Από την Αρχαία Ελλάδα στον Χριστιανισμό...
του Αριστοτέλη Κωλώτη Κερασοβίτη, ΚΗΠΟΣ FB, 20/2/2016
Ορμώμενος από την Παρρησία, με την οποία οι επικούρειοι αντιμετωπίζουν τις προσωπικές τους σχέσεις, θέλησα να κάνω μία εργασία αναζητώντας την ρίζα αλλά και την διαδρομή της στο πέρασμα των αιώνων. Η έρευνα μου έφερε στο φως στοιχεία τα οποία και σας τα παραθέτω.
Κατ' αρχήν, χρειάζεται απαραίτητα να ξεκαθαρίσουμε το πρωταρχικό νόημα της λέξης, όταν αναφερόμαστε σε κάτι συγκεκριμένο, όταν αναζητούμε, ή όταν εκφέρουμε γνώμες. Ιστορικά τον όρο «παρρησί» τον συναντάμε για πρώτη φορά μέσα στην διασωθείσα Ελληνική Γραμματεία στον Ευριπίδη (5ος αιώνας π.α.χ.χ., «Ιππόλυτος» 422, «ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΑΡΡΗΣΙΑι ΘΑΛΛΟΝΤΕΣ»).
Η «Παρρησία» λοιπόν σημαίνει το να εκφράζεται κάποιος με θάρρος και ειλικρίνεια, με ευθύτητα και τόλμη, δίχως φόβο και αναστολές. Ωστόσο, δεν πρέπει να την συγχέουμε με την τραχύτητα ή την αγένεια.
Ένα από τα βασικά στοιχεία της «παρρησίας» είναι η προϋπόθεση να κατέχει κάποιος ήδη την αναγκαία ηθική ποιότητα, ώστε να μπορεί να πει άφοβα την (υποκειμενική) αλήθεια, την οποία αποφεύγει να επωμισθεί ο φαύλος ο δειλός ή ο ψεύτης.
Στην περίοδο της κλασικής Ελλάδας, εάν εξαιρέσουμε τον Πλάτωνα που την έβλεπε ως εφαλτήριο της φλυαρίας των δημοκρατικών, η «Παρρησία» θεωρείτο βασική αρετή, και προϋπόθεση μέσω της οποίας διαμορφωνόταν η ελευθεροπρέπεια του ανθρώπου που τον ξεχώριζε από την δουλικότητα. Αυτή εκδηλωνόταν τόσο στον πολιτικό λόγο (όπου ο πολίτης καλούνταν να υπερασπιστεί τις θέσεις του) στον πολιτιστικό (θέατρο, ποίηση κτλ) αλλά και στον θρησκευτικό.
Παράγωγά της είναι το ουσιαστικό «παρρησιαστής» (που με εξαίρεση τα «Ηθικά Νικομάχεια», δεν απαντάται στα σωζόμενα κείμενα της κλασικής αρχαιότητος, αλλά επικρατεί αργότερα, κατά την ρωμαϊκή εποχή, στον Πλούταρχο και τον Λουκιανό), δηλαδή εκείνος που μιλά ελευθέρως, το ρήμα «παρρησιάζομαι» και το επίθετο «παρρησιαστικός» (Αριστοτέλης, «Ρητορική», 2.5.11), δηλαδή ο διατειθέμενος να ομιλήσει ελευθέρως.
Αρκετοί κλασικιστές όπως ο Βρετανός Ρίτσαρντ Λίβινγκστον (1880-1960) και ο Ελβετός Αντρέ Μπονάρ (1888-1959) συμφωνούν ότι τα κυριότερα γνωρίσματα του αρχαιοελληνικού πνεύματος είναι τα ακόλουθα πέντε:
1. το Μέτρον και η Φρόνηση
2. η Ευθύτης και Παρρησία
3. η Φιλοκαλία, δηλαδή η αγάπη για το κάλος4. ο Ανθρωπισμός
5. η αγάπη για Ελευθερία
Σε αντίθεση με όλα τα παραπάνω όμως, η «Παρρησία», σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο, για τους χριστιανούς πηγάζει από τη σχέση τους με τον Θεό η οποία βασίζεται στην πίστη στον Ιησού Χριστό, προσθέτοντας ότι διαμέσου του Ιησού Χριστού «έχουμε αυτή την παρρησία καθώς και πρόσβαση με πεποίθηση μέσω της πίστης μας σε αυτόν». (Επιστολή προς Εφεσίους 3:8-12) Αντί να αποτελεί έμφυτο προνόμιο δηλαδή η "παρρησία" πηγάζει από τη σχέση μας με τον Θεό, η οποία βασίζεται στην πίστη στον Ιησού Χριστό. Επίσης ο Παύλος συνέδεσε την ελπίδα με «μεγάλη παρρησία». (Επιστολές 2 προς Κορινθίους 3:12 και Φιλιππησίους 1:20.)
