του Βασίλη Αγγελικόπουλου, Καθημερινή, 20/7/2014
Θυμάμαι το
πρωινό της 20ής Ιουλίου 1974 ακριβώς 40 χρόνια από σήμερα. Σαν κεραυνοί έπεφταν
στο κεφάλι μας πρώτα το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στην Κύπρο μετά η
τουρκική εισβολή και τέλος η κήρυξη επιστράτευσης.
Το κακό με
βρήκε τη στιγμή που έπαιρνα ανάσα μετά από δύσπνοια χρόνων: Μόλις είχα απολυθεί
από τον στρατό και μόλις είχα περάσει ένα μάθημα που χρωστούσα για το πτυχίο.
Κατακαλόκαιρο
κι έλειπαν οι δικοί μου μακριά οπότε συντροφιά με δυο φίλους πήγα στον σταθμό
Λαρίσης με τα λιγοστά πράγματα που έγραφε το «χαρτί» να πάρουμε μαζί μας «μέσα
σε μαξιλαροθήκη». Τότε άρχισε η αγωνία να γίνεται πανικός. Έβλεπες ότι δεν
ήξεραν τι τους γίνεται.
Μας στρίμωξαν τελικά σ’ ένα βαγόνι για ζώα –κυριολεκτώ: άδειο, λαμαρίνα γύρω γύρω με χαλκάδες στα τοιχώματα– τόσο γεμάτο που καθόμασταν κάτω εκ περιτροπής. Σύμφωνα με το «χαρτί» έπρεπε να παρουσιαστώ στη Λάρισα. Όπου κάναμε 14 ώρες για να φτάσουμε.
Ακούγαμε
«ειδήσεις» των χουνταίων από κάτι τρανζίστορ κι αισθανόμασταν ως πρόβατα επί
σφαγήν. Μόνο αργά τη νύχτα ένα μήνυμα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου μας έκανε
τουλάχιστον να νιώσουμε ότι δεν μας έχει ξεχάσει κι ο θεός.
Φτάσαμε
Λάρισα κατά τις 5 το πρωί, αλλά το μαγαζί κοιμόταν «να ’ρθείτε μετά τις 6» μας
είπε ο αλφαμίτης. Ξαπλώσαμε μπροστά στην πύλη και περιμέναμε. Εμένα, παρά το
«χαρτί», με κοιτάξανε στραβά «τι θες εσύ εδώ, να πας εκεί απ’ όπου απολύθηκες»
και με φορτώσανε ξανά σε τρένο για Θεσσαλονίκη – Τρίτο Σώμα Στρατού, με Ντάβο
διοικητή.
Που δεν το
βρήκα στη βάση του όταν κάποτε έφτασα γιατί είχε φύγει «για τα σύνορα». Ποια
σύνορα. Είχε ξεμείνει από μηχανικές βλάβες των Ρέο του λίγα χιλιόμετρα έξω από
τη Θεσσαλονίκη στο Φίλυρο.
Μου δίνουν
μια φόρμα, χωρίς μπότες, κράνος και όπλο, δεν είχαν άλλα είπαν, και μ’ αφήνουν
στη μοίρα μου. Ώσπου με λυπήθηκε μια «σειρά» οδηγός και με πετάει μ’ ένα τζιπάκι
στο Φίλυρο.
Κάναμε μέρες
για να ξεκολλήσουμε από εκεί. Κάποτε ξεκινήσαμε «για τα σύνορα». Όπου δεν
φτάσαμε ποτέ λόγω πολιτικών εξελίξεων. Φτάσαμε μόνο ως τον Άγιο Σύλλα στους
λόφους της Καβάλας τόπο κατάφυτο και χωρίς ίχνος σπιτιών τότε και στρατοπεδεύσαμε.
Φυτρώσαμε
μάλλον αφού για όλους τους άλλους σιγά σιγά έληξε η «επιστράτευση», όχι όμως
και για μας, «του Ντάβου». Απολύθηκα μετά δύο μήνες, τέλη Σεπτεμβρίου.
Επέστρεψα σε μιαν Αθήνα που ήταν άλλη.