεί, σε επίπεδο αρχής, αδιανόητη η εναντίωση στη θνητότητα; Εάν καταφάσκουμε ταυτόχρονα στην ανθρώπινη ελευθερία, γιατί θα πρέπει να εμποδίσουμε κάποιον να την ασπαστεί, εφόσον δεν πείθεται από τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται σε βάρος αυτής της επιδίωξης; 

13 September 2018

Σα να μην πέρασε μια μέρα…

της Σοφίας Βούλτεψη, elzoni.gr, 13/9/2018


Συγκρίνοντας τις ομιλίες Τσίπρα του 2017 και του 2018, διαπιστώνει καθένας ότι σε πολλές περιπτώσεις έχει πει τα ίδια πράγματα, συχνά και με τις ίδιες λέξεις. Σα να μην πέρασε μια μέρα δηλαδή! 
Και ιδού οι αποδείξεις:

Τσίπρας, 9 Σεπτεμβρίου 2017, ομιλία στη ΔΕΘ
«Να οργανώσουμε αυτό που εμείς ονομάζουμε το μέλλον για τους πολλούς».
Τσίπρας, 8 Σεπτεμβρίου 2018, ομιλία στη ΔΕΘ
«Το μέλλον ανήκει στους πολλούς».
Τσίπρας, 9 Σεπτεμβρίου 2017, ομιλία στη ΔΕΘ
«Να μιλήσω για το αύριο. Για το αύριο που θέλουμε, μας αξίζει, και που μπορούμε να έχουμε».
Τσίπρας, 8 Σεπτεμβρίου 2018, ομιλία στη ΔΕΘ
«Ήρθα για να μοιράσω και να μοιραστώ μαζί σας όραμα».
Τσίπρας, 9 Σεπτεμβρίου 2017, ομιλία στη ΔΕΘ
«Την Ελλάδα του κοινωνικού κράτους, της δίκαιης ανάπτυξης, της σταθερότητας και της εμπιστοσύνης. Το χρέος μας είναι να διαμορφώσουμε θεσμούς, μέσα από τους οποίους θα μπορούμε να προστατεύουμε αυτό που ονομάζουμε δημόσιο συμφέρον».
Τσίπρας, 8 Σεπτεμβρίου 2018, ομιλία στη ΔΕΘ
«Στο σχέδιο μας για τη Δίκαιη Ανάπτυξη, φίλες και φίλοι, επιτρέψτε μου μια αναφορά στον ρόλο   πυρηνικό ρόλο έχουν οι θεσμικές τομές για την εμβάθυνση της δημοκρατίας».
Τσίπρας, 9 Σεπτεμβρίου 2017, ομιλία στη ΔΕΘ
«Τα σημάδια ανάκαμψης και αντιστροφής της υφεσιακής πορείας είναι πλέον εμφανή και σε μας και στους επενδυτές, αλλά και στους εταίρους μας. Τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι η χώρα κινήθηκε με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης που αναμένονται κοντά στο 2% για το τρέχον έτος».
Τσίπρας, 8 Σεπτεμβρίου 2018, ομιλία στη ΔΕΘ
«Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σήμερα ξανά μετά από 9 ολόκληρα χρόνια σε τροχιά ανάκαμψης.Για έξι συνεχόμενα τρίμηνα σημειώνει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης».
Τσίπρας, 9 Σεπτεμβρίου 2017, ομιλία στη ΔΕΘ
«Όπως, βεβαίως, και οι διαδοχικές αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής μας ικανότητας, η μείωση των σπρεντ στα ομόλογα και η αναβάθμιση των δεικτών οικονομικής εμπιστοσύνης, που αγγίζουν πλέον τα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων ετών».
Τσίπρας, 8 Σεπτεμβρίου 2018, ομιλία στη ΔΕΘ
«Οι θεμελιώδεις δείκτες δείχνουν βελτίωση. Ο δείκτης οικονομικής εμπιστοσύνης, ο δείκτης οικονομικού κλίματος, ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης σημειώνουν τις καλύτερες επιδόσεις τους εδώ και πολλά χρόνια».
Τσίπρας, 9 Σεπτεμβρίου 2017, ομιλία στη ΔΕΘ
«Και βέβαια, ο καθένας καταλαβαίνει, αν επιθυμεί βέβαια να καταλάβει, ότι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και η αναζωπύρωση του επενδυτικού ενδιαφέροντος, είναι συνέπεια και της ανάκτησης του κύρους και των διεθνών συμμαχιών της χώρας. Την ανάκτηση της γεωπολιτικής δυναμικής και αξίας της χώρας».
Τσίπρας, 8 Σεπτεμβρίου 2018, ομιλία στη ΔΕΘ
«Οι επενδυτές ξαναβλέπουν την Ελλάδα με αίσθημα ασφάλειας».
Τσίπρας, 9 Σεπτεμβρίου 2017, ομιλία στη ΔΕΘ
«Από τον Ιανουάριο 2015, μέχρι τον Δεκέμβριο 2016, έχουν δημιουργηθεί 213.000 νέες θέσεις εργασίας. Και φέτος, έως τον Ιούλιο, δημιουργήθηκαν 263.000 νέες θέσεις εργασίας».
Τσίπρας, 8 Σεπτεμβρίου 2018, ομιλία στη ΔΕΘ
«Πάνω από 300.000 νέες θέσεις εργασίας έχουν δημιουργηθεί εντός της τριετίας»
Τσίπρας, 9 Σεπτεμβρίου 2017, ομιλία στη ΔΕΘ
«Γιατί, ξέρετε, το θέμα δεν είναι να βγούμε από την επιτροπεία για να ξανακάνουμε τα ίδια λάθη, που μας έβαλαν σε αυτή. Για να ακολουθήσουμε ξανά την πολιτική της επίπλαστης ευημερίας, του πελατειακού κράτους, της διαφθοράς, της διαπλοκής».
Τσίπρας, 8 Σεπτεμβρίου 2018, ομιλία στη ΔΕΘ
«Το ερώτημα, όμως, είναι: Πώς ονειρευόμαστε αυτήν τη νέα Ελλάδα; Θα βγάλουμε διδάγματα από τη κρίση; Ή θα γυρίσουμε πίσω στις αιτίες που την προκάλεσαν;
Πίσω δηλαδή στην Ελλάδα της σπατάλης, του πελατειακού κράτους, της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς, της κρατικοδιαίτης και διαπλεκόμενης πολλές φορές επιχειρηματικότητας, στην Ελλάδα του αλόγιστου δανεισμού, των πρωτογενών ελλειμμάτων και των τεράστιων ανισοτήτων και της αυθαιρεσίας».
Τσίπρας, 9 Σεπτεμβρίου 2017, ομιλία στη ΔΕΘ
«Αναβαθμίζουμε τα λιμάνια της Βόρειας Ελλάδας. Της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας, της Αλεξανδρούπολης, καθιστώντας τη χώρα διαμετακομιστικό κόμβο για την ευρύτερη περιοχή και πύλη εισόδου για όλη την Ευρώπη».
Τσίπρας, 8 Σεπτεμβρίου 2018, ομιλία στη ΔΕΘ
«Σημαντικές επενδύσεις έχουν ξεκινήσει και θα ολοκληρωθούν τα επόμενα χρόνια επίσης, στα μεγάλα λιμάνια της Βόρειας Ελλάδας, στη Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα και στην Αλεξανδρούπολη».
Τσίπρας, 9 Σεπτεμβρίου 2017, ομιλία στη ΔΕΘ
«Το νέο αξιοκρατικό σύστημα επιλογής προϊσταμένων, η σύσταση του μητρώου επιτελικών στελεχών, το ενιαίο σύστημα κινητικότητας, είναι καίριες τομές που προωθήσαμε και προχωράμε το επόμενο διάστημα».
Τσίπρας, 8 Σεπτεμβρίου 2018, ομιλία στη ΔΕΘ
«Με το νέο σύστημα επιλογής προϊσταμένων, το νέο σύστημα κινητικότητας και την ολοκληρωμένη αξιολόγηση δομών, διαδικασιών και προσωπικού».
Τσίπρας, 9 Σεπτεμβρίου 2017, ομιλία στη ΔΕΘ
«Πρώτον, απλοποιήσαμε την αδειοδότηση, κι αυτό καλύπτει ήδη περίπου το 30% της επιχειρηματικής δραστηριότητας, ιδίως στον τομέα της μεταποίησης, του τουρισμού, και της υγείας».
Τσίπρας, 8 Σεπτεμβρίου 2018, ομιλία στη ΔΕΘ
«Με τη νέα διαδικασία ηλεκτρονικής αδειοδότησης επιχειρήσεων, που μέχρι το τέλος του 2018 θα έχει επεκταθεί στο σύνολο των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας».
Τσίπρας, 9 Σεπτεμβρίου 2017, ομιλία στη ΔΕΘ
«Και τρίτον, με το Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα όλα πλέον γίνονται ηλεκτρονικά: Η αδειοδότηση, η καταγραφή του ελέγχου, η συνολική εποπτεία της αγοράς».
Τσίπρας, 8 Σεπτεμβρίου 2018, ομιλία στη ΔΕΘ
«Με το νέο Πληροφοριακό Σύστημα Άσκησης Οικονομικών Δραστηριοτήτων και Ελέγχων, του οποίου η λειτουργία αναμένεται εντός του 2019».
Σ’ αυτό το τελευταίο σημειώστε ότι το 2017 έλεγε ότι είχε ήδη γίνει και το 2018 είπε ότι θα λειτουργήσει εντός του 2019!
Τα συμπεράσματα δικά σας…