24 August 2024

Ο συµπαντικός ετεροµορφισµός κι εµείς

 Η Καθημερινή, 2 Jun 2024

του ομότιμου καθηγητή ΕΜΠ, Θ. Π. ΤΑΣΙΟΥ

Η Ψυχολογία αναγνωρίζει την ασυγκράτητη παρόρµηση του Είναι, όταν φθάνει σε αδιέξοδο, να παράγει αυτοστιγµεί έναν Μύθο, προς «παρα-μυθίαν» του. Πρόκειται για µια σχεδόν ανενσυνείδητη δράση.

Ετσι και στον φόβο του θανάτου, το κάθε άτοµο ενδέχεται να παραγάγει παραµυθίες ποικίλες, όπως κυρίως το «άλλο» εκείνο εξωλογικό συστατικό του Είναι, που βαφτίσθηκε «ψυχή».

Ωστόσο, ένα σηµαντικό τµήµα των συνανθρώπων µας δεν ικανοποιείται µ’ αυτήν την παραµυθία. Αµφιβάλλουν τόσο πολύ, ώστε αναζητούν άλλης κατηγορίας «παραµυθίες», συµβατότερες ει δυνατόν µε τις απαιτήσεις του Λόγου. Η πιο ακραία είναι µια οιονεί παρηγοριά, την οποία δίνει η αξιοπρέπεια της στωικότητας – η καρτερική αταραξία µπροστά σε ένα αναπόφευκτο γεγονός.

Υπάρχει ωστόσο και µια άλλη (θα την έλεγα κάπως πλουσιότερη) κατηγορία στάσεων έναντι του θανάτου, που φιλοδοξούν να είναι και συµβατές µε την επιστήµη. Σ’ αυτήν την κατηγορία υπάγονται και τα ερωτήµατα των Τσαµ και Ουάιτσον, τα οποία µας πρόσφερε γενναιόδωρα ο κ. Ηλ. Μαγκλίνης στην «Καθηµερινή» (18.05.24): «Είναι πιθανή η ζωή µετά τον θάνατο, βάσει των νόµων του σύµπαντος;». Και απαντούν, εστιάζοντας «στην πληροφορία για το πώς είναι η διάταξη των σωµατιδίων µας, η οποία συνιστά την ύπαρξή µας – µια πληροφορία που δεν χάνεται όταν το σώµα µας πεθαίνει, αλλά παραµένει κωδικοποιηµένη στην κβαντική κατάσταση του σύµπαντος». Κι εγώ µεν δεν πείθοµαι για την επιστηµονικότητα αυτής της άποψης – ιδίως µετά την ανάγνωση του πρόσφατου βιβλίου του Στ. Τραχανά «Ο Κύκλος» (ΠΕΚ, 2024).

Ας µου επιτραπεί, όµως, να νοµίζω ότι η ύπαρξή µας δεν περιγράφεται µόνο µε τη διάταξη των σωµατιδίων µας, αλλά µε τα εξής τρία: α) Τα σωµατίδια αυτά καθαυτά, β) τη διάταξή τους και γ) τη λειτουργία τους. Η διάκριση αυτή µάλιστα συνεπάγεται µια σηµαντική διεύρυνση των µετά τον θάνατο συνεπειών. Πράγµατι, η αποσύνθεση των σωµατιδίων µου δεν συνιστά «φθορά»: Η τροφοδότηση των ζωντανών οργανισµών (µικροβίων και φυτών) είναι µια δίκαιη επιστροφή των χηµικών στοιχείων που είχα δανεισθεί απ’ τη φύση, τρεφόµενος µε τα θανατικά προϊόντα φυτών και ζώων. Γεγονός που είναι µια πρώτη φανέρωση του ευεργετικού προσώπου του θανάτου ως ανακυκλικού «Ετεροµορφιστή». Κι όσο εγώ τρεφόµουν µε τα θανατικά προϊόντα φυτών και ζώων, (θα έπρεπε να) ήµουν ευγνώµων προς το φαινόµενο του θανάτου· τώρα που συµµετέχω στο ίδιο καθολικό φαινόµενο, πώς γίνεται να ξεχάσω ότι τα (άλλωστε δανεικά) υλικά των σωµατιδίων µου επιβιώνουν πλέον σε ζωντανούς οργανισµούς! Είµαστε άραγε τόσο κακοµαθηµένοι, ώστε να µη µας συγκινεί αυτή η υπέροχη φυσική πραγµατικότητα;

Ας είµαστε, όµως, λίγο πιο ειλικρινείς: Ολα τούτα, για να έχουν ψυχολογικό αποτέλεσµα, απαιτούν µια πολύχρονη διανοητική παράδοση, που δεν την έχουµε. Εµάς, σήµερα, εκείνο που µάλλον µας πονάει, είναι ένα καίριο επακόλουθο της διακοπής µιας «λειτουργίας» των σωµατιδίων µας – και εννοώ την απώλεια της αυτοσυνειδησιακότητας. Εδώ, η πίστη στην έννοια µιας ειδικώς δηµιουργηµένης προσωπικώς για µένα «ψυχής» (προ της γεννήσεώς µου, όπως και µετά τον θάνατό µου) συνιστά µια τέλεια παραµυθίαν – είπαµε όµως να σχολιάσοµε τις θέσεις εκείνων που διατηρούν αµφιβολίες περί αυτής. Και αναζητούν απόψεις, ει δυνατόν, πιο συµβατές και µε την επιστήµη.

Λοιπόν, ως γνωστόν, ένα σηµαντικό φιλοσοφικό ρεύµα (κυρίως κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια), µε τη βοήθεια και των νευροεπιστηµών, καλλιεργεί την άποψη πως πιθανότατα το Εγώ δεν είναι «πράγµα», δεν δίδεται· αλλά δοµείται και αναδύεται σταδιακά κατά τη βρεφική ηλικία, και συντηρείται συνεχώς καθ’ όλον τον βίο, µε τις ίδιες σχέσεις: προς τον αντικειµενικό κόσµο, προς τα έµβια όντα και προς τα εσωτερικά χαράγµατα της βιολογικής µηχανής του σώµατος.

Αν η άποψη αυτή αληθεύει, τότε το Εγώ δεν συνιστά «ιδιοκτησία», αλλά ήταν µια υπερσυστηµική ιδιότητα, τεράστιας σηµασίας. Που προσφέρει το προνόµιο να βλέποµε βαθιά µέσα στο σύµπαν, αλλά που ενέχει ανάλογη αστάθεια, όση και οι χηµικές ενώσεις του σώµατος. Οπότε, αφού το Εγώ δεν είναι πράγµα «σταθερόν και ιδιόκτητον», θα είναι ηπιότερος κι ο πόνος της απώλειάς του. Μπορεί αυτός ο πόνος να αντισταθµίζεται πλήρως απ’ τη σεµνή αίσθηση συµµετοχής «µας» στον αέναο συµπαντικό ετεροµορφισµό, σε γιγαντιαίες χωρικές και χρονικές κλίµακες – που θα µπορούσαν να παραγάγουν ακόµη και µιαν αίσθηση ιερότητας: Εχετε σκεφθεί πόσο γρήγορα µια µαύρη τρύπα καταπίνει ολόκληρα ηλιακά συστήµατα και πόσο ενίοτε γεννάει νέα αστρικά πλήθη; Αν µη τι άλλο, η εστίαση της προσοχής µας στα συµπαντικά φαινόµενα µας προάγει σε µια σιωπηρή σεµνότητα και σε περιστολή της εγωιστικής απαίτησης για «προσωπική» εξαίρεση απ’ τους συµπαντικούς νόµους της ∆ηµιουργίας.