06 October 2012

Από τις ιερές ανταλλαγές στην άφεση αμαρτιών

Μίνα Μουστάκα, TA NEA, 6/10/2012

Τέσσερα χρόνια πριν, η υπόθεση της Μονής Βατοπεδίου έβγαινε από το συρτάρι του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης με στόχο την αναζήτηση ποινικών ευθυνών. Τέσσερα χρόνια μετά, ο εισαγγελέας Εφετών δείχνει για 12 το εδώλιο. 


Τελικά, ήταν ή όχι σκάνδαλο η υπόθεση της Μονής Βατοπεδίου; Το Δημόσιο ζημιώθηκε ή όχι από την ανταλλαγή  εκτάσεων με τη λίμνη Βιστωνίδα και τις παραλίμνιες εκτάσεις; Ο ηγούμενος της Μονής Εφραίμ ήταν πράγματι ο ιθύνων νους της ιστορίας; Και αν στη μία πλευρά ήταν παραπλανηθέντες υπουργοί που υπέγραφαν για τις αποκαλούμενες «ιερές ανταλλαγές», ποιοι αλήθεια ήταν εκείνοι που τους έστησαν την επιχείρηση παραπλάνησής τους;

Ηταν περίπου τέτοια εποχή, πριν από τέσσερα χρόνια, όταν ο τότε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γιώργος Σανιδάς έβγαλε από το συρτάρι την υπόθεση της Μονής Βατοπεδίου διατάσσοντας  προκαταρκτική εξέταση για την αναζήτηση ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών. Μόνο που εξ υπαρχής ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός χάραξε μια κόκκινη γραμμή, αφήνοντας εκτός του πεδίου των ποινικών αναζητήσεων πιθανές υπουργικές ευθύνες.  Η σαφής παραγγελία του έκανε λόγο για «παραπλανηθέντες υπουργούς», γεγονός που κάθε άλλο παρά απαρατήρητο πέρασε από τους δύο συναδέλφους του κ.κ. Ηλία Κολιούση και Ελένη Σωτηροπούλου οι οποίοι επιφορτίστηκαν με την έρευνα που κυριαρχούσε στην επικαιρότητα της εποχής εκείνης.

ΤΟ ΚΟΥΒΑΡΙ. Πολύ γρήγορα οι δύο εισαγγελείς που ανέλαβαν να ξετυλίξουν το κουβάρι σκόνταψαν, κατά το κοινώς λεγόμενο, σε  ευθύνες των παραπλανηθέντων υπουργών και είχαν την άποψη ότι η δικογραφία, παρά την ξεκάθαρη παραγγελία Σανιδά, έπρεπε να σταλεί στη Βουλή.

Ο εισαγγελέας όμως του Αρείου Πάγου είχε άλλη άποψη και τελικά δεν έστειλε τον φάκελο στο Κοινοβούλιο. Και τότε ήταν που οι δύο εισαγγελείς, υπερασπιζόμενοι την ορθότητα της δικής τους  εκτίμησης και την προσωπική τους ανεξαρτησία, παραιτήθηκαν από το δικαστικό σώμα προκαλώντας σεισμό με πολιτικές προεκτάσεις.

Την ίδια άποψη είχαν και οι συνάδελφοί τους κ.κ. Ευσταθία Σπυροπούλου και Παντελής Στραγάλης, που ανέλαβαν να ολοκληρώσουν την έρευνα, η οποία κατέληξε τελικά στην άσκηση ποινικών διώξεων για σειρά κακουργηματικών πράξεων (απιστία, ηθική αυτουργία σε απιστία, ψευδείς βεβαιώσεις κ.ά.)  σε συνδυασμό μάλιστα με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου 1608/1950  περί καταχραστών του Δημοσίου.

ΤΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ. 

Λίγους μήνες αργότερα και συγκεκριμένα τον Μάιο του 2009, ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής αιφνιδιαστικά έκλεισε τη Βουλή μια Παρασκευή βράδυ. Πολλοί τότε συνέδεσαν την κίνηση αυτή με την υπόθεση του Βατοπεδίου, καθώς ακόμα και αν υπήρχαν υπουργικές ευθύνες  δεν θα μπορούσαν λόγω παραγραφής ούτε καν να ερευνηθούν. Ο Κ. Καραμανλής ανέλαβε τελικά την πολιτική ευθύνη της υπόθεσης, έστω και αν πίστευε  όπως έλεγε σε επιστολή που  έστειλε στην Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής «ότι ούτε κατ' ελάχιστον υφίστανται  επιλήψιμες συμπεριφορές  από πλευράς πολιτικών προσώπων». Οταν ο φάκελος από τη Βουλή εστάλη στη Δικαιοσύνη, η απόφαση ήταν μονόδρομος .

Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ. 

Ομόφωνα, το Δικαστικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου τάχθηκε υπέρ της παραγραφής των αδικημάτων τριών πρώην υπουργών που είχαν παραπεμφθεί κλείνοντας οριστικά και αμετάκλητα τον φάκελο της υπόθεσης για τα πολιτικά πρόσωπα (τους πρώην υπουργούς Π. Δούκα, Α. Κοντό και Ευ. Μπασιάκο) μετά τη διάλυση της Βουλής στις 7 Σεπτεμβρίου 2009.
Ετσι, έμεινε ανοιχτό μόνο το κεφάλαιο των ευθυνών για τα μη πολιτικά πρόσωπα. Η εφέτης - ειδική ανακρίτρια Ειρήνη Καλού συνέταξε βαρύτατα κατηγορητήρια για 32 πρόσωπα, πολλά από τα οποία στις απολογίες τους συνομολόγησαν πως οι ανταλλαγές ήταν απόφαση της κεντρικής πολιτικής σκηνής.