02 November 2007

Κάλλας μεν, αλλά...

Εύλογη η διάθεση της πολιτείας και ποικίλων φορέων να τιμήσουν τη μνήμη της Μαρίας Κάλλας τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό της. Μερικές, μάλιστα, πτυχές αυτού του εορτασμού, όπως κάποια αφιερώματα εφημερίδων και ορισμένες εκπομπές του Τρίτου Προγράμματος, θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν στερούνταν ενδιαφέροντος.

Κατά τα άλλα όμως, έλεος! Οχι άλλα παρασκήνια για τον έρωτα της Μαρίας με τον Ωνάση. Οχι άλλες εκμυστηρεύσεις και αποκαλύψεις από ανθρώπους που ήταν «πολύ κοντά της» (όλοι «κοντά» της ήταν, αλλά μόνη και έρημη πέθανε). Οχι άλλες αναφορές στη λατρεία της για την Ελλάδα (τα ελληνικά, παρεμπιπτόντως, ήταν η τρίτη κατά σειρά προτίμησης γλώσσα της, μετά τα αγγλικά και τα ιταλικά). Οχι άλλες υπενθυμίσεις τής «και εκτός σκηνής» εκθαμβωτικής παρουσίας της και προσωπικότητάς της (μια γυναίκα γεμάτη τραύματα και συμπλέγματα ήταν, που δεν τραγουδούσε αν δεν είχε μαζί της μια εικονίτσα με την... Παναγία). Οχι άλλα CD με τις ίδιες και τις ίδιες άριες τραγουδισμένες από την Κάλλας. Οχι άλλο Φεστιβάλ Βιβλίου (!) αφιερωμένο, έτσι, ξεκάρφωτα, στην Κάλλας. Οχι άλλη συναυλία-ξεπέτα ή συναυλία-πάτσγουορκ στη μνήμη της. Οχι άλλη εκπομπή γι' αυτήν με το «Casta Diva» (από τη Νόρμα) ως μουσική υπόκρουση, όχι άλλο «Vissi d' arte, vissi d' amore» (από την Τόσκα) συνοδευμένο από το σχόλιο «έζησε για την τέχνη, έζησε για τον έρωτα».

Και κάτι ακόμα. Ε, δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει πάντοτε ελληνικό στοιχείο και ελληνική διάσταση σε ό,τι σημαντικό συνέβη κάποτε στην τέχνη, και στη μουσική ειδικότερα. Για να παραφράσω κι εγώ τη γνωστή φράση με τα βελανίδια, όταν στην Ελλάδα κυριαρχούσε ο τσάμικος (αλβανικής καταγωγής και αυτός, όπως δηλοί το όνομά του), σε χώρες του ίδιου περίπου μεγέθους με την Ελλάδα, όπως η Τσεχία ή η Ουγγαρία -δεν συζητάμε για τη Γερμανία, την Ιταλία ή τη Γαλλία-, υπήρχε ο Σμέτανα, ο Ντβόρζακ και ο Γιάνατσεκ, ο Λιστ, ο Μπάρτοκ και ο Κοντάγι. Ολα τα άλλα είναι απλώς δημαγωγία, προορισμένη να χαϊδεύει τα νεοελληνικά αφτιά, όταν δεν είναι άγνοια.

Η Μαρία Κάλλας υπήρξε μία από τις σημαντικές, τις μεγάλες υψιφώνους του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Από αυτό, όμως, μέχρι το σημείο να πιστεύουμε ότι είναι το Α και το Ω της παγκόσμιας όπερας, η απόσταση είναι μεγάλη. Και γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, μάλιστα, όταν αυτοί που παπαγαλίζουν την ίδια πάντα αγιογραφία της αγνοούν εν πολλοίς όλα τα άλλα γράμματα που μεσολαβούν... από το Α ώς το Ω.

Φοβάμαι ότι τέτοιου είδους προσεγγίσεις στο πρόσωπο και στην καλλιτεχνική παρουσία της Κάλλας υποθάλπουν απλώς την ημιμαθή οκνηρία ενός κοινού όλο και πιο πολύ εθισμένου στη λογική των υπερθετικών, των τίτλων εντυπωσιασμού και των -λιγότερο ή περισσότερο- πιπεράτων ιστοριών που διανθίζουν συνήθως τον βίο των καλλιτεχνών. Ασε που έτσι το κοινό νιώθει απαλλαγμένο από την «υποχρέωση» να γνωρίσει οποιαδήποτε άλλη μορφή ή εκδοχή μουσικής έκφρασης, ικανοποιημένο και αύταρκες, αφού έχει και ένα-δυο CD με την Κάλλας να τραγουδάει άριες, δίπλα σε εκείνα της Μαρινέλλας και της Χαρούλας Αλεξίου.

(ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΠΑΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/11/2007)