Το παρ’ αξία δώρο της παρρησίας συνεχίζει να μας λέει ο Παύλος είναι αληθινά πολύτιμο. Με αυτό μπορούμε να δοξάζουμε τον Θεό στο έργο κηρύγματος και διδασκαλίας που κάνουμε καθώς και να τον πλησιάζουμε ακόμη πιο πολύ μέσω προσευχής. Ας “μην αποβάλουμε την παρρησία μας, για την οποία θα δοθεί μεγάλη ανταμοιβή”—η ανταμοιβή της αιώνιας ζωής. (Επιστολή προς Εβραίους 10:35).
Και ενώ ο Παύλος μας λέει όλα αυτά, ο «Γέρων Παΐσιος» ενημερώνει τους ομοθρήσκους του ότι «η παρρησία είναι αναίδεια και διώχνει μακριά τον φόβο του Θεού σαν τον καπνό που βάζουμε στις μέλισσες, για να απομακρυνθούν από την κυψέλη». ("Γέροντος Παΐσιου του Αγιορείτου Λόγοι Α΄, Μέρος Γ΄, Κεφάλαιο 4ο".)
Και συνεχίζει ο «Γέρων Παΐσιος» στην ίδια παραπομπή:
«Να νιώθεις τον εαυτό σου κάτω από όλους. Χρειάζεται ταπείνωση πολλή. Σαν μικρότερη που είσαι, να έχης σε όλες τις αδελφές σεβασμό και ευλάβεια. Να λες τον λογισμό σου ταπεινά και όχι να δείχνης ότι τα ξέρεις όλα. Τότε θα σε χαριτώνη ο Θεός και θα κάνης προκοπή. Η παρρησία στον υποτακτικό είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του, γιατί διώχνει την ευλάβεια. Συνήθως στην παρρησία επακολουθεί η ανταρσία και έπεται η αναισθησία και η αδιαφορία για τις μικρές αμαρτίες στην αρχή, τις οποίες σιγά-σιγά συνηθίζει κανείς και τις βλέπει μετά φυσιολογικές· αλλά ανάπαυση στο βάθος της ψυχής δεν υπάρχει παρά μόνον άγχος. Ούτε και μπορεί να καταλάβη ο άνθρωπος τι έχει, γιατί η καρδιά εξωτερικά είναι γλιτσιασμένη και δεν αισθάνεται τις στραβοξυλιές που κάνει».
Ο επικούρειος Φιλόδημος από τα Γάδαρα της Παλαιστίνης (110 - 35) στο έργο του «Περί Παρρησίας» αξιολογεί την Παρρησία όχι αυτοτελώς αλλά σύμφωνα με την ποιότητα του υποκειμένου της: «Άλλος εκδηλώνει παρρησία λόγω ευγενικού χαρακτήρος και άλλος λόγω μοχθηρού χαρακτήρος. Ευγενικός είναι όποιος πάντοτε έχει καλή πρόθεση, φιλοσοφεί συνετά και διαρκώς, είναι μεγαλόψυχος, αδιάφορος για τη δόξα, καθόλου πολιτικάντης, απαλλαγμένος από φθόνο, αναφέρεται μόνο στο θέμα συζήτησης και δεν ξεφεύγει από αυτό για να προσβάλει ή να διαπομπεύσει ή να περιφρονήσει ή να βλάψει, ούτε χρησιμοποιεί ασελγείς εκφράσεις ή κολακείες. Ούτε είναι ασυγκράτητος στην γλώσσα, ούτε μεμψίμοιρος, διότι δεν είναι ανόητος ώστε να θυμώσει ακόμη και αν κάποιος τον βλάψει λίγο, ούτε είναι ευερέθιστος, ούτε τραχύς, ούτε πικρόχολος. Αντιθέτως, είναι λόγω μοχθηρίας που εκδηλώνει παρρησία αυτός που έχει τα αντίθετα χαρακτηριστικά».
Είναι εμφανής η σύγχυση στον χριστιανικό ορισμό της λέξης «Παρρησία» σε σχέση με τον αρχαιοελληνικό, όπου η ύπαρξη του Δημοκρατίας γέννησε πολύ σύντομα ένα θαυμαστό χαρακτηριστικό του Έλληνος Ανθρώπου που λέγεται Παρρησία και η οποία εξηφανίσθη μετά την πλήρη καταστροφή των Ελληνικών πολιτικών θεσμών (λ.χ. διάλυση επί Ιουστινιανού των τελευταίων Βουλευτηρίων των ελληνικών πόλεων) και έκτοτε σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις, και αυτές στους σύγχρονους καιρούς μόνο, επέστρεψε αυτή ξανά στο αυθεντικό της νόημα και μέγεθος...