27 November 2007

Βιβλία, βιβλία

Μια άλλη Ελλάδα;


(του Ανδρέα Παππά, Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, 23/11/2007)

Με αφορμή τους «τηλεμποράκους της ελληνολατρίας», έγραφα την προηγούμενη Παρασκευή ότι αναρωτιέται κανείς αν είναι απλώς φαιδροί όσο και αυτά που λένε, ή απλώς εκμεταλλεύονται την αφέλεια και την ευπιστία κάποιων για να πουλάνε την πραμάτεια τους. Εκτός από αυτό το ερώτημα όμως, ενδιαφέρον παρουσιάζει και ένα ακόμα, κοινωνι(ολογι)κού χαρακτήρα. Ποιοι, άραγε, αγοράζουν αυτά τα βιβλία, καταβάλλοντας μάλιστα διόλου ευκαταφρόνητα ποσά; Και κάτι ακόμα. Αφού παραλάβουν το «πακέτο», τι το κάνουν; Βάζουν απλώς τα βιβλία στα ράφια του «σύνθετου», δίπλα στον μεταλλικό πύργο του Αϊφελ; 'Η μήπως τα διαβάζουν κιόλας, οπότε ίσως το φαινόμενο να παρουσιάζει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον;

Πολύ θα ήθελα να γνωρίσω -και δεν πρόκειται μόνο για ρητορικό σχήμα- δυο-τρεις από αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι, τείνοντας ευήκοον ους στην κραυγή του Λιακόπουλου, σηκώνονται από «καρέκλες, πολυθρόνες, ντιβάνια, καναπέδες, κρεβάτια» και σπεύδουν να απευθυνθούν στο τηλεφωνικό κέντρο, που έχει βέβαια «πάρει φωτιά» (όπως κάθε τηλεοπτικό τηλεφωνικό κέντρο που σέβεται τον εαυτό του), ζητώντας να αγοράσουν το πακέτο στο οποίο ο αρμόδιος της αποθήκης έχει στριμώξει ό,τι βιβλία υπάρχουν για ξεστοκάρισμα. Τι ωθεί αυτούς τους ανθρώπους να δώσουν χρήματα που σίγουρα δεν τους περισσεύουν για να αποκτήσουν τα συγκεκριμένα βιβλία; Πώς ζουν κατά τα άλλα; Τι επαγγέλλονται; Πώς διασκεδάζουν; Τι προσδοκούν και τι φοβούνται; Εχουν άλλα βιβλία στο σπίτι τους;

Κάθε φορά που βρίσκομαι μπροστά σ' ένα φαινόμενο όπως αυτό, ή όπως εκείνο με τα πλήθη που συνέρρεαν για να δουν τον Βησσαρίωνα να μη λιώνει, έχω έντονη την αίσθηση ότι, ναι, πράγματι, υπάρχει και μια «άλλη Ελλάδα», της οποίας κάποιες ανάγκες -ή «ανάγκες»- καλύπτει προφανώς αυτό το απίθανο κράμα τερατολογίας και δεισιδαιμονίας.

Μακάρι το φαινόμενο να είναι οριακό, ή πρόσκαιρο. Φοβάμαι, όμως, ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Και αρκετός καιρός πάει πια από τότε που άρχισε αυτό το βιολί, και ολοένα πληθαίνουν τα «μαγαζιά» αυτού του είδους, και όλο και περισσότερο εμφανίζονται στην αγορά βιβλία με θέμα την απόκρυφη ιστορία του κουνιάδου της Μαρίας Μαγδαληνής, που παντρεύτηκε μια κόρη της Κλεοπάτρας, και γέννησε έναν γιο με τεράστια αφτιά, ο οποίος ίσως και να είναι ο προπομπός του Αντίχριστου (ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων).

Και ένα τελευταίο ερώτημα, που συχνά το υποβάλλω στον εαυτό μου. Καλά, εσύ γιατί τις χαζεύεις τις σχετικές εκπομπές, όταν «πέφτεις πάνω τους»; Η πρώτη -και ίσως η πιο εύκολη- απάντηση θα μπορούσε να είναι για να δω μέχρι ποιο σημείο μπορούν να φτάσουν η ασυναρτησία και η αρλουμπολογία. Ισως, όμως, να πρέπει κανείς να αναζητήσει την απάντηση και λίγο πιο βαθιά. Μήπως, τελικά, το απόλυτα άσχημο, το απόλυτα απαράδεκτο, αυτό που σε εξοργίζει, έχει αντίστοιχη δύναμη με το πολύ καλό, το πολύ όμορφο, το εξαιρετικό; Το μέτριο, το αδιάφορο, το κοινότοπο, εύκολα το προσπερνάει κανείς. Αντίθετα, η απόλυτη ανοησία, η απόλυτη κακογουστιά -ακόμα και η απόλυτη αρπαχτή, αν θέλετε- έχει «κάτι». Κάτι που, αν μη τι άλλο, είναι ικανό να σου τραβήξει, έστω και προς στιγμήν, την προσοχή.