30 June 2016

Zώντας επί ένα χρόνο ...

με τα «απαγορεύεται» των capital controls

του Γιάννη Παπαδογιάννη, Καθημερινή, 29/6/2016


Ένας χρόνος συμπληρώνεται σήμερα από την επιβολή των κεφαλαιακών περιορισμών, που αποτέλεσαν την κατάληξη της περίφημης διαπραγμάτευσης του 2015. Μιας «γενναίας διαπραγμάτευσης» που όμως, σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζα της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, είχε κόστος: τα 86 δισ. του τρίτου μνημονίου και τους ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, που επιβλήθηκαν μετά την εκροή 45 δισ. σε καταθέσεις.


Τα capital controls ήταν το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης για το «σκίσιμο των μνημονίων», την κατάργηση της «εξωθεσμικής τρόικας», τη «διαγραφή του χρέους», τον «τερματισμό της λιτότητας» και την «αλλαγή πολιτικής στην Ευρώπης». Μετά την εκλογική αναμέτρηση της 25ης Ιανουαρίου 2015, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κινήθηκε ελπίζοντας να ανατρέψει τα πάντα, ποντάροντας στην άποψη ότι «στο τέλος θα μας δώσουν τα λεφτά γιατί δεν τους συμφέρει να διαλύσουμε την Ευρωζώνη...». Ο καιρός περνούσε, η ολοκλήρωση της συμφωνίας μεταφερόταν από εβδομάδα σε εβδομάδα και από μήνα σε μήνα. Ετσι, περίπου πέντε μήνες μετά τις εκλογές, συμφωνία δεν υπήρχε, οι καταθέσεις μειώνονταν με ταχύτητα και η ανησυχία για τον κίνδυνο εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ κυριαρχούσε. Την Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015 έληξε η προθεσμία που είχαν θέσει οι εταίροι στην ελληνική κυβέρνηση για την αποδοχή της πρότασής τους, με την κυβέρνηση να απαντά με δημοψήφισμα, το οποίο ορίστηκε για τις 5 Ιουλίου. Λίγες στιγμές μετά, η ΕΚΤ γνωστοποιούσε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει να στηρίζει τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών, προχωρώντας σε αυτό που ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης είχε χαρακτηρίσει τόσο πιθανό «όσο να μην ανατείλει αύριο ο ήλιος».

Κάπως έτσι, τη Δευτέρα 29 Ιουνίου οι τράπεζες για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση δεν λειτούργησαν, ενώ εκτός λειτουργίας ήταν τα ΑΤΜ και το Internet και phone banking, με τις τράπεζες να δουλεύουν νυχθημερόν, προκειμένου να προσαρμόσουν τα μηχανογραφικά συστήματα στη νέα πραγματικότητα των capital controlos. Σήμερα, ένα χρόνο μετά, τα προβλήματα στην πραγματική οικονομία είναι μεγάλα και, όπως σημειώνουν στελέχη τραπεζών, είναι αστεία η κουβέντα για την προσέλκυση μεγάλων ξένων άμεσων επενδύσεων όσο παραμένουν οι περιορισμοί.

Οι πολίτες δεν μπορούν να λαμβάνουν πάνω από 60 ευρώ την ημέρα από τον λογαριασμό τους (ή 420 την εβδομάδα), δεν μπορούν να μεταφέρουν χρήματα στο εξωτερικό, δεν μπορούν να αγοράζουν μετοχές, ομόλογα ή αμοιβαία κεφάλαια, δεν μπορούν να ανοίγουν νέους τραπεζικούς λογαριασμούς, δεν μπορούν να χρησιμοποιούν τις πιστωτικές τους κάρτες για συναλλαγές στο εξωτερικό κ.ά. Βασικά ούτε να αρρωστήσεις και να νοσηλευτείς στο εξωτερικό δεν μπορείς, χωρίς να πάρεις κάποια έγκριση (αρχικά από τη Επιτροπή Εγκρίσεων, τώρα από τις τράπεζες). Μπορεί να έχουν χαλαρώσει οι περιορισμοί για κάποιες συναλλαγές μέσω Internet, ωστόσο η λίστα με τα «απαγορεύεται» παραμένει μεγάλη: δεν μπορούν να γίνουν αγορές ειδών ένδυσης, υπόδησης, οικιακού εξοπλισμού, ηλεκτρονικών ειδών, ηλεκτρονικού εξοπλισμού, καλλυντικών κ.ά.

Αντίστοιχα, οι περισσότερες εμπορικές συναλλαγές θα πρέπει να περάσουν από το κατώφλι της Επιτροπής Εγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών. Προκειμένου να εισαγάγει είτε αγαθά (από τρόφιμα μέχρι υφάσματα) είτε πρώτες ύλες, μηχανήματα και ανταλλακτικά για να λειτουργήσουν οι βιομηχανίες, κάθε επιχείρηση θα πρέπει να καταθέσει, μέσω της τράπεζάς της, αίτημα στην Επιτροπή Εγκρισης. Αν και η κατάσταση έχει ομαλοποιηθεί σε σχέση με τους πρώτους μήνες, οι εμπορικές συναλλαγές έχουν ισορροπήσει σε πολύ χαμηλότερο σημείο. Oι μεγάλοι χαμένοι των capital controls ήταν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, αντίθετα με τις μεγάλες επιχειρήσεις, και ειδικά τις πολυεθνικές, που είχαν εναλλακτικές δυνατότητες για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση.

Καθοριστική ήταν η συμβολή της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εξασφάλισε, σε συνεργασία με τις εμπορικές τράπεζες, την ομαλή λειτουργία των ΑΤΜ τις δύσκολες πρώτες ημέρες και στη συνέχεια κατάφερε να διαχειριστεί τη νέα δύσκολη πραγματικότητα.