13 June 2007

Δομ. Θεοτοκόπουλος - El Greco (1541-1614)

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης και φαίνεται να πέρασε τα πρώτα χρόνια του σε μοναστικό περιβάλλον, όπου έμαθε τη ζωγραφική εικόνων. Αργότερα, περίπου στα 27 του χρόνια, πήγε στη Βενετία και έγινε μαθητής του Τισιανού. Το έτος 1570 μετακόμισε στη Ρώμη, όπου γνώρισε τα έργα του Μιχαήλ Άγγελου, του οποίου το στιλ δεν συμπάθησε o Θεοτοκόπουλος και το σχολίαζε αρνητικά. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που δεν κατάφερε να παραμείνει μόνιμα στη Ρώμη, οπότε το 1580 μετέβη στο Τολέδο της Ισπανίας, όπου προσλήφθηκε στην υπηρεσία του Φίλιππου Β' για να συμβάλει στη διακόσμηση του ανακτόρου Escorial. Εδώ πήρε ο Θεοτοκόπουλος και το προσωνύμιο «El Greco», μια και το επώνυμό του ήταν αρκετά μακρόσυρτο για τους Ισπανούς.

Ο μεγάλος ζωγράφος δεν φαίνεται να βρήκε όμως καλή υποδοχή στην Ισπανία και είχε αντιδικίες με τους πελάτες του, λόγω των ασυνήθιστων για την εποχή έντονων χρωμάτων στους πίνακές του, λόγω του είδους των θρησκευτικών θεμάτων που επέλεγε και λόγω του τρόπου που ζωγράφιζε τα πρόσωπα, αποστεωμένα, ωχρά και με επιμήκη άκρα - προφανώς μια επιρροή από τη βυζαντινή εικονογραφία. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που ο Ελ Γκρέκο αντιδικούσε για πολλά χρόνια με τους πελάτες του, μέχρι να εισπράξει τις αμοιβές του. Τελικά, τα έργα του δεν βρήκαν μιμητές και ο ίδιος δεν δημιούργησε «Σχολή».

Από μια εποχή και μετά έπαψαν η βασιλική αυλή, οι οίκοι ευγενών και οι εύπορες οικογένειες να του αναθέτουν τη δημιουργία πορτραίτων τους. Πέθανε στο Τολέδο σε ηλικία 73 ετών, μάλλον ξεχασμένος από τους σύγχρονούς του. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν γράφτηκαν από κριτικούς της ζωγραφικής και ομότεχνους τού ζωγράφου κυρίως απαξιωτικά σχόλια για το έργο του, όπως «κακογουστιά στην επιλογή των θρησκευτικών θεμάτων», «προφανή προβλήματα οράσεως», «ψυχοπάθεια» κ.ά., μέχρι που ο μεγάλος «ξένος» ξεχάστηκε ολοκληρωτικά.

Στις αρχές του 20ου αιώνα ανακαλύφθηκε όμως ο Ελ Γκρέκο πάλι, όταν διαπιστώθηκε ότι τα έργα του περιείχαν στην επιλογή χρωμάτων και στην αφαίρεση, στοιχεία που είχαν αρχίσει να χαρακτηρίζονται στους καλλιτεχνικούς κύκλους ως η ουσία του εξπρεσιονισμού. Σήμερα αναγνωρίζεται ότι στα έργα τού Θεοτοκόπουλου γίνεται σύντηξη της βυζαντινής εικονογραφίας και της βενετσιάνικης αναγεννησιακής τέχνης, με φιγούρες που είναι μεν ρεαλιστικές, αλλά προβάλλουν ταυτόχρονα ένα μυστικισμό.

Το πρόσωπο και το έργο του Ελ Γκρέκο αξιοποιείται συχνά από τους ελληνοκεντριστές ως δείγμα συνέχειας του Ελληνισμού και της ελληνικής μεσαιωνικής τέχνης (αν και ο Ελ Γκρέκο έζησε στην Αναγέννηση). Στην πραγματικότητα πρόκειται για επιβεβαίωση του κανόνα ότι οι Έλληνες, όπως και οι εκπρόσωποι κάθε άλλου λαού με αξιόλογη πολιτισμική παράδοση, αναδεικνύονται ανάλογα με το ταλέντο τους, εφόσον βρεθούν στο κατάλληλο περιβάλλον δημιουργίας, το οποίο περιβάλλον δεν υφίσταται χειραγώγηση από αλλότρια κέντρα. Αυτή η ανάδειξη δεν δηλώνει τίποτα δεσμευτικό για το περιβάλλον προέλευσης του καλλιτέχνη (το οποίο στην περίπτωση Θεοτοκόπουλου είναι κρητο-βενετσιάνικο, γι' αυτό και το όνομα
Δομήνικος), αλλά δηλώνει πολλά για εκείνο, στο οποίο δημιούργησε. Και δείχνει επίσης, τι «θαύματα» θα ήταν σε θέση να κάνουν αυτοί οι δημιουργοί και στον ίδιο τον τόπο τους, αν υπήρχε εκεί αντίστοιχη πολιτισμική ανάπτυξη.

Τα ίδια συμβαίνουν εξ άλλου και στις μέρες μας με τους εκπατριζόμενους Έλληνες που διαπρέπουν στο εξωτερικό, ενώ εδώ πιθανότατα θα έμεναν στην αφάνεια. Η σημερινή ανάδειξη του Δημ. Νανόπουλου στον κόσμο της Φυσικής, προφανέστατα δεν δηλώνει υψηλό επίπεδο αντίστοιχων σπουδών στην Ελλάδα, αλλά μόνο ότι υπάρχουν Έλληνες που έχουν την ευφυΐα να ανταποκριθούν σε ένα επιστημονικά απαιτητικό περιβάλλον. Αυτό, φυσικά, κανείς δεν έχει λόγο να το αμφισβητήσει! Η αναφορά στον Θεοτοκόπουλο αποτελεί, λοιπόν, άλλη μια επιβεβαίωση του πολιτισμικά υποβαθμισμένου ελληνόφωνου χώρου κατά το Μεσαίωνα (Βυζάντιο) και τη μετέπειτα εποχή της τουρκοκρατίας, σε σύγκριση με το υψηλό επίπεδο, στο οποίο βρισκόταν αυτός ο χώρος κατά την ύστερη Αρχαιότητα.

Και ως προς την αποδεικτική τεχνική και την επιχειρηματολογία: Συχνά αναφερόμαστε ενδεικτικά σε μια περίπτωση ή σε ένα πρόσωπο και εννοούμε, σιωπηρά, ότι σχεδόν όλες οι άλλες περιπτώσεις έχουν εξελιχθεί ανάλογα. Οπότε με μία ιδιότυπη «τέλεια επαγωγή» θεωρούμε ότι αποδείχθηκε αυτό που ισχυριζόμαστε. Στα θέματα του «βυζαντινού πολιτισμού» υπάρχουν, όμως, λίγα μέχρι ελάχιστα παραδείγματα και η προσπάθεια για γενίκευσή τους προδίδει την ένδεια υλικού, την αγωνία για ανάδειξη της εξαίρεσης σε κανόνα!

(Από την ηλεκτρονική παρουσίαση των Σημαντικότερων Ανθρώπων)