Ιδεολογική ασφυξία, αιτία θανάτου
της Μαρίας Κατσουνάκη, Καθημερινή, 29/4/2016
Τέσσερις υπουργοί της κυβέρνησης και ένας υφυπουργός συνυπογράφουν την «αιτιολογική έκθεση» για ένα σχέδιο νόμου του υπουργείου Εσωτερικών με τίτλο: «Καθιέρωση Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνοφωνίας και Ελληνικού Πολιτισμού». Οι υπουργοί Π. Κουρουμπλής, Ν. Κοτζιάς, Ν. Φίλης, Αρ. Μπαλτάς και ο υφυπουργός Εξωτερικών Ιω. Αμανατίδης συναινούν ώστε την 20ή Μαΐου να εορτάζονται με τις τιμές που τους πρέπουν η γλώσσα και, ευρύτερα, ο πολιτισμός μας. Αν αναρωτηθείτε γιατί η 20ή Μαΐου, υπάρχει η απάντηση: «Ως η ημέρα γέννησης του Σωκράτη». Και επειδή στον συντάκτη της έκθεσης υπήρχε, καθώς φαίνεται, μια μικρή έστω αμφιβολία για την ημερομηνία γέννησης του κορυφαίου φιλοσόφου («πρώτη φορά» αναφέρεται με τόση βεβαιότητα εξάλλου, αλλά ενδεχομένως η κυβέρνηση να γνωρίζει κάτι που αγνοούν ιστορικοί και μελετητές) φρόντισε να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του: «Η 20ή Μαΐου αποτελεί ημερομηνία ενάρξεως της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας, η οποία λειτούργησε κομβικά για την ελληνορθόδοξη παράδοση και τη μεταγενέστερη πολιτιστική επιρροή της ανά τον κόσμο. Παράλληλα, επισημαίνεται ότι η 19η Μαΐου έχει καθιερωθεί ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, ενώ η 21η Μαΐου ως επέτειος της Μάχης της Κρήτης». Συνεπώς, καταλήγει ο συντάκτης με τις υπογραφές πέντε στελεχών της κυβέρνησης, «με την καθιέρωση της 20ής Μαΐου ως Ημέρας Παγκόσμιας Ελληνοφωνίας και Ελληνικού Πολιτισμού, δημιουργείται ένα τρίπτυχο, που συνδέει τη γλώσσα και τον πολιτισμό με το ιστορικό γίγνεσθαι, καθώς και τη διαχρονική και διατοπική παρουσία του Ελληνισμού».
Θα άξιζε τον κόπο να αναφερθεί κανείς και στους λόγους που επικαλείται ο συντάκτης για να οργανώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την «αιτιολογική έκθεση». Και τι δεν προσκομίζει ως στοιχεία ενός «σκεπτικού» (που θα λέγαμε) που απογειώνουν το ελληνοχριστιανικό ιδεώδες, προασπίζουν τη, διαρκώς απειλούμενη εννοείται, εθνική μας ταυτότητα και την πολιτιστική κληρονομιά μας «σε περιβάλλον παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας, όπου διαπιστώνεται η καταφανής τάση συρρίκνωσης και συμπίεσης των “μικρών” γλωσσών». Τι για «συνέχεια του έθνους μας», που «αγωνίζεται να ορθοποδήσει», τι «για το μέλλον της ελληνικής γλώσσας» που «ταυτίζεται με το μέλλον του Ελληνισμού», τι «για εθνικό χρέος έναντι της ιστορίας μας», για «ανάδειξη του μεγαλείου» (της γλώσσας μας), τι για την «αδιάλειπτη διάδοσή της σε κάθε δυνατή περίσταση»... Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς και τι να αντιπαραβάλει σε αυτό το παραλήρημα ελληνοπρέπειας, τόνωσης και εμψύχωσης του ελληνικού φρονήματος, με τρόπο που θα έκανε τους Συνταγματάρχες να αλλάζουν χρώμα από ζήλια ή υπερηφάνεια (δεν θα μάθουμε ποτέ). Πέντε στελέχη της κυβέρνησης συνυπογράφουν ένα κείμενο φοβικό, γεμάτο προκαταλήψεις, περίκλειστο, αρνητικό στο σύγχρονο, σε ό,τι συνιστά εξέλιξη, που ιδεοληπτικά, από άποψη ή από άγνοια, στρέφεται στο παρελθόν, που αρδεύεται από τον εθνολαϊκισμό για να επαναλάβει επί της ουσίας ένα, το ίδιο, επιχείρημα: «Όταν εμείς κτίζαμε Παρθενώνες...».
Αδιαφορώντας για τις, ατέρμονες αλλά όχι χωρίς σημασία, συζητήσεις που έχουν μεσολαβήσει περί «γλώσσας», σαν να μην έχουν παρακολουθήσει τον διαρκώς ανοικτό διάλογο, μυθοποιούν το παρελθόν για να παραμορφώσουν το παρόν. Λες και η γλωσσική συνείδηση και συμπεριφορά διαμορφώνεται από επετείους και εορτασμούς. Λες και η άμυνα απέναντι στην έκπτωση ή στον εκφυλισμό είναι η υπενθύμιση του «μεγαλείου» ή της «συνέχειας του έθνους». Λες και η γλώσσα και ο πολιτισμός μεταφέρονται από εποχή σε εποχή ταριχευμένα, έτοιμα για προσκύνημα. Κινδυνεύουμε αδιαλείπτως, μας λέει ο συντάκτης, από την «παγκοσμιοποίηση» να συρρικνωθούμε μέχρις εξαφανίσεως. Αδιαφορώντας εάν και η ιδεολογική ασφυξία αποτελεί αιτία θανάτου